Τοπικά

Νέα καθυστέρηση με την Πράξη Εφαρμογής της Αγίας Παρασκευής

Νέα καθυστέρηση σημειώνεται με την Πράξη Εφαρμογής της Αγίας Παρασκευής, με τον Δήμο Βόλου να ζητά τροποποίηση του Προεδρικού Διατάγματος, έγκρισης της Πολεοδομικής Μελέτης.
Σήμερα, προκειμένου η υπηρεσία πολεοδομικού σχεδιασμού να προχωρήσει στην ανασύνταξη του Γ’ Κεφαλαίου της μελέτης, προτείνει την εξής τροποποίηση στο Προεδρικό Διάταγμα: «…Στην περίπτωση της εντός οικισμού προ του 1923 περιοχής αναμόρφωσης, υπολογίζεται το σύνολο εμβαδού των υφιστάμενων κοινόχρηστων χώρων, το οποίο και αφαιρείται από τη συνολική όλων των ιδιοκτησιών. Η επιπλέον διαφορά επιμερίζεται σύμμετρα προς την κατά πιο πάνω λογιζόμενη εισφορά σε γη κάθε ιδιοκτησίας και τα εμβαδά του επιμερισμού αυτού οφείλονται ως εισφορά της αντίστοιχης ιδιοκτησίας. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν οφείλεται εισφορά σε χρήμα…».

Σύμφωνα με την υπηρεσία πολεοδομικού σχεδιασμού, με την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου θα υπήρχε μια πιο λειτουργική πράξη χωρίς εμπλοκή υποχρεώσεων μεταξύ όμορων ιδιοκτησιών, η οποία στις περισσότερες φορές λειτουργεί ως τροχοπέδη και έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία εφαρμογής του σχεδίου πόλης.
Σημειώνεται ότι για τις νεοεντασσόμενες περιοχές, εκτός των ορίων του οικισμού προ του 1923, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1337/83 (εισφορά σε γη και χρήμα).

Ο οικισμός της Αγίας Παρασκευής ως προϋφιστάμενος του 1923 εντάχθηκε στους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου με το από 11.6.1980 Π.Δ. (Δ’/374). Η Πολεοδομική Ενότητα του παραδοσιακού και υφιστάμενου προ του έτους 1923 οικισμού της Αγίας Παρασκευής του Δήμου Βόλου, εντάχθηκε σε πολεοδόμηση με διαφορετικές πολεοδομικές διατάξεις και λόγω του χαρακτήρα του οικισμού διαχωρίστηκε σε πυκνοδομημένο και αραιοδομημένο τμήμα. Το πυκνοδομημένο τμήμα του οικισμού, καθορίστηκε με την 3551/781/98 απόφαση του υπουργού ΥΠΕΧΩΔΕ και εντάχθηκε προς πολεοδόμηση και καθορίστηκαν οι προβλεπόμενες ανάγκες του οικισμού σε κοινόχρηστους – κοινωφελείς χώρους, με τον επιμερισμό των αποζημιώσεων από τους παρόδιους εμπλεκόμενους ιδιοκτήτες. Ενώ για το υπόλοιπο αραιοδομημένο τμήμα του οικισμού είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1337/83 (ΦΕΚ Α’/33), δηλαδή με εισφορές σε γη και χρήμα.

Ο καθορισμός του πυκνοδομημένου τμήματος του οικισμού βασίστηκε σε φωτογραμμετρικά διαγράμματα, φωτοληψίας κατά τα έτη 1982-1983, ενημερωμένα με τα τότε στοιχεία και εγκρίθηκε πολλά χρόνια αργότερα, κατά το έτος 1998. Στο ενδιάμεσο διάστημα των δεκαπέντε ετών, χορηγήθηκαν οικοδομικές άδειες και ανεγέρθηκαν νέες οικοδομές, καθώς επίσης και πραγματοποιήθηκαν μεταβιβάσεις ιδιοκτησιών, γεγονότα που μετέβαλαν άρδην το κτηματολογικό υπόβαθρο, χωρίς όμως την αντίστοιχη ενημέρωση των διαγραμμάτων. Λόγω της μη επικαιροποίησης των διαγραμμάτων, η γραμμή του ορίου διαχωρισμού (πυκνοδομημένα – αραιοδομημένα), όπως εγκρίθηκε το έτος 1998, φέρεται να τέμνει ορισμένες ιδιοκτησίες, κατά τμήμα εντός του πυκνοδομημένου ιστού και κατά τμήμα εντός του αραιοδομημένου, τέμνοντας ακόμη και νομίμως υφιστάμενες οικοδομές.
Επίσης ο διαχωρισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή διαφορετικών πολεοδομικών διατάξεων. Πιο συγκεκριμένα αυτής της μορφής οι ιδιοκτησίες οφείλουν και εισφορά σε γη και χρήμα αλλά και εμπλέκονται με τους όμορους ιδιοκτήτες σε αναλογισμό υποχρεώσεων (ρυμοτόμηση, προσκύρωση κ.ά.), και ως εκ τούτου τη δημιουργία σύγχυσης των πολιτών για τις αναλογούσες υποχρεώσεις τους.
Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού, δίνει τη δυνατότητα της υπαγωγής της Πολεοδομικής Μελέτης σε Νόμο που σύμφωνα με τους κατοίκους δεν οφείλεται εισφορά σε χρήμα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το