Πολιτισμός

Μνήμη Δημήτρη Λέτσιου – Ένας εξαιρετικός φωτογράφος «έφυγε» πριν από δεκατρία χρόνια

Του Νίκου Τσούκα

Σαν σήμερα ακριβώς, πριν από δεκατρία χρόνια, στις 16 Ιανουαρίου 2008, έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 98 ετών μια μεγάλη μορφή του Πολιτισμού, ένας εξαιρετικός φωτογράφος, προπάντων όμως ένας άνθρωπος. Αναχώρησε για άλλες ψηλότερες κορφές, διαφορετικές από αυτές που τις περασμένες δεκαετίες ανηφόριζε και με τον φακό του αποτύπωνε, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το έργο του, στο οποίο αποτυπώνεται και ολόκληρο το μεγαλείο της ψυχής του.
Ο Δημήτρης Λέτσιος, ήταν μία από τις σπουδαιότερες μορφές της ελληνικής φωτογραφίας του 20ού αιώνα. Επίλεκτο μέλος της ανθρωπιστικής σχολής που άνθησε λίγο πριν και λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνοδοιπόρος του Σπύρου Μελετζή, του Τάκη Τλούπα και του Κώστα Μπαλάφα, «Τέσσερις Μεγάλοι Φωτογράφοι του 20ού αιώνα», έτσι καταχωρούνται, ο οποίος όμως χάραξε μία προσωπική πορεία αποδεσμευμένη από ρεύματα και κατηγοριοποιήσεις.

Γεννημένος το 1910 στην Ανακασιά, άρχισε να φωτογραφίζει το 1934. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της παραγωγής του χάθηκε στους σεισμούς του 1955-’57. Ευτυχώς για μας συνέχισε να φωτογραφίζει και η δεύτερη αυτή περίοδος αξιολογείται ως η πλέον ώριμη. Οι φωτογραφίες του μοιράζονται ανάμεσα στα τοπία (ήταν πολύ δεμένος με τη Μακρινίτσα και τον κάμπο της Θεσσαλίας), το βουνό, τη θάλασσα και τα πορτρέτα, τις τυραννισμένες γυναίκες και τις όψεις της δύσκολης καθημερινότητας των μέσων του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον του για τον λαϊκό πολιτισμό, τον πολιτισμό της υπαίθρου, δεν ήταν ποτέ ακαδημαϊκό, ούτε στο πλαίσιο ενός ηθογραφικού ρομαντισμού. Πρωταρχικό χρέος του, πέρα από κάθε είδους άλλη αναζήτηση, ήταν να καταχωρήσει στο έργο του τον άνθρωπο, τον τόπο και την εποχή του.
Μας άφησε μια γνήσια, αφτιασίδωτη καταγραφή, που βασίζεται στον κόσμο που έφυγε. Με απόλυτα συνειδητή γνώση, απεριόριστη αγάπη, διακριτικότητα στην προσέγγιση και ακόμη με βήματα αργά και σοβαρά, με σεβασμό στην αλήθεια και την ποιότητα. Η βιωματική του σχέση με ό,τι φωτογράφιζε, σε συνδυασμό με μία σπάνιας ευαισθησίας προσωπική ματιά, μας χάρισαν λήψεις μοναδικής αυθεντικότητας.

Ο Δημήτρης Λέτσιος θεωρούσε χρέος για τον καλλιτέχνη να καταγράφει τον χώρο και την εποχή του ως την κορυφαία αντίληψη περί αισθητικής ή καλλιτεχνικής αναζήτησης. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα χρέος προς την ίδια την ιστορία. Η Τέχνη, άλλωστε, περιφρονεί τον χρόνο και παραμένει διαχρονική. Ειδικά η Τέχνη που καταγράφει ανθρώπινα βιώματα και αξίες δεν χάνεται στους αιώνες.
Ο Δημήτρης Λέτσιος έχει πλέον καταξιωθεί σαν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην ιστορία της φωτογραφίας, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία της περιοχής μας που κυρίαρχα υπήρξε ένας μοναδικός χαρακτήρας στο ανθρώπινο μωσαϊκό της Μαγνησίας. Συνειδητά προοδευτικός, σεμνός και αθεράπευτα ρομαντικός, ήταν ένας άνθρωπος με απεριόριστη αγάπη για τον τόπο του, την οποία αποδίδει με τέτοια ποίηση και ευαισθησία που όμοιές τους σπάνια συναντούμε σε άλλους καλλιτέχνες.
Κυκλοφόρησε το πρώτο λεύκωμά του τον Δεκέμβρη του 1987, με τίτλο «Δημήτρης Λέτσιος. Φωτογραφίες», με πρόλογο από τον μεγάλο κοινό μας φίλο, Γιάννη Φάτση. Στη συνέχεια το 1995: «Οι γυναίκες της γης», με τη Μαρούλα Κλιάφα. Μεσολάβησαν κάποιες άλλες μικρότερες εκδόσεις και μια σειρά από ημερολόγια τοίχου της Κοινότητας Μακρινίτσας και της Κοινότητας Στεφανοβικείου, που είχαν για τίτλους, Κάρλα (1996), Κάμπος (1997), Μορφές (1998), Επαγγέλματα (1999).

Η τότε Κοινότητα Μακρινίτσας Πηλίου, στις αρχές του 2002 εξέδωσε ένα καινούργιο λεύκωμα με φωτογραφίες από τη Μακρινίτσα, που είχε τίτλο «Η Μακρινίτσα, μέσα από τον φακό του Δημήτρη Λέτσιου», με επιμέλεια του καθηγητή Φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και επίτιμου προέδρου της Ε.Φ.Ε. Τηνιακού Αριστείδη Κοντογεώργη, από τις εκδόσεις Αίολος. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, που έχει και το αρχείο του, το 2005, είχε τίτλο «Δημήτρης Λέτσιος, Οδοιπορία στο φως και τη σκιά της Ελλάδας», σε επιμέλεια του Ηρακλή Παπαϊωάννου. Η τελευταία έκδοση είναι από το «Μουσείο της Πόλης», σε συνεργασία με το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και επιμέλεια του επιμελητή MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης Ηρακλή Παπαϊωάννου και έχει τον τίτλο «Δημήτρης Λέτσιος. Ένα πορτραίτο του Βόλου».
Η Φωτογραφική Λέσχη Βόλου, από την ίδρυσή της τιμά με διάφορες εκδηλώσεις τον Δημήτρη Λέτσιο, έχοντας καθιερώσει τον Πανελλήνιο Διαγωνισμό «Δημήτρης Λέτσιος», που ήδη έχει πραγματοποιήσει 12 διαγωνισμούς.
Στο πληθωρικό και πολύμορφο έργο του Δημήτρη Λέτσιου διακρίνουμε τον άνθρωπο της υπαίθρου, τις κυρτωμένες γυναίκες του κάμπου με τα αυλακωμένα πρόσωπα από τον κόπο και την αγωνία, τις αθώες φυσιογνωμίες των παιδιών και τους περήφανους Πηλιορείτες «βρακάδες». Δεσπόζουν οι πλαγιές και οι κορφές των βουνών με τα δαρμένα από τον αέρα δένδρα, τα ορμητικά ρυάκια, οι εικόνες της αποξηραμένης Κάρλας με τις λίγες εναπομείνασες βάρκες. Αγιορείτικα τοπία που συνθέτουν τη Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια των Μοναστηριών με την ταπεινότητα και ευλάβεια των μοναχών. Πηλιορείτικα αρχοντικά, πολλά από τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν, αλλά και τα αριστουργήματα της Πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, αλλά και εικόνες του Βόλου, όπως παρουσιάστηκαν στο «Μουσείο της Πόλης» πριν λίγα χρόνια.
Όσοι γνώρισαν τον Δημήτρη Λέτσιο από κοντά, τον έχουν θαυμάσει και είχαν γίνει φίλοι του, τον ήξεραν να πάλλεται από νεανικό ενθουσιασμό, από την παντοτινή αγάπη του για κάθε τι λαϊκό, ελληνικό.

Τον θυμόμαστε με τι συγκίνηση παρουσίαζε τις φωτογραφίες των λαϊκών σπιτιών, των εκκλησιών, των λιθανάγλυφων και των λεπτομερειών των κτισμάτων, που οι απλοί οικοδό¬μοι έχτισαν με πενιχρά μέσα, σεβόμενοι τους κανό¬νες της αγνής ομορφιάς.
Σε μια εποχή γεμάτη από ασκήμιες και απάτες, σε κάθε έκφραση της ζωής μας, το έργο που μας άφησε ο Δημήτρης Λέτσιος, αξίζει να συστηθεί σ’ όσους ενδιαφέρονται για τη λαϊκή τέχνη, την παράδοση και ιδιαίτερα στους αρμόδιους, που έχουν την ευθύνη της διατήρησης της φυσιογνωμίας και του πολιτιστικού αποθέματος του Πηλίου.
Ευχαριστούμε και ευγνωμονούμε τον μεγάλο μας φίλο, που σκέφτηκε πως το φυσικό περιβάλλον και οι παραδοσιακές κρήνες, τα ταπεινά σπίτια, και τα αρχοντικά, τα λιθανάγλυφα στις εκκλησίες, τα καλντερίμια και οι πλατείες των λαϊκών μαστόρων, που φωτογράφισε με τόση αγάπη και συγκίνηση, είναι μια κληρονομιά ανεξάντλητη για να εμπνεύσει τη σημερινή αδιάφορη εποχή μας. Προσωπικά δε νιώθω ευλογημένος που είχα τη χαρά να τον συναντώ συνεχώς την τελευταία δεκαετία της ζωής, να αντλώ από την εμπειρία του και προπάντων από την καλλιέργεια της ψυχής του.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το