Θ Plus

Μονόπρακτο για ένα κελί – Ένας διάλογος με πρόσωπα χωρίς λόγο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Τα πρόσωπα – βουβά, ο χώρος – μισό υπαρκτός, μισό – φανταστικός, η ατμόσφαιρα – αφαιρετική…

Ο Ένας περνάει έξω από τα κελιά και κοντοστέκεται πριν διασχίσει το άγνωστο για τη μεγάλη αίθουσα των συνηγόρων. Ο Άλλος έρχεται απ’ το κελί, διασχίζει μια σωρεία διαδρόμων για να φτάσει στην αίθουσα ακροάσεων. Ο Ένας έχει μια εμμονή με τα κελιά που θέλει να γνωρίσει, τα κελιά των Φυλακών κι όχι βέβαια των μοναστηριών. Ο Άλλος, τη μόνη εμμονή που έχει είναι πώς θα ξεχάσει το κελί του…
Περνώντας λοιπόν κάθε φορά απέξω από τα κελιά ο Ένας φουντώνει από περιέργεια να μπει μέσα για ν’ αδράξει με το βλέμμα τους άδειους τοίχους, τις γωνιές, τα σιδερόφρακτα παράθυρα, τις σκιές, τους ήχους και κάθε βόγκο που κρύβεται κάτω ή πίσω από τις ιδιόμορφες κουκέτες των κρατουμένων. Δεν μπαίνει όμως μέσα γιατί δεν του επιτρέπεται. Τραβάει σοβαροφανής και τάχαμου αδιάφορος για τη μακρόστενη αίθουσα των συνηγόρων. Του άλλου, αντίθετα, δεν του επιτρέπεται να βγει και θέλει οσονούπω να ξεχάσει τα ντουβάρια του κελιού του.

Πάμε πίσω. Ο Ένας αφού διασχίσει διαδρόμους και παρακάμψει στροφές επί στροφών θα καταλήξει στο αινιγματικό σύνορο τριών τερματικών τοίχων. Κάπου εδώ είναι η αίθουσα συνηγόρων και ακροάσεων. Μακριά από τα κελιά και τη γραμματεία, μακριά από τις φωνές και τους θορύβους, μακριά από κει που χτυπάει το ταμπούρλο της ζωής, αλλά κοντά, πολύ κοντά στο χωνευτήρι κάθε αγωνίας και ελπίδας.
Κάπου λοιπόν εκεί στο τέρμα όλων των προορισμών, δίπλα στους ανώνυμους και αφανείς διαδρόμους, στις λότζες, τα στενάδια και τους λαβύρινθους μιας εν δυνάμει φριχτής ανωνυμίας της ερημιάς, βρίσκονται σε παράταξη καμιά δεκαριά στενά κελάκια όμοια με θαλαμίσκους αναβατήρων, γυροκλεισμένους από τζάμια και τοίχους με μια καρέκλα αναμονής και μια πατούρα για σημειώσεις. Μοιάζουν κελιά, αλλά δεν είναι. Είναι μινιατούρες κελιών, για τη συνομιλία συνηγόρων και κρατουμένων. Στον τοίχο κρέμεται κι από ένα ακουστικό τηλεφώνου.
Αυτές οι μικρές στενόχωρες κι αλλεπάλληλες κουκέτες είναι κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη. Απάνω κρέμεται μια σιδερόφραχτη οροφή και μπροστά – ολομπροστά διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ένα θωρακισμένο τζάμι. Οι κουκέτες παρατεταγμένες σε μια απρόσωπη και άδεια σειρά. Είναι χωρισμένες με υαλόφρακτο λεπτό τειχίο κι έχουν μια άδεια και άβολη καρέκλα από δω και μια από κει. Και στη μέση το τζάμι. Από δω κι από κει του τζαμιού δυο άδειες φωνές, δίχως φωνή και δίχως καμία ακουστική διαρροή να τις διασπά μέσα από το τζάμι.
Από δω κι από κει του τζαμιού δυο άδειες καρέκλες, από δω μια άδεια κουρασμένη ψυχή κι από κει μια άδεια, αλλά κορεσμένη ψυχή, που απέχουν μεταξύ τους αιώνες, αγωνίας, αναμονής και ελπίδας. Απέχουν όχι τόσο οπτικά και σωματικά, όσο ψυχικά κι επικοινωνιακά.
Απέχουν, αλλά και κατέχουν από μια διαφορετική δόση μυστηρίου και εμφανούς για τον Έναν και επιδερμικής για τον Άλλον αγωνίας. Η μια καρέκλα από δω είναι για τον Έναν κι η άλλη από κει για τον Άλλο. Ο Άλλος (το βουβό πρόσωπο του δράματος) είναι ο ένας κόσμος. Ο Ένας (το λαλίστατο πρόσωπο) είναι ο άλλος κόσμος. Αυτός ο Άλλος είναι πάντα πίσω απ’ το τζάμι. Κι ο Ένας μπρος απ’ αυτό. Σπεύδει με τ’ ακουστικό ο Καθένας στο χέρι να αφουγκραστεί τον Άλλον.

Η αίθουσα ακροάσεων φυλακών Κορυδαλλού

*
Ανάμεσά τους ξεδιπλώνει την αόρατη παρουσία του το μπουντρούμι του κελιού. Ένα πράγμα δίχως όνομα, δίχως ταυτότητα. Όπως όλα τα πράγματα εδώ μέσα είναι τα ίδια κι απαράλλαχτα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αλλάζουν. Μονάχα στον ύπνο παίρνουν άλλη τροπή, καθώς τεντώνονται οι σκιές, στριμώχνονται τα σώματα, και τρίζουν οι βαριές ώρες του απόδειπνου μέσα σε σκοτεινά και λήθαργα όνειρα, ενώ οι άλλες, οι εωθινές, λυγίζουν απ’ το ελάχιστο φως μιας θλιβερής χαραμάδας, αν και όταν ξεπορτίζει απ’ το φεγγίτη.
Τα πράγματα εδώ μέσα στο κελί μετριούνται με το γράδο μιας ελπίδας που ανεβοκατεβαίνει χτίζοντας τη φριχτή ανωνυμία του τίποτα. Οι τοίχοι, το πάτωμα, η λεκάνη, ο φεγγίτης, η κλειδαριά, η θλιβερή ανωνυμία του ζωγρημένου ανθρώπου. Πράγματα ωστόσο φτιαγμένα με υλικά, αγορασμένα σε δημοπρασία υπέρ του δημοσίου, από μειοδότη – απατεώνα κατασκευαστή. Μια απάτη που κάνει πίσω μονάχα όταν πρόκειται να κατασκευαστεί η διπλή σφραγίδα της θωρακισμένης ασφάλειας που θα καταγράψει κάθε τετραγωνικό. Για το υλικό των τοίχων μιλάει ο Ένας, για το γκρέμισμα των τοίχων ο Άλλος, μα κι οι δυο για τους τοίχους του κελιού που είναι με ασφαλιστικές δικλίδες, αριθμημένες σε τετραγωνικά. Ένα κελί τόσα τετραγωνικά. Ένα ντουβάρι τόσο επί τόσο, θλιβερή προσθήκη του μέτρου επί την ανωνυμία του τοίχου. Τα ντουβάρια, οι σιδεριές, τα κάγκελα, οι φεγγίτες. Το πάτωμα, κι η οροφή. Και ξανά το πάτωμα δίχως πια την οροφή. Τα ονόματα, οι λέξεις κι οι σημασίες του κελιού που επέζησαν τόσων κρατούμενων και θα επιζήσουν άλλων τόσων, ως φαίνεται, που θα έχουν την τύχη να δοκιμάσουν την ανωνυμία των τοίχων. Και την επωνυμία των τετραγωνικών.
Αλλά είπαμε, ο Ένας είναι μπρος από το τζάμι. Κι ο Άλλος από πίσω. Κι ακόμα μιλάνε γι’ αυτό. Μιλάνε με το τζάμι για το κελί. Με το διάφανο γυαλί μιλάνε που τους κρατάει σε απόσταση. Το γυαλί που δεν αφήνει τίποτα να περάσει. Μήτε η χαραμάδα της ελπίδας.
Για τον κρατούμενο το τζάμι και το γυαλί ισοδυναμούν με μια δύναμη, έστω και οπτικής, φυγής προς τα έξω. Ενώ το κελί εκφράζει την αδυναμία της αδέσμευτης ζωής. Μοίρα η μια μοίρα και η άλλη. Οι δυο μοίρες δε συναντιούνται πουθενά. Αλλά συνεννοούνται.
Όμως ο Ένας που μιλάει για το κελί δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτό. Και μονολογεί…

«Ξέρεις τι είναι να μιλάς γι’ αυτά τα πράγματα και να μην έχεις ιδέα; Δίχως να ξέρεις για τι πράγμα μιλάς. Το κελί και η ψυχή του. Το κελί δίχως ψυχή. Κι η ψυχή κλεισμένη στο κελί. Το κελί και η ψυχή. Το κελί με το τι και το πώς. Κι η ψυχή με ούτε τι κι ούτε πως. Φριχτή ανωνυμία ρηγμάτων. Οι σοβάδες τα γκρίφια, οι σκουριές. Ρήγματα όλα του κελιού. Ντουβάρια – ρήγματα, τοίχοι – ρήγματα, γωνίες – ρήγματα, υγρασία και μοναξιές, δίχως ρήγματα και αλλαξιές του κελιού από τον ασβέστη ώς τη μούχλα, ανεξιχνίαστα ρήγματα κι αυτά. Όμως οι τοίχοι του κελιού δεν είν’ από ασβέστη και κονίαμα. Δεν είναι από τσιμέντο και λάσπη. Είναι κελί με πρόσωπο σιδερωμένο. Από κάγκελα και κλειδαριές. Μεντεσέδες που τρίζουν, ρεζέδες αλάδωτοι, στροφείς δίχως πετούγια. Αλλά είναι και ντουβάρια με κάτι παραπάνω. Ντουβάρια πασαλειμμένα ταπετσαρίες, ταπετσαρίες από σάλια, βλέννες και τοξικά της βαριάς βιομηχανίας των αποβλήτων. Απόβλητα που εκτοξεύουν συνθήματα αινιγματικά. Συνθήματα αγκυροβολημένα στους τοίχους.
Κι όμως τα δυο πρόσωπα κατάντησαν βουβοί πρωταγωνιστές μιας τιτανομαχίας απολεσμένων συνειδήσεων που μάχονται για την πύρρεια νίκη τους.

Ο Ένας βλέπει τον κρατούμενο, μα ο Άλλος δεν τον βλέπει. Ούτε τον αφουγκράζεται. Ακούνε μονάχα ο ένας τον άλλο, αλλά από διαφορετικά βάθη. Ο Άλλος ακούει, από εστιακό βάθος Χ μια φωνή ακατανόητη, άγνωστη και ξένη. Ο Ένας από την άλλη πλευρά του τζαμιού, ακούει από ένα εστιακό ύψος Ψ μια μακρινή κι ανεπαίσθητη κραυγή που βγαίνει από χείλια, στόμα και έντερα, ομιχλώδης, ανίατη και σπασμωδική, μια φωνή που κυλιέται στο πάτωμα κι ύστερα υψώνεται μέχρι τον φωταγωγό, μια κραυγή πνιχτή δίχως ένταση, πάθος ή χρώμα. Αν είχε χρώμα η φωνή θα πρόδινε χιλιάδες μυστικά. Μυστικά των τοίχων του κελιού, μυστικά του τζαμιού. Μυστικά των τοίχων που μουχλιάζουν, μυστικά των τζαμιών που όλο και θολώνουν.
Αλλά είπαμε. Η φωνή δεν ακούγεται γιατί δεν έχει χροιά. Κι αν δεν έχει χροιά η φωνή δεν έχει ούτε ψυχή. Επομένως μιλάνε δυο αντωνυμίες. Ο Ένας και ο Άλλος. Αντωνυμίες κρεμασμένες στο τζάμι. Αυτός ως άλλος εκείνος κι ο άλλος ως άλλος αυτός. Ο Ένας είναι για τον κρατούμενο το ωφέλιμο φορτίο της ελπίδας, κι ο Άλλος είναι το καθαρό απόβαρο της ζημιάς.
Ο κρατούμενος κι η ελπίδα του. Ο κρατούμενος δίχως ελπίδα, με ζωή, δίχως ζωή. Που μόλις έχει έρθει απ’ το κελί του. Κρεμασμένος από την ελπίδα, μόλις βαστημένος από την αγωνία και διχασμένος απ’ τη μετέωρη τούτη συνάντηση. Με μια φωνή που δε βγαίνει. Μια φωνή που την έχει συντρίψει το διπλό θωρακισμένο τζάμι.
Μια φωνή που ανήκει στο κελί της. Που κι αυτό, όπως κι η φωνή, είναι ανώνυμο. Έχει αριθμό, δεν έχει επώνυμο. Το κελί. Με τη σιδερένια φωνή. Που ακούγεται μονάχα μέσα στη θαλαμωτή του περιφέρεια. Καθόλου παραέξω. Για νάρθει ώς εδώ το κελί έχει διανύσει μια τεράστια απόσταση. Από το τίποτα που είναι το κελί έως το άλλο τίποτα που είναι το γυαλί. Το τζάμι δηλαδή.

Συνθήματα παντού υπόκωφα, αγκυροβολημένα στους τοίχους. Και λόγια μισοειπωμένα ή ανείπωτα. Λόγια που πέρασαν ως ράκη διουρητικά. Ράκη που τρύπησαν τα κάγκελα και βγήκαν. Στον αέρα ουρλιάζοντας.
Α-θ-ώ-ο-ς του αίματος τούτου. Αθώος της φ-υ-λ-α-κ-ή-ς αυτής…
Αθώος, από κάθε γυαλί και τζάμι που χωρίζει τον κρατούμενο από τον συνήγορο. Αθώος της συνομιλίας που κάνει μαζί του. Αθώος όλων των διατάξεων και των παραγράφων που ακούει από τα χείλη του συνήγορου. Αθώος της περίεργης γλώσσας που ακούει καθώς κουβαλάει κάμποσα κιλά επεξεργασμένη ελπίδα που ειν’ ανάλαφρη και δε ζυγίζει τίποτα.
Ή μάλλον ζυγίζει κάτι παραπάνω από τον κλειστό αέρα του κελιού και την έλλειψή του, που οφείλεται στο τζάμι και τη μεσολάβησή του…

Φυλακές Λάρισας, Τρικάλων, Δομοκού και Μαλανδρίνου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το