Θ Plus

Νικουριά: Μια βραχονησίδα – αίνιγμα

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Οι πληροφορίες μου έλεγαν τα παρακάτω λιτά στοιχεία:
Η Νικουριά είναι ένα μικρό νησάκι, ακατοίκητο, μόλις 300 μέτρα από την ακτή του Αγίου Παύλου. Διάσημο για το νομισματοκοπείο που λειτουργούσε εκεί κατά την αρχαιότητα. Σήμερα απολαμβάνουμε τις δύο πανέμορφες παραλίες του.
*


Είχα πρωτογνωρίσει τη Νικουριά, στη δεκαετία του ’80, όταν κατέβηκα στον έρημο και γραφικό λαιμό του Αγίου Παύλου και βούτηξα στα ολοδιάφανα νερά του. Κολύμπησα ύστερα σε όλο το πλάτος του δίαυλου και παρά τα υποθαλάσσια ρεύματά του κατάφερα και προσορμίστηκα στην άκρη του κάβου, όπου έμεινα για λίγο μέχρι να στεγνώσω.
Κοίταξα με δέος ολόγυρά μου καθώς παρατήρησα τον απότομο ορεινό όγκο της βραχονησίδας που γκρεμιζόταν αμείλικτος από τον ουρανό ώς τα βάθη της θάλασσας, με καταιγιστική ροπή.
Ο θαυμασμός, η έκσταση και το ρίγος που με διαπέρασαν δεν είχαν συνέχεια. Η Νικουριά ξεχάστηκε. Ξαναπέρασα πολλές φορές από τον νέο δρόμο που στο μεταξύ ανοίχτηκε, από την Αιγιάλη για τη Χώρα της Αμοργού και με την υψηλή ένταση του ίδιου θαυμαστικού πάθους αγνάντευα τη ράχη, τους ορεινούς διασκελισμούς και την υψηλή της ποιητική στόφα.
Δεν της αφιέρωσα όμως καμιά διαθέσιμη ώρα για εξερεύνηση, παρά το ότι η κορυφογραμμή της ήταν και είναι εξαιρετικά ελκυστική για ριψοκίνδυνο διάσχισμα.


*
Φέτος (Ιούλης του ’21) συνοδεύοντας μια ομάδα περιηγητών της Θεσ/νίκης, βρέθηκα στον Άγιο Παύλο, προκειμένου να περάσουμε στη Νικουριά, για να χαρούμε τις θωπείες μιας θάλασσας απομαγεύτρας.
Στριμωχτήκαμε όλοι σε μια λάντζα και περαιωθήκαμε σε δέκα λεπτά στην απέναντι ακτή.
Τα πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει ραγδαία από τη δεκαετία του ’80 και η Νικουριά σήμερα αποτελεί στόχο εκατοντάδων επισκεπτών για μια βουτιά στα θεσπέσια νερά της.
Έχει στηθεί και μια καντίνα που διαθέτει κάμποσες ξαπλώστρες και γεμίζει ο τόπος από λουόμενους και μερακλήδες της γαλήνιας ερημιάς του ακατοίκητου νησιού.
Είχα στη διάθεσή μου τρεις ώρες για να περιηγηθώ το νησί, αν και πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει αντικείμενο εξερεύνησης και προώθησης στο εσωτερικό του.
Και τούτο γιατί, όπως δείχνει από μια πρώτη ματιά, η βραχονησίδα είναι ιδιαίτερα απόκρημνη, με σαθρές βράχινες πλάτες, καταιγιστικά μέτωπα και διάχυτους ορεινούς κορμούς.
Ναι! Το νησί της Νικουριάς που απέχει μόλις τρακόσια μέτρα από τη βοτσαλωτή γλώσσα του Αγίου Παύλου της Αμοργού, διαθέτει πλούσιο ανάγλυφο, με αποτρεπτικές προοπτικές διάσχισης και εξερεύνησης, λόγω της σαθρωτικής μορφολογίας του διαβρωτικού της εδάφους.


Ουσιαστικά αποτελεί μια σαφέστατη δυναμική κατακλυσμιαίας βραχοστολής, η οποία προσφέρει δυο μικρές καβάντζες και μια εκτεταμένη παράκτια ζώνη, στην οποία συνωθούνται οι επισκέπτες κολυμβητές.
Οι δυο πλευρές της ακτής δείχνουν η μεν μια τον λόφο με το εκκλησάκι της Παναγίας στην κορυφή του και η άλλη μια διαδοχική τριπλέτα ήπιων κορυφώσεων, σε κάποια από τις οποίες φημολογείται η ύπαρξη του αρχαίου νομισματοκοπείου της Νικουριάς.
Και στους δυο προορισμούς οδηγούν ανεπαίσθητα μονοπάτια, με καλύτερο εκείνο που οδηγεί στον λόφο του ξωκλησιού.
Παίρνω το άλλο μονοπάτι που φεύγει ανατολικά για να ακολουθήσει την παράκτια λωρίδα για περίπου τριακόσια μέτρα. Στο τέλος της ακτής ανηφορίζει ελαφρά ένα πετρώδες αχνό μονοπατάκι με σαφή την ένδειξη της προώθησης στον ανατολικό κάβο του νησιού.


Διασχίζω ένα έδαφος κλασικά κυκλαδίτικο, με φρύγανα, παλιούρια, φείδες, λεβάντες, θυμάρια και φλόμους.
Το μονοπάτι θέλει προσοχή γιατί μετακινούνται οι πέτρες και καραδοκούν τα αιχμηρά ξερόθαμνα που εμποδίζουν τη σύντομη και άνετη διέλευση των πεζοπόρων.
Αφού περάσω σε κάποιο σχετικό ύψος από τη θάλασσα θα βρεθώ σε φραγή συρματοπλέγματος που εξυπηρετεί ποίμνια και χαραγμένες κτηνοτροφικές ιδιοκτησίες.
Σε μια σκεπαστή βραχωμένη συστάδα διακρίνω υπολείμματα σπασμένων οστράκων, διαλυμένων λίθων και κάποιων ασημένιων ροδελών άγνωστης εποχής και εξυπηρέτησης.
Από το σημείο εκείνο και προς τη ράχη της κορυφογραμμής σχηματίζεται ένα ανεπαίσθητο λούκι, στην άκρη του οποίου διακρίνω τη συσσώρευση ογκωδών μεγάλιθων, που μου δίνουν την αίσθηση και οπτική εντύπωση κάποιας οχύρωσης.
Μαρκάρω το σημείο με το βλέμμα κι αρχίζω την ανηφόρα μέσα από τη σάρα της βαθιάς λάκας, ένα πεδίο σχετικά καθαρό και διαβάσιμο.
Σε ένα δεκάλεπτο βρίσκομαι στο σύρραχο της κορυφογραμμής. Από το σημείο εκείνο σκορπάω το βλέμμα στο πίσω κενό του νησιού και παθαίνω την πλάκα μου. Διότι απομονώνω την εξωτερική τομή του νησιού, η οποία σαν μια κάθετη ορθοπλαγιά βυθίζεται στο ρήγμα της γαλάζιας του πέλαγου κοίτης.
Στέκομαι άφωνος μπροστά από το θαύμα που ξεδιπλώνει μια θέα ανυπολόγιστη κι ένα γεωφυσικό αντικείμενο κορυφαίας μεγαλοπρέπειας, που δεν μπορεί εύκολα να αποδοθεί με όλες του κόσμου τις συμβατικές ιαχές.
Ο εκπληκτικός αυτός γεώτοπος είναι επιμελώς κρυμμένος από τα αγοραία βλέμματα και αποκαλύπτεται μόνο σε όσους τολμούν το ριψοκίνδυνο διάβημα στη χώρα του ασύλληπτου και του υπεραισθητού.


Αφήνω το βλέμμα να κυλήσει σε ατέρμονες διεκδικήσεις του Ωραίου, για να επιστρέψω στα τετριμμένα της διερευνητικής μανίας. Πολύ κοντά στο φυσικό αυτό τείχος που προστατεύει από τη θάλασσα τις ενδεχόμενες απόπειρες πειρατικών αναρριχήσεων, στοιχίζεται μια πολλαπλή σειρά καλοβαλμένων και ακανόνιστων μεγάλιθων που συσσωρεύονται ο ένας επάνω στον άλλον για να σχηματίσουν μέτωπο οχυρωματικής προστασίας. Οι λίθοι αυτοί που πρέπει να αποτελούν τμήμα πρωτόγονης τοιχοδομίας, είναι φως φανάρι ότι δεν τοποθετήθηκαν από τον χρόνο ή από την τύχη και φυσικά δεν είναι ουρανοκατέβατοι. Είναι πρωτόγονα λαξευμένοι και χωστοί, ώστε να σχηματίζουν ανόρθωμα περιτείχισης με πολύ απλοϊκό, αλλά ασφαλή τρόπο, επιδιώκοντας προφανώς να κατοχυρώσουν την προστασία είτε ανθρώπων είτε κάποιου είδους κειμηλίων και αντικειμένων χρηστικής λειτουργίας.
Επειδή λοιπόν εδώ στην άκρη του ανατολικού κάβου της Νικουριάς, οι λίγες και σκόρπιες επιστημονικές πληροφορίες θέλουν να υπήρχε κάποτε, στα αρχαία χρόνια, ένα νομισματοκοπείο, πιθανότατα – λέω πιθανότατα – να είχε περιτειχισθεί κάποιος πρόχειρος οικισμός, για την αποκάλυψη του οποίου δεν έχει γίνει καμία έρευνα, ανασκαφή ή μελέτη.
Δίπλα από τον όγκο με τις μεγαλιθικές κυκλώπειες πέτρες υπάρχει μια λεπτή διασάρωση του λίθινου μετώπου αυτής της οχυρωμένης πόλης που δείχνει κάποια δίοδο κι αμέσως μετά συνεχίζει δεύτερος σωρός μεγαλιθικών βράχων. Ίσως όλα αυτά να αποτελούν δείγματα ισχυρής γραφής ότι κάποτε εδώ να ευδοκιμούσε κάποια πόλη, η συμμετοχή των ανθρώπων της οποίας να κατέτεινε στην κοπή παλαιών νομισμάτων και φυσικά στο πλαίσιο διασφάλισης του ταμείου και των ανθρώπων της.
Περνάω από τη δίοδο αυτή και συνεχίζω τον ανήφορο προς τον άξονα της κορυφογραμμής. Συνεχώς αποκαλύπτονται και νέα στρώματα του ορεινού πληρώματος της βραχονησίδας και νέες αποθεώσεις μιας συντριπτικής θέας από και προς τη ράχη της κορυφογραμμής.


Ο ανήφορος αυτός σταματάει σε ένα συγκεκριμένο ύψος, καθώς έπειτα από την τρίτη λοφοειδή διακύμανση βυθίζεται ένας απότομος γκρεμός, για να αρχίσει το τελικό και αλυσιτελές σκαρφάλωμα στην κορυφή του νησιού που το τελικό της υψόμετρο γράφει 346 μέτρα.
Από τη μεγάλη τομή της χαράδρας που διανοίγεται εμπρός μου, χαράζω μια πορεία καθόδου στον πολιτισμό της παράλιας ανθρωπόσφαιρας, για να φτάσω ύστερα από μια περιπλάνηση τριών ωρών στο κακοτράχαλο καθεστώς της ακάθιστης πέτρας…
*
Η Νικουριά ως ένας βράχος ατσούμπαλος και περιδεής αποτελεί σήμα κατατεθέν της Αμοργιανής βιόσφαιρας και έλκει με τη φιγούρα και την αγριάδα του χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Χρειάζεται ωστόσο περισσότερη μελέτη, έρευνα και κυρίως χρόνο για να αποκαλυφθούν τα εφτασφράγιστα μυστικά της στον οδοιπόρο κι εξερευνητή της φύσης και της ιστορίας της…

20 Ιουλίου του ’21, Τ’ ΑηΛιός

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το