Άρθρα

Να τη δείτε την Ευτυχία

Του Παντελή Προμπονά 

Μια βεγγέρα αφιερωμένη στη ζωή και το έργο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και η παραλαβή ενός βραβείου για το έργο της, στο πρώτο τραπέζι του κέντρου που φιλοξενεί την εκδήλωση ο Καλδάρας, ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης και ο Χατζηδάκης και μεταξύ λόγων και μουσικών οι επάλληλες χρονικότητες των αποχαιρετισμών που συνάντησε στη ζωή της η αντικομφορμιστική στιχουργός, ποιήτρια και θεατρίνα: αυτός είναι ο σκελετός της βιογραφικής ταινίας του Άγγελου Φραντζή που έχει “σπάσει” ταμεία.

Από τη σκοπιά της εμπορικότητας είναι σαφές πως -πλην κωμωδιών- η συνάντηση με ποικίλες εκδοχές της εθνικής νοσταλγίας γεμίζει τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η Πολίτικη Κουζίνα του Μπουλμέτη, οι Νύφες του Βούλγαρη, ο Ελ Γκρέκο του Σμαραγδή και τώρα η Ευτυχία φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις των δημοφιλέστερων ταινιών όλων των εποχών. Το στοιχείο αυτό δε το θεωρώ εκ των προτέρων θετικό ούτε το δαιμονοποιώ. Αντίθετα πιστεύω πως αποτελεί μια ειδολογική συντεταγμένη στην οποία αξίζει να στέκεται κανείς.

Αναγνώρισα στη σκηνογραφία την αυλή του Καραβίτη στο Παγκράτι, το Λιμάνι, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Παλλάς και το Ολύμπια. Μου άρεσε ότι η προσπάθεια ανασύνθεσης σχεδόν πέντε δεκαετιών ζωής της Αθήνας δεν ήταν επιτηδευμένη, δε χρειάστηκε συμβολισμούς ή μνημειακές συντεταγμένες. Νομίζω αποτελεί δυνατό στοιχείο της παραγωγής. Ομοίως και τα κοστούμια και η φωτογραφία της. Τα διασκευασμένα τραγούδια ειδικά για τη ταινία και τα παραλλαγμένα μουσικά θέματα προσδίδουν οικειότητα και φρεσκάδα μαζί όχι όμως και η αναπαράσταση τους σαν κακοκινηματογραφημένο playback.

Αξίζει σεβασμός απόλυτος στη δουλειά της σεναριογράφου Κατερίνας Μπέη. Προέρχομαι από μια οικογένεια που πολλές γενιές της είχαν κρεμασμένο το -ογλου στο επώνυμο τους και ξετρελάθηκα με την χρήση αυτής της μικρασιάτικης ιδιολέκτου αλλά και με όλα τα άλλα ιδιώματα που κλήθηκε να καταγράψει: τα καλιαρντά, τη γλώσσα των καρέ, τους μουσικούς όρους, την αργκό της εποχής και τα απέδωσε εξαιρετικά.

Μου άρεσαν πάρα πολύ η νεαρή Ευτυχία Κάτια Γκουλιώνη, ο Θάνος Τοκάκης ως Λουκάς και ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης ως Γιώργος Παπαγιαννόπουλος. Ειδικά η Γκουλιώνη δίνει μια εξαιρετική φόρμα στον χαρακτήρα και ωραίο τέμπο. Η εξέλιξη της ιστορίας με τις επαναλαμβανόμενες δραματικές κορυφώσεις, το κλίμα εποχής και οι σκόρπιοι συμβολισμοί επιφυλάσσουν πιο ώριμη φάση της Ευτυχίας αλλά και τους δεύτερους ρόλους μια πιο αναμενόμενη γραφή με εξαίρεση τον λυγμό στον χαμό του Γιώργη.

Τα συμβολικά κάδρα με το στατικό υπόβαθρο και την εστίαση στον/στην ηθοποιό ειδικά στην αρχή της ταινίες μου φάνηκαν επιτηδευμένα και αχρείαστα σε μια ταινία που κατά τα άλλα έχει έντονη κίνηση και travelling πλάνα.

Επιστρέφω στη θεματογραφία: η ταινία δεν έχει ιστορική ακρίβεια είναι όμως ιστορικότροπη, επιλέγει μια εύκολη τραυματική έναρξη (κυνηγητό από τσέτες στη Σμύρνη- επιβίβαση σε πλοίο- Πειραιάς) αντί της αληθινής πορείας της Ευτυχίας όπως επιλέγει και την αστική αποκατάσταση της σε ένα εύπορο περιβάλλον που επίσης ωραιοποιεί τα πρώτα χρόνια της στο Χαλάνδρι. Η δεκαετία του 1940 σχεδόν αποσιωπάται ενώ και οι μεταπολεμικές δεκαετίες παρουσιάζονται σχεδόν αποστειρωμένες από τα πολιτικά πάθη πέρα από τις μετρημένες -και κωμικές αναφορές- για τους μπάτσους (με αφορμή τον Γιώργη) και την βιαστική μετανάστευση του “κομμουνιστή” Φραγκίσκου Μανέλλη μαζί με την κόρη της που εν τέλει παρουσιάζεται περισσότερο ως κοσμοπολίτικη.

Δεν απαιτώ τον ρητό πολιτικό χρωματισμό ή την άγαρμπη πλαισίωση της από “εθνικά” δράματα ή κάποιου είδους τεκμήρια. Η Ευτυχία στη καθημερινή της ζωή συναναστρέφεται τις ελίτ αλλά και το περιθώριο, ταξιδεύει στην ελληνική ύπαιθρο με τα μπουλούκια, ενσαρκώνει μια μικρασιάτισσα σε μια Ελλάδα που καθόλου ευπρόσδεκτη δεν ήταν και εκεί υπάρχει η απαίτηση της εμβάθυνσης στην κατανόηση και την αναπαράσταση του πολιτισμού τους. Εκεί εντοπίζω ένα σκηνοθετικό και σεναριακό περιθώριο που δε καταλήφθηκε δυστυχώς. Το νοσταλγικό κλίμα δεν αξιώνει απαραίτητα την ωραιοποίηση και τη πειθαρχία στη καθιερωμένη αφήγηση της εθνικής ιστορίας. Η πλαισίωση του βίου της με μια πιο ρεαλιστική διάθεση της καθημερινής ζωής των μεταπολεμικών δεκαετιών πιστεύω θα φώτιζε και διαφορετικά τις επιλογές της ίδιας της ηρωίδας, τις συγκρούσεις με τους κατεστημένους αξιακούς κώδικες της εποχής της αλλά και τη χειραφετιτική δυναμική που είχαν οι ξεχωριστές επιλογές της.

Η ταινία μιλά για το τραύμα, τα πάθη, τον έρωτα, την απώλεια, την γυναίκα, το περιθώριο, τις ελίτ, τη φιλία, το πένθος, τη διασκέδαση και τη ψυχαγωγία. Κι αν προκαλεί τις παραπάνω σκέψεις αρκεί για να αξίζει να τη δει κανείς. Έτσι κι αλλιώς πριν τη καλοσκεφτώ είχε ήδη συγκινηθεί το μέσα μου.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το