Πολιτισμός

Νέα μυθιστορήματα με αλληγορικό και υπαρξιακό ενδιαφέρον

Η Ελένη Γιαννακάκη με το καινούργιο μυθιστόρημά της «Ρέκβιεμ για μια Οκτάβια» (εκδ. Πατάκης) προχωρά σε ένα οντολογικό σχόλιο για τη σημερινή πολιτική, κοινωνική, υπαρξιακή συνθήκη, δίνοντας τον λόγο σε ένα θηλυκό χταπόδι, κινούμενη σε ένα έξυπνο παιχνίδι αλληγοριών.
Η Ευγενία Μπογιάννου, μέσα από την ιστορία του μυθιστορήματος «Φανή» (εκδ. Μεταίχμιο) καταθέτει ένα σύγχρονο αστικό μυθιστόρημα, μια περιπλάνηση στους δρόμους της νεότητας, αναζητώντας τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στο σωστό και το λάθος.

Επιμέλεια Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ελένη Γιαννακάκη,
Ρέκβιεμ για μια Οκτάβια,
Μυθιστόρημα, Πατάκης
Στις μακρές νύχτες της αγρύπνιας της, η Οκτάβια, μια μέλλουσα μητέρα της διπλανής πόρτας, αναλογίζεται το παρελθόν, υπεκφεύγει το παρόν και επινοεί το μέλλον: Το πώς και το γιατί της ζωής της μέχρι τώρα, τα μικρά και τα φαινομενικά ασήμαντα, που με νομοτελειακή όμως ακρίβεια την έφτασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, αλλά και τα άκρως σημαντικά, ακόμη και τα τραγικά πρόσφατα συμβάντα, που με περισσή επιμέλεια προσπαθεί να ξεχάσει.
Ένα βιβλίο για τα ανθρώπινα, τα καθημερινά και τα αιώνια: Τη γονική αγάπη και τον θάνατο, τη δημιουργία και τον αποχωρισμό, την προσδοκία και τη ματαιότητα, τον έρωτα και την αθανασία.
«Πού να τα ξέρεις κι όλα πια; Μαθαίνεις μέχρι που πεθαίνεις. Μήπως κι είχε μπλέξει με μωρά ξανά; Μία φορά συμβαίνει αυτό. Κι ούτε θα μπορούσε να το δει σε άλλες, να το φανταστεί, αυτά τα πράγματα δεν τα βλέπεις, αφού όλες τα τραβάνε μόνες, στο σπίτι τους ή όπου αλλού, κι ούτε που βλέπεις πώς σταδιακά αλλάζουνε φορά οι σκέψεις στο κεφάλι τους και κάνουνε κύκλους περίεργους και κωλοτούμπες και μπουρμπουλήθρες, κι από αλητόβιες ζαμανφουτίστες γίνονται ξαφνικά οι πιο βολεμένες αραχτές, που νοιάζονται μόνο για τα παιδάκια τους και τίποτ’ άλλο. Όπως κι η ίδια τώρα πια. Κι εκεί που έλεγες πως δική μου είναι η ζωή και ό,τι θέλω την κάνω, αρχίζεις μετά ξαφνικά να την προσέχεις όσο δεν παίρνει, γιατί τη χρωστάς σε άλλους πια, σ’ αυτά τα πλάσματα που ανέλαβες να κουβαλήσεις και να βγάλεις στον αφρό».

Ευγενία Μπογιάνου,
Φανή,
Μυθιστόρημα, Μεταίχμιο
Η Φανή είναι είκοσι χρονών. Αγαπά τα θερινά σινεμά, τις μπίρες, τα ταξίδια στην εθνική οδό από τη θέση του συνοδηγού, τα ξεροψημένα κρουασάν, τα βερίκοκα, την άµµο στα δάχτυλα των ποδιών. Κινείται στους δρόμους µμιας Αθήνας καθημαγμένης από την κρίση. Περπατά ασταμάτητα µμέσα στην κίνηση των γεγονότων, µε το μυαλό της να δουλεύει επίσης ασταμάτητα. Ξέρει µε ποιους πηγαίνει και µε ποιους όχι. Ή μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς;
«Η Φανή, το 2012 που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, είναι είκοσι χρονών. Είναι η γενιά του Αλέξη Γρηγορόπουλου, μια γενιά που ήθελε δεν ήθελε, λόγω της οξύτητας της κατάστασης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πήρε θέση για τα γεγονότα. Εκείνη δεν αμφιβάλλει ούτε στιγμή για τις πεποιθήσεις της, όταν όμως ερωτεύεται ένα σκοτεινό πρόσωπο μπαίνει στη δίνη των διλημμάτων: Από τι καθορίζεται η επιθυμία και πόσο μπορούμε να την ορίσουμε; Προδίδει κανείς αυτόν που αγαπάει; Όταν έρχεται η στιγμή της επιλογής τι κυριαρχεί; Το σώμα; Η ιδεολογία; Μήπως όλα αυτά είναι κατασκευάσματα μιας κοινωνίας που μοιράζει ρόλους για να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα; Γύρω της μια πλειάδα από πρόσωπα που έχουν τη δική τους ματιά για τα γεγονότα, τη δική τους ματιά για κείνη. Η Φανή έχει πείσμα, έχει ορμή, έχει ζήσει μαζί με τον μεταφραστή μπαμπά της μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, αγαπά τα ποιήματα, αγαπά τα σινεμά, τα κρουασάν, τις βόλτες με τη μηχανή και είναι είκοσι χρονών. Όλα δείχνουν πως θα τη βρει την άκρη. Μου άρεσε πολύ η ιδέα να είναι η ηρωίδα μου τόσο νεαρή, λέει η Ευγενία Μπογιάννου, κάτι που δεν το συναντάμε συχνά στη λογοτεχνία και που σίγουρα από μόνο του είναι μια πρόκληση.
Αλλά υπάρχουν κι άλλα ερωτήματα που διασχίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Ερωτήματα για την παραδοσιακή οικογένεια και για το πόσο αυτή είναι προϋπόθεση και πανάκεια για την πορεία στη ζωή. Μήπως μόνο η αγάπη αρκεί; Ή μήπως τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα; Εντέλει η λογοτεχνία μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά; Μπορεί να δώσει απαντήσεις γενικώς;
Θέλησα με αφετηρία τις ελλείψεις, τις αναζητήσεις και την οργή της Φανής να «απλωθώ» από το προσωπικό στο συλλογικό. Στο πώς διασταυρώνονται. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο το κατάφερα. Η Φανή συνεχίζει να κινείται στους δρόμους της πόλης και μετά το πέρας του βιβλίου. Ίσως όχι πιο σίγουρη από πριν, αλλά ελπίζω λίγο πιο δυνατή».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το