Πολιτισμός

Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη:Η γλώσσα του φόβου στην πανδημία

Στην ελληνοαγγλική έκδοση με τίτλο «Φοβογλώσσα/Phoβoglossa» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ. Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη και ο associate senior lecturer Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Harvard κ. Νικόλας Πρεβελάκης, επιχειρούν μία δοκιμή διαλόγου ιδεών, ο οποίος, μολονότι είναι τυπωμένος στο χαρτί, δείχνει να μην έχει τελειώσει, αλλά παραμένει «ανοιχτός», όσο «ανοιχτές» συντηρούνται οι αβέβαιες και ρευστές πραγματικότητες της εποχής μας.

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συνεργάτιδα (associate) Γλωσσολογίας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ κ. Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη τόνισε πως «κεντρικός άξονας της «συζήτησης» είναι ο σύγχρονος φόβος (ως ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά και ως μέσο εξουσιασμού), μια έννοια, την οποία, ωστόσο, αποφεύγουμε να οριοθετήσουμε, πολύ δε περισσότερο να στεγανοποιήσουμε, επιλέγοντας όρους όπως κύκλοι ή κύματα φόβου».
Τα κείμενα των συγγραφέων «συνομιλούν» μεταξύ τους από διαφορετικές γνωστικές αφετηρίες και αντανακλούν ελεύθερα φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις, αλλά και γλωσσολογικές.
Οι συγγραφείς παρατηρούν ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτική συνδέεται συχνά με όρους κρίσεων και φόβου, με παραδείγματα την τρομοκρατία, την οικολογική και οικονομική κρίση και εσχάτως την πανδημία. Η ζωή έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία και αυτό αναβαθμίζει τον φόβο σε κυρίαρχο συστατικό της πολιτικής. Παρατηρούν ότι όσο πιο ασφαλής γίνεται ο κόσμος, τόσο παγιώνεται ο εθισμός στον φόβο. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι η γλώσσα ασθμαίνει να περιγράψει και να αναπαραστήσει εναλλασσόμενες σκληρές ή και βάρβαρες πραγματικότητες.
«Τη στιγμή που χρειαζόμαστε ονόματα για να περιγράψουμε καινούργιες καταστάσεις, χρειαζόμαστε περισσότερα ονόματα για να μιλήσουμε για πρώην «πράγματα», που σείονται ή αποσυναρμολογούνται μπροστά σε ασυμμετρίες και μετακινούνται ασταμάτητα» ανέφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια.
Οι συγγραφείς του βιβλίου αναλύουν τη γλώσσα του φόβου και υπογραμμίζουν ότι, ειδικά στην περίπτωση της πανδημίας, η επίκληση των ειδικών, αν και απολύτως αναγκαία, κινδυνεύει να αυξήσει την καχυποψία πληθυσμιακών ομάδων, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την εξάπλωση ενός διάχυτου φόβου στα κοινωνικά δίκτυα.
«Όπως έχω πει χαρακτηριστικά, η Φοβογλώσσα/Phoβoglossa δεν είναι ένα βιβλίο που έρχεται για να φοβίσει, απεναντίας ο στόχος του βιβλίου είναι να ξεφοβηθούμε, να ξεφλουδίσουμε την έννοια του φόβου και τις γλωσσικές κατασκευές του» εξηγεί η κ. Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη.
Όσον αφορά σε σχέση με την πανδημία η ίδια επισημαίνει πως «στις ερευνητικές αναζητήσεις μου, αυτό το οποίο με απασχολεί είναι η αναζήτηση του γλωσσικού παράγοντα στη συγκρότηση της κοινωνικής συγκατάνευσης στα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν λόγω του Covid-19. Θεωρώ ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο οι τακτικές δόμησης της συναίνεσης ή και υποταγής στα απαγορευτικά μέτρα, όσο και το στοιχείο της έμφασης που δόθηκε από γλωσσικής άποψης στις έννοιες της πειθαρχίας, της συμμόρφωσης και της ατομικής ευθύνης».
Η συνεργάτιδα Γλωσσολογίας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ σημείωσε πως «ας μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα συμβάλλει στην κατασκευή πραγματικοτήτων κι εδώ σημαντικός είναι ο διαμεσολαβητικός ρόλος των μέσων επικοινωνίας. Για παράδειγμα, στο βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει για τις έννοιες της πειθούς και της υποχρεωτικότητας, αλλά και για τη γενικότερη μεταβολή των περιεχομένων των λέξεων, που μέχρι χθες μπορεί να είχαν μία διαφορετική σημασία. Η αλλαγή των σημασιών των λέξεων με απασχολεί συστηματικά, όπως και ο βαθμός κατά τον οποίο οι παραλήπτες των δημοσίων λόγων ανταποκρίνονται και συμμορφώνονται στις συστάσεις των ειδικών στις περιόδους των μέτρων εγκλεισμού».
«Ένα άλλο θέμα είναι αυτό της ατομικής ευθύνης, που ενίοτε λειτουργεί ως έδρα επί της οποίας αναπτύσσεται ένα παιχνίδι κατασκευής ενοχών και απόδοσης ευθυνών, στο όνομα της μη τήρησης της προηγουμένως – τεκμηριωμένα ή και αυθαίρετα – εγκατεστημένης ευθύνης» σημείωσε, καταλήγοντας: «Φυσικά όλα αυτά, δεν υπονομεύουν σε καμία περίπτωση τη σημασία, την οποία δίδουμε στην επιστήμη και στους ειδικούς. Άλλωστε, όπως τονίσαμε και στον πρόλογο του βιβλίου και οι δύο που συνεισφέραμε σε αυτή τη δίγλωσση έκδοση, ενταχθήκαμε από την πρώτη στιγμή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το