Άρθρα

«Μικρασία χαίρε»! 100 χρόνια μετά – Η Έξοδος μέσα από ερμηνευτικές προσεγγίσεις των συγγραφέων της γενιάς του ’30

 

Της
ΑΡΕΤΗΣ ΤΖΑΝΕΤΟΠΟΥΛΟΥ,
διευθύντριας Μουσικού
Σχολείου Βόλου,
δρ. Φιλολογίας

 

Μικρασία, ποιος είπε ότι πέθανες;
Αφού ζεις σ’ εμένα.
Ποιος είπε ότι ζω; Αφού πέθανα μαζί σου.
Ιφιγένεια Χρυσοχόου1

Ο διωγμός από τα πατρογονικά εδάφη και η θυσιαστική πορεία των προσφύγων προς τη θάλασσα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό μοτίβο στα κείμενα των συγγραφέων της γενιάς του τριάντα που κεντρικό τους θέμα έχουν ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, τη Μικρασιατική καταστροφή η οποία διαμόρφωσε την πνευματική ζωή στην εποχή του μεσοπολέμου, της προσέδωσε μια καινούρια τραγικότητα και εγγράφηκε στις σελίδες της λογοτεχνίας.
Στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής το γεγονός της Εξόδου των Μικρασιατών, ο ξεριζωμός και η σφαγή, κατέχουν, όπως είναι φυσικό, καίρια θέση τόσο στις ιστορικές σελίδες όσο και στις σελίδες της μυθοπλασίας. Όμως, όπως γράφει η Έρη Σταυροπούλου τα έργα που οργανώνονται γύρω από την τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού είναι ελάχιστα αλλά και σε όλα τα μυθιστορήματα που αναφέρονται στις «χαμένες πατρίδες» και στα οποία περιγράφεται η ζωή των Μικρασιατών στην Ιωνία ή η προσπάθεια των προσφύγων να φτιάξουν μια καινούρια ζωή, υπάρχουν αναφορές στην τραγική στιγμή της Εξόδου των Μικρασιατών από τα πάτρια εδάφη ως μιας βασανιστικής και θυσιαστικής πορείας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την Αιολική γη του Η. Βενέζη όπου το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στις δύσκολες στιγμές του διωγμού του 1914, τις Αδερφοφάδες του Καζαντζάκη, Τα παιδιά της Νιόβης του Αθανασιάδη, τα έργα της Σωτηρίου και της Χρυσοχόου. Οι αφηγήσεις της Εξόδου διαπραγματεύονται την φρίκη της απώλειας που δύσκολα ομολογείται και καταγράφεται. Ο βίαιος αποχωρισμός από τον χώρο της μικρασιατικής γης μέσα από το λόγο των γεγονότων, των αισθημάτων και των σκέψεων των αφηγητών αποτελεί τον καταλύτη της σύνδεσης των υποκειμενικών αισθημάτων για την απώλεια με την αντικειμενικότητα της τραγικής απώλειας για ολόκληρο τον Ελληνισμό και το άλγος του νόστου για τις χαμένες πατρίδες.
Η Έξοδος αποτελεί το οριακό σημείο για τον Μικρασιάτη και την Μικρασιάτισσα όσον αφορά στην ύπαρξη και την ταυτότητά τους. Είναι το σημείο όπου άντρες, γυναίκες και παιδιά βιώνουν το διωγμό και γίνονται εχθροί και ξένοι στον τόπο που τους γέννησε και τους έθρεψε. Στις συγκεκριμένες αφηγήσεις στις οποίες γίνεται λόγος για το μείζον γεγονός του διωγμού, παρατηρεί κανείς ότι το ιστορικό γεγονός γίνεται το σκηνικό μιας διαφυλικής εμπειρίας, της απώλειας, καθώς θεωρούμε ότι η αγωνία της επιβίωσης και ο πόνος της απώλειας, δεν έχει φύλο.
Όλα τα είδα και τα ’ζησα στη Σμύρνη. Άντρες να ντύνονται γυναικεία . Κορίτσια νέες γυναίκες να φορούν τα ρούχα της γιαγιάς και να διπλοτυλίγουν το φακιόλι στο κεφάλι τους. Πώς να ξεχάσεις εκείνο το θρήνο; Πώς τις σφαγές, τη φωτιά, τον ξερριζωμό, την προσφυγιά2.
Πολλές αφηγήσεις που αφορούν στην Έξοδο έχουν κυρίως ως επίκεντρο τη Σμύρνη. Η Σμύρνη γίνεται το σύμβολο της θυσίας. Σύμβολο αλλά και όριο, φυσικό και ανυπέρβλητο για όσους βρέθηκαν κυνηγημένοι από τη φωτιά και τους Τούρκους στην ακτή μπροστά στο Αιγαίο, όριο για να αναμετρηθεί το μίσος που χωρίζει τους λαούς, η παράλογη βία αλλά και η πίστη στον άνθρωπο. Η καταστροφή της Σμύρνης φαίνεται να αποδίδει συνεκδοχικά το μέγεθος όλης της απώλειας. Θα λέγαμε ότι σ’ αυτές τις διηγήσεις αναγνωρίζονται οι διώκτες, τα θύματα, η μαρτυρική πορεία των θυμάτων κατά την οποία ο άνθρωπος υφίσταται κάθε είδους εξευτελισμό, η απώλεια αγαπημένων προσώπων αλλά και πολύτιμων υλικών αγαθών, ο θάνατος ή η σωτηρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο συνυπάρχουν τα παραπάνω στοιχεία είναι η αφήγηση της ηρωίδας στα Πέτρινα Λιοντάρια της Ιουλίας Ιατρίδη, Από τα βάθη του χρόνου σηκώθηκε ντουμάνι ο καπνός. (…) Εμείς τρέχαμε. Κι άλλοι πολλοί, πλήθος άνθρωποι έτρεχαν μαζί μας. Η φωτιά μας κυνηγούσε με τη ζέστα της, με τον πηχτό καπνό της, να μας πνίξει, να μας κάψει. Τρέχαμε. Ο πατέρας, η μάνα, πιασμένοι απ’ τα χέρια, σφιχτά, τρέχαμε. (…) Όλοι αλυσίδα, βαστώντας γερά, με όση δύναμη είχαμε, να μη χαθούμε.(…) ….τα πρόσωπα τα’ άγρια, τα περιχυμένα στον ίδρο και στην κάπνα, που τρέχαν. Τρέχαν (…)3.
Βασικό στοιχείο είναι ο θρήνος για την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, των πολύτιμων αγαθών και τέλος του ίδιου του εαυτού. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι μέσα από την αφήγηση η Καταστροφή με κορυφαία στιγμή την Έξοδο, αποτελεί μια εμπειρία ολικής υποβάθμισης του ανθρώπου, που δεν φοβάται πια τον θάνατο αλλά τον τρόμο που τσαλαπατά την ανθρωπιά.
Αχ! γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά μας τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο τι πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο. φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά»4.
Οι ώρες της Εξόδου σημαίνουν για τους Μικρασιάτες την απόλυτη καταστροφή και για τα υλικά τους αγαθά. Η περιγραφή της ερήμωσης της Σμύρνης και των σπιτιών που καταστράφηκαν σηματοδοτούν την καταστροφή της εστίας, το κέντρο αναφοράς του ανθρώπου. Είναι η καταστροφή των υλικών τεκμηρίων της ζωής που θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη ζωή. Οι άνθρωποι χάνοντας τον τόπο και την εστία τους, χάνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που προσδιόριζαν το ατομικό και κοινωνικό τους status.
Σπίτια σωριασμένα στη γη. Άλλα γερμένα πάσκιζαν να σταθούν. Είχαν ένα περίλυπο λοξό σχήμα. Μονάχα τα πλιθόκτιστα σπίτια στέκονταν όρθια. Το παράξενο μες σ’ εκείνη την κατάντια, πάσκιζαν να διατηρήσουν κάποια αξιοπρέπεια. Κάτι από την παλιά αρχοντιά τους. Κάτι από την παλιά αρχοντιά τους . Όμως τα παράθυρα σαν μάτι άδεια με εξορυσμένους τους βολβούς, στην κούφια σκοτεινιά τους έβλεπες το σπαραγμό. Κι οι πόρτες ανοιγμένες πληγές, χαίναν δίχως να μπορούν να μιλήσουν για το αναπάντεχο. Μονάχα ο αέρας μπαινόβγαινε θρηνώντας.
(…) Μόνο στραβωμένοι μαυροχαρχαλιασμένοι σκελετοί μπρούντζινοι ή σιδερένιοι, θύμιζαν κρεβάτια. Σπασμένα μάρμαρα από βενετσιάνικα τραπέζια κι ερμάρια και δεσπέντσες και κονσόλες, και λαβομάνοι σωρός κείτονταν χάμω5.
Την ώρα της καταστροφής πρωταγωνιστεί η φωτιά, λέξη και έννοια που παραπέμπει στην καταστροφή, στον αφανισμό και στη θυσία. Η φωτιά αποτελεί πραγματικό γεγονός συγχρόνως όμως αποτελεί μια πρακτική εξόντωσης και την τελετουργία μιας θυσίας την οποία έζησαν όλοι οι Μικρασιάτες στις τελευταίες ώρες του διωγμού.
… η στοιβαγμένη προσφυγιά κοιτάζει τη φωτιά που τρώει λαχταριστά ό,τι απόμεινε πίσω, τύλιξαν σε μελανά, πηχτά πέπλα6.
Το Αιγαίο συννέφιασε. Η μεγάλη φλόγα της Σμύρνης σκόρπισε τα αποκαΐδια, τη στάχτη, τον οδυρμό και το θρήνο παντού – γέμισαν οι ψυχές αποκαΐδια, γέμισαν στάχτη τα φρένα κι η φλόγα χόρευε κ’ έγλειφε τις στεριές και τις θάλασσες7.
Φωτιά!… Φωτιά!… (…) Οι ανταύγειες απ’ τις φλόγες χρύσιζαν απ’ τη μεριά της Αρμενιάς. (…) Το πρωί είχε πια μπει στις ρωμιογειτονιές. Η εκκλησιά του Άη Γιαννιού, στα Σχοινάδικα, καιγόταν. Η καρβουνίλα μας έπνιγε. Σίγουρα ήταν έργο των Τούρκων, για να αφανίσουν τη Γκιαούρ Σμύρνη8.
Οι ώρες της Εξόδου είναι ώρες Γολγοθά για τους Μικρασιάτες και ορισμένες αφηγήσεις συγκροτούν πραγματικά ένα σκηνικό Αποκάλυψης – Σπάραξε η γη. Σκίστηκε ο ουρανός. Πέφταν γύρω μας αστροπελέκια από καμένα ξύλα, πέτρες, χώματα – παραπέμποντας στο μύθο της εξιλαστήριας θυσίας και στο μύθο των Παθών. Γενικότερα η Έξοδος σηματοδοτεί την απώλεια του ανθρώπου, του τόπου, του παρελθόντος του εαυτού, της προσωπικής και κοινωνικής ζωής και των υλικών αγαθών που νοηματοδοτούν τη ζωή.
Ο αφηγητής του Κοσμά Πολίτη Στου Χατζηφράγκου για την ώρα της Καταστροφής περιγράφει την εικόνα της Σμύρνης που καίγεται και την εικόνα της γυναίκας του Κατερίνας, γυναίκας με κουράγιο9 που πεθαίνει την ώρα της φωτιάς. Η Σμύρνη με τον επιβλητικό και χαρακτηρισμό «πολιτεία» που πάντα χρησιμοποιεί ο Πολίτης όταν αναφέρεται σ’ αυτή, αγιοποιείται και ανεβαίνει στους ουρανούς ενώ η Κατερίνα σαν όλους τους θνητούς που πεθαίνουν, επιστρέφει στη γη, αντιπροσωπεύοντας τις Μικρασιάτισσες που χάθηκαν την ώρα της φωτιάς θυσιασμένες στα συμφέροντα της πολιτικής και της εξουσίας.
Είτανε θαύμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο είτανε10.
… τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγκριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω, κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το’ δα στη φλόγα του σπιτιού, κ’ η σίχλια της γης ρόυφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα11.
Ο κυρίαρχος λόγος των συγγραφέων είναι ο λόγος που περιγράφει την ανατροπή και την απώλεια, την μνήμη και τον νόστο, τα οποία κατά τη γνώμη μας αποτελούν τα πρώτα στοιχεία-χαρακτηριστικά της ταυτότητας του πρόσφυγα.
Τι αβάσταχτο πόνο κουβαλούσε το βαπόρι ετούτο και τον πήγαινε στην Ελλάδα. Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται. ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει. και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας τον ανήφορο12.

 

1. Ι. Χρυσοχόου, Πυρπολημένη γη, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1986, σελ. 2.
2. Ιφιγένεια. Χρυσοχόου, Εδώ Σμύρνη… Εδώ Σμύρνη, εκδ. Φιλιππότη, 1985, σσ. 34-35.
3. Ι. Ιατρίδη, Τα πέτρινα Λιοντάρια, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984, σσ. 13-14.
4. Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σελ. 313.
5. Ιφιγένεια. Χρυσοχόου, Εδώ Σμύρνη… Εδώ Σμύρνη, εκδ. Φιλιππότη, 1985, σελ. 36.
6. Πετσάλης Διομήδης, Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922, εκδ. Εστία 1977, σελ. 247.
7. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, εκδ. Ι.Μ.Π., Αθήνα 1980, σελ. 156.
8. Τ. Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμ. Β!, εκδ. Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 360.
9. Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001, σελ. 144.
10. αυτόθι, σελ. 143.
11. αυτόθι, σελ. 154.
12. Ν. Καζαντζάκης, «Πώς μετάφερα τους πρόσφυγες από τον Καύκασο», ειδικό αφιέρωμα «Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα. 50 χρόνια προσφοράς που άλλαξε τον τόπο», Οικονομικός Ταχυδρόμος, Πέμπτη 26 Απριλίου 1973.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το