Άρθρα

Νηπιαγωγοί και γονείς: Μια σχέση αλληλοτροφοδότησης και εμπιστοσύνης

της Έλενας Χ. Στανιού*

Κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης σχεδιάζεται από την εκπαιδευτική πολιτική, με βάση τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών, την αγάπη και τον σεβασμό προς την προσωπικότητά τους. Ωστόσο, η προσχολική αγωγή, ως η πρώτη εκπαιδευτική βαθμίδα, έχει το ηθικό βάρος μιας ιδιαίτερης αποστολής. Οφείλει να είναι ο βασικός παράγοντας εξέλιξης του παιδιού και ο πυλώνας της σφαιρικής ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, για να το βοηθήσει να μεταβεί ομαλά στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, αλλά και να αρχίσει να εδραιώνει σταδιακά την κοινωνική του πορεία. Γι’ αυτό και το νηπιαγωγείο στρέφεται προς μια ολική παιδεία, με πρωταρχικό, όμως, σκοπό την εκμάθηση συμπεριφορών, οι οποίες θα βοηθήσουν το παιδί να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, να διαχειρίζεται καταστάσεις, να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, να δημιουργεί υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.

Σημαντικό ρόλο και αρωγός στο έργο των νηπιαγωγών είναι οι γονείς, καθώς η επίδραση της οικογένειας στην ψυχοσωματική και διανοητική ανάπτυξη του παιδιού είναι τεράστια. Η ποιότητα της οικογένειας επηρεάζει επίσης, σε μεγάλο βαθμό, και τη συναισθηματική εξέλιξη και υγεία του παιδιού, αλλά και την αφομοίωση ή όχι των παιδαγωγικών συμπεριφορών και τρόπων αλληλεπίδρασης που προωθούνται μέσα στη σχολική τάξη (Κιτσαράς, 2001). Αυτό σημαίνει πως η επικοινωνιακή σχέση γονιών-νηπιαγωγών, ανάλογα, είτε διευκολύνει είτε δυσχεραίνει την εκπαιδευτική διαδικασία. Τη διευκολύνει, όταν οι γονείς έρχονται σε συνεννόηση με τους εκπαιδευτικούς, μοιράζονται μαζί τους πιθανά θέματα που μπορεί να επηρεάζουν τη συμπεριφορά των παιδιών, ζητούν την άποψή τους σε παιδαγωγικούς χειρισμούς και παροτρύνουν τα παιδιά τους να είναι συνεργάσιμα. Σε αντίθετες περιπτώσεις, όταν το οικογενειακό περιβάλλον και το νηπιαγωγείο ακολουθούν διαφορετικούς εκπαιδευτικούς στόχους, τα παιδιά αντιλαμβάνονται την αντίθεση απόψεων και καταλήγουν σε αντιφατικές καταστάσεις (Schleicher, 1973). Αυτό δεν δυσχεραίνει απλά το έργο των νηπιαγωγών, αλλά υπονομεύει και την εμπιστοσύνη των παιδιών προς τους δασκάλους τους και τα οδηγεί σε αντιπαλότητες τόσο μαζί τους, όσο και με τους συμμαθητές τους. Γεγονός που εμποδίζει τη δημιουργία υγιών διαπροσωπικών σχέσεων και δρα διαβρωτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ίδιων των παιδιών.

Κοντολογίς, η προσχολική αγωγή που παρέχεται στο νηπιαγωγείο πρέπει να θεμελιώνεται στη συνεργασία νηπιαγωγών-γονέων – η οποία ξεκινάει με την είσοδο του παιδιού στο νηπιαγωγείο και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της φοίτησής του – και την ενδυνάμωση του ρόλου τους, με γνώμονα το κοινό συμφέρον, δηλαδή την αποτελεσματικότερη αγωγή των νηπίων. Δίνεται, έτσι, το δικαίωμα και στις δύο πλευρές να παίρνουν ενεργό μέρος στην εκπαιδευτική διαδικασία, συμπληρώνοντας και όχι καταργώντας η μία την άλλη. Το νηπιαγωγείο, από τη δική του μεριά, οφείλει να είναι ανοικτό στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, για την καλύτερη προσέγγισή του και την καταλληλότερη λήψη αποφάσεων. Οι γονείς, από την άλλη, συζητούν, προβληματίζονται και μαθαίνουν να αφουγκράζονται τα παιδιά τους, όχι μόνο, τώρα πια, από τη δική τους ματιά, αλλά και από τη ματιά των παιδαγωγών. Και εδώ έρχεται να παίξει πολύ σπουδαίο ρόλο η επιθυμία των γονέων να δουν ποια είναι στ’ αλήθεια τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν την προσωπικότητα των παιδιών τους, μέσα από τα μάτια της επιστήμης, πλέον, της αγωγής και όχι απλά της γονεϊκής αγάπης. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα σημαντικό σημείο αποτελεί όχι το τι θέλουν να ακούν οι γονείς από τους εκπαιδευτικούς, αλλά το τι πρέπει να θέλουν να ακούν. Και πρέπει να θέλουν να ακούν μόνο τις αλήθειες, θετικές ή αρνητικές, οι οποίες αφορούν στα παιδιά τους είτε αυτές έχουν να κάνουν με πράξεις, με συμπεριφορές είτε με στοιχεία της ψυχοσυναισθηματικής ή νοητικής τους ανάπτυξης.

Η επιστημονική κατάρτιση των νηπιαγωγών τούς επιτρέπει να διεισδύουν στο σύνολο της παιδικής προσωπικότητας και να διακρίνουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία χρήζουν προσοχής. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται επαγγελματική δεξιότητα, από την πλευρά των νηπιαγωγών, κατανόηση, ενθάρρυνση και υπομονή, κατά την επικοινωνία τους με τους γονείς, ώστε εκείνοι να τους παραχωρήσουν το δικαίωμα να τους ενημερώνουν για οτιδήποτε πιστεύουν πως χρειάζεται να δώσουν μεγαλύτερη σημασία. Το πραγματικό ενδιαφέρον των γονιών και η παραδοχή ενός υπαρκτού προβλήματος θα δώσουν στην κοινή προσπάθεια γονιών-νηπιαγωγών τη δυνατότητα για διερεύνηση και βελτίωση – στο πλαίσιο, πάντα, του δυνατού, ανάλογα με το πρόβλημα – μιας δύσκολης κατάστασης. Η ανάθεση αυτού του δικαιώματος στον επαγγελματία νηπιαγωγό δεν αναιρεί καθόλου το δικαίωμα του γονέα, αλλά τον βοηθάει να υπερνικήσει πιθανές συστολές λόγω του προβλήματος και να εκφράσει ανοιχτά τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις ανησυχίες του. Αυτό θα ενισχύσει την ειλικρινή περιγραφή της κατάστασης από τον νηπιαγωγό, απαραίτητη προϋπόθεση για την από κοινού αντιμετώπιση του θέματος.

Επομένως, η αμφίδρομη επιζήτηση και επιδίωξη της συνεργασίας και του διαλόγου, το πληροφοριακό στοιχείο, η ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη και η αποφυγή εριστικής διάθεσης απαριθμούν μερικά από τα βασικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η επικοινωνιακή διαδικασία μεταξύ γονιών και νηπιαγωγών, για την επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών.
«Δεν ξέρω τίποτα άλλο, για το οποίο κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να νοιάζεται περισσότερο, παρά το πώς το παιδί του θα γίνει ο πιο καλός άνθρωπος», είχε πει ο Πλάτωνας, και το νηπιαγωγείο αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο γι’ αυτό.

*δρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Νηπιαγωγού – Συγγραφέα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το