Άρθρα

Μονή της Χώρας Κωνσταντινουπόλεως: Μνημείο εκπάγλου ορθοδόξου ζωγραφικής Τέχνης

Του Γιάννη Δ.Πατρίκου

Μετά την ανόσια πράξη στην οποία προέβη την Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020 ο μουσουλμάνος ηγέτης της ανατολικά γείτονος χώρας και μετέτρεψε σε τζαμί βεβηλώνοντας τον Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, δηλαδή του Ι. Χριστού, της «Μεγάλης Εκκλησίας» του Γένους μας, ενώ από το 1934 με διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ λειτουργούσε ως μουσείο και, αφού παραβίασε άμεσα την από το 1985 απόφαση της Unesco, η οποία όρισε την Αγία Σοφία ως «Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς», προχώρησε στις 21 Αυγούστου 2020 και σε δεύτερη προκλητική ενέργεια, μετατρέποντας σε τζαμί την περίφημο Μονή της Χώρας Κωνσταντινουπόλεως, που και αυτή λειτουργούσε από το 1958 ως μουσείο.
Παρενθετικά αναφέρω ότι ο Ναός της του Θεού Σοφίας κτίσθηκε το 537 από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (527-565) και λειτουργούσε επί 916 έτη ως χριστιανικός ναός, από τα οποία τα 57 ως ρωμαιοκαθολικός κατά την περίοδο 1204-1261 της φραγκοκρατίας. Από το 1453 (άλωση της Πόλης – τουρκοκρατία) μέχρι το 1934 χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί επί 481 έτη. Χαρακτηριστική είναι η σχετική δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου: «Η Αγία Σοφία ανήκει στην ανθρωπότητα και ως μουσείο αποτελεί τόπο και σύμβολο συναντήσεως, αλληλεγγύης και αλληλοκατανοήσεως Χριστιανισμού και Ισλάμ.

Η Μονή της Χώρας του Σωτήρος Χριστού ευρίσκεται στη σημερινή συνοικία Εντιρνέ Καπού, νότια του Κερατίου κόλπου πλησίον των Θεοδοσιανών τειχών της Πόλης. Γνωρίζομε, ωστόσο, ότι τον 4ο αι. υπήρχε μία μονή με αυτήν την ονομασία στην εν λόγω περιοχή που, επειδή ήταν εκτός των χερσαίων τειχών χαρακτηριζόταν ως «Χωρίον» ή «Χώρα» εξού, κατά μία εκδοχή, ο χαρακτηρισμός του ονόματος της Μονής. Αργότερα επί Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408-450) χτίσθηκαν νέα τείχη και η Μονή βρέθηκε εντός αυτών, αλλά διατήρησε την προσωνυμία «Μονή της Χώρας». Με τον μεγάλο σεισμό του 558 υπέστη πολλές ζημιές που επιδιόρθωσε ο Ιουστινιανός Α’. Πολλές ζημιές προξένησαν οι εικονοκλάστες κατά την εικονομαχία (726-843) και κατά τον 9ο και 10ο αι. είχε καταστεί σχεδόν ερείπιο. Αλλά η Μαρία Δούκαινα, πενθερά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081-1118) ανέγειρε το σημερινό οικοδόμημα, το οποίο είναι ναός με ευρύ στο κέντρο τρούλλο ερειδόμενο σε 4 πεσσούς.
Η ακμή της Μονής ανάγεται στα χρόνια του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328) λογίου, φίλου των Γραμμάτων, φιλομονάχου αλλ’ ανεπαρκούς στη διοίκηση, όταν ο Θεόδωρος Μετοχίτης, μέγας Λογοθέτης του Γενικού, δηλαδή αρχιγραμματεύς της αυτοκρατορίας με δημοσιονομικά καθήκοντα και με κύριο μέλημά του τα οικονομικά του κράτους, άνθρωπος με ευρύτατη παιδεία, λόγιος συγγραφέας διακρινόμενος στο κέντρο των ανθρωπιστικών σπουδών της εποχής του, ανέλαβε τη γενική ανακαίνιση και διακόσμηση του ναού της Μονής. Συνάμα κληροδότησε σ’ αυτήν αξιόλογη περιουσία, κτίζοντας, παράλληλα, νοσοκομείο και δωρίζοντάς της την αξιόλογη συλλογή βιβλίων του με επακόλουθο την προσέλευση σ’ αυτήν αργότερα σημαντικών λογίων.

Το όλο κτήριο της Μονής είναι κάπως ακανόνιστο. Ανατολικά καταλήγει σε μία κεντρική αψίδα και δύο μικρότερες στα πλάγια. Αμφότερες διαμορφώνονται σε δύο παρεκκλήσια. Ο εσωνάρθηκας, η Λιτή, εκτείνεται σ’ όλο το εύρος του ναού, ενώ ο εξωνάρθηκας συνεχίζεται και πέραν της νότιας πλευράς, όπου ενώνεται με το παρεκκλήσιο της Αναστάσεως, το οποίο προσέθεσε ο Θεόδωρος Μετοχίτης και κόσμησε με υπέροχες νωπογραφίες (fresco). Αυτό είναι προσκολλημένο κατά μήκος της νότιας πλευράς, καταλήγοντας ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα καλυπτόμενη από την εξαίσια νωπογραφική παράσταση της Αναστάσεως για την οποία θα γίνει πιο κάτω λόγος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το βόρειο κλίτος του κυρίως ναού, ο εξωνάρθηκας και ο στενόμακρος διάδρομος του παρεκκλησίου δημιουργούν ένα είδος ασύμμετρου προστώου. Βόρεια και νότια υψώνονται αντίστοιχα λυγεροί τρούλλοι και άλλοι δύο στον εσωνάρθηκα που όλοι περιβάλλουν τον μεγάλο κεντρικό του κυρίως ναού τρούλλο.
Οι δύο νάρθηκες κοσμούνται από πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα τοιχογραφιών, ενώ στον κυρίως ναό πάνω από τις υπέροχες ορθομαρμαρώσεις υπάρχει στη νότια πλευρά η ψηφιδογραφία της Παναγίας «Χώρας του Αχωρήτου», διότι αυτή είναι: «Η τον αχώρητον Θεόν εν γαστρί χωρήσασα, και χαράν τω κόσμω κυήσασα» (από τον ειρμό Θ’ ωδής του Κανόνους Όρθρου Μ. Τρίτης), ενώ στη βόρεια παραστάδα ιστορείται η ψηφιδογραφία του Ι. Χριστού. Στο υπέρυθρο, δε, της εισόδου από τον εξωνάρθηκα στον εσωνάρθηκα διακρίνομε σε υπέροχη ψηφιδογραφία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η Παρθένος είναι ανακεκλιμένη στη νεκρική κλίνη και περιτριγυρισμένη από τους αγ. Αποστόλους. Στο κέντρο ο Ιησούς, περιβαλλόμενος από τη διάφανη αύρα του θείου Ακτίστου Φωτός, έχει έλθει, για να συνοδεύσει την άσπιλο ψυχή της Μητέρας Του στους Ουρανούς κρατώντας στην αγκάλη Του την ψυχή της, όμοια με σπαργανωμένο νεογέννητο, που αναγεννάται στον Παράδεισο.

Στο τοξωτό υπέρθυρο της Πύλης που οδηγεί από τον εξωνάρθηκα στον εσωνάρθηκα εμφανίζεται ο Ι. Χριστός Παντοκράτωρ με τίτλο της ψηφιδογραφίας «Η Χώρα των Ζώντων» με τη βαθειά θεολογική και φιλοσοφική έννοια που έδωσε ο Θεόδωρος Μετοχίτης και η διανόηση της εποχής του στον όρο, ότι ο Χριστός είναι ο χώρος υποδοχής των ζωντανών και εικονίζεται να κρατεί με το αριστερό χέρι το Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί τους πιστούς εισερχομένους στον Ναό Του προτείνοντάς τους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). Από αυτές τις δύο ψηφιδογραφίες: της Θεοτόκου «Χώρας του Αχωρήτου» και του Χριστού «Χώρας των Ζώντων», αιτιολογείται η ορθή ονομασία της Μονής ως «Μονή της Χώρας». Συνάμα πάνω από την Πύλη μεταξύ του νάρθηκα και εξωνάρθηκα διακρίνουμε την ψηφιδωτή παράσταση εικονίζουσα τον Θεόδωρο Μετοχίτη, τον ευεργέτη της Μονής να αφιερώνει γονατιστός και ντυμένος κατά τον βυζαντινό τρόπο με χιτώνα κι έναν ιδιάζοντα κεφαλοδέτη στον ένθρονο Ι. Χριστό τη Μονή σε συμβολική μακέτα. Στον κεντρικό τρούλλο του ναού εικονίζεται σε ψηφιδωτό ο Παντοκράτωρ Ι. Χριστός ενδεδυμένος με βαθύχροο κυανούν χιτώνα και ευλογών με το δεξί χέρι τους πιστούς, ενώ με το αριστερό κρατεί το Ευαγγέλιο. Μορφές Δικαίων και Προφητών ακτινωτά καλύπτουν την ενάγυρο περιοχή του τρούλλου.
Στον, δε, τοίχο του εσωνάρθηκα δεξιά δίπλα στην ψηφιδωτή απεικόνιση του Απ. Παύλου, ατενίζομε μία τεράστια εντυπωσιακή ψηφιδωτή εικόνα «Δέησις»: Ολόσωμος ο Ι. Χριστός ευλογεί και δίπλα του η Θεοτόκος με απλωμένα ικετευτικά τα χέρια δέεται στον Υιό της για τη σωτηρία των ανθρώπων. Πλησίον της Παναγίας εικονίζεται ο Ισαάκιος Κομνηνός, αδελφός και συμβασιλεύς για ένα διάστημα με τον Ιωάννη Β’ Κομνηνό (1118-1143) και η μοναχή οσία Μελάνη η Ρωμαία (εορτάζει 31/12) με την πριγκίπισσα Μαρία Παλαιολογίνα, αδελφή του Ανδρονίκου Β’. Ο υπόλοιπος εσωνάρθηκας καλύπτεται με ψηφιδογραφίες της Παναγίας, ενώ στον εξωνάρθηκα κυριαρχούν ψηφιδωτά της ζωής του Ι. Χριστού.
Και τώρα αναφερόμαστε στο Παρεκκλήσιο της νότιας πλευράς του ναού που χρησίμευε ως ναΐσκος νεκρικός και ως τέτοιος ήταν αφιερωμένος στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και η διακόσμησή τους είναι πιο ταπεινή συγκρινόμενη με την του άλλου ναού. Έχει μήκος 16 μ. και πλάτος 5 μ. Αποτελείται από δύο χώρους καλυπτόμενους από νωπογραφίες (fresco). Ο ένας χώρος φέρει τρούλλο και συμβολίζει τον κόσμο των νεκρών. Μέσα σε σαρκοφάγους αναπαύονταν επιφανείς του Βυζαντίου προσωπικότητες. Στον Θόλο εικονίζεται η Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος που περιτριγυρίζουν φύλακες άγγελοι. Οι τοίχοι του παρεκκλησίου είναι άφθονα διακοσμημένοι με στρατιωτικούς Αγίους, δείγμα τρανό των παρακλήσεων των πιστών, ιδιαιτέρως προς το τέλος της αυτοκρατορίας να συντρέξουν στην ανάγκη τους. Στον μεγάλο θόλο παρουσιάζονται σκηνές της μελλούσης Κρίσεως, όπως περιγράφονται στο Ευαγγέλιο (Ματθ. 25, 31-46). Στο κέντρο εικονίζεται ο Ι. Χριστός ως Δίκαιος Κριτής ανάμεσα στην Παναγία και τον Άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο που ικετευτικά δέονται για την ανθρωπότητα.

Στην ημικυκλική αψίδα της Κόγχης του Ι. Βήματος ατενίζομε έκθαμβοι από το θείο κάλλος που αναδύεται από την τοιχογραφία «Εις Άδου Κάθοδος», τη συνταρακτικότερη και θαυμασιότερη ορθόδοξο απεικόνιση της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Ο Ι. Χριστός ντυμένος κατάλευκα, περιβεβλημένος με την αύρα του Ακτίστου Φωτός, όπως και κατά την Μεταμόρφωσή Του στο Όρος Θαβώρ, με μια δραματική κίνηση τραβά τους Πρωτοπλάστους Αδάμ και Εύα, κρατώντας τους γερά από τους καρπούς των χειρών τους, έξω από τους τάφους τους. Κάτω από τα πόδια του νικητή του Θανάτου Ιησού, κείτεται ο Άδης αλυσοδεμένος και οι θύρες του βασιλείου του είναι παραβιασμένες και κρημνισμένες καταγής και πάνω τους πατά ο Χριστός. Δεξιά της εικόνας παρίστανται οι Άγιοι Απόστολοι μαζί με τον Άβελ, τον πρώτο δολοφονηθέντα από άνθρωπο κινούμενο από σατανικό αδελφοκτόνο μίσος και αριστερά οι Δίκαιοι και οι Προφήται της Π. Διαθήκης με προεξάρχοντα τον Τίμιο Πρόδρομο.
Τόσο τα ψηφιδωτά του Ναού, όσο και οι νωπογραφίες του Παρεκκλησίου είναι εξαίρετης τέχνης, χαρακτηριζόμενα για τη ζωντάνια, κίνηση, πλούτο απαλών χρωμάτων, κάλλιστα τεκμήρια της πολυθρύλητης αναγεννήσεως των Παλαιολόγων, κατά την οποία αναβίωσαν τα κλασικά γράμματα και η καλλιτεχνική καταξίωση.
Μετά την Αγία Σοφία η Μονή της Χώρας είναι ο πολυτελέστερος Ναός που διασώθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Μονή μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος επί σουλτάνου Βαγιαζίτ Β’ (1481-1512). Από το 1958 λειτουργούσε ως μουσείο, αλλά με απόφαση του τουρκικού Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2019 και την έκδοση ΦΕΚ στις 21 Αυγούστου 2020 μετατράπηκε σε τέμενος. Ωστόσο με τέτοιες ενέργειες δεν επιτυγχάνεται η ισλαμοποίηση ενός ναού, διότι η αρχιτεκτονική του κτηρίου, η προς Ανατολάς χωροθέτησή του, ο εσωτερικός διάκοσμος αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της Ορθοδόξου Χριστιανικής ταυτότητος της Μονής της Χώρας Κωνσταντινουπόλεως, που καμία μικροπολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να αλλοιώσει.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το