Πολιτισμός

Μιχάλης Μακρόπουλος: Ένα βραβείο δίνει ένα κατά τι πιο σίγουρο πάτημα στον εκδοτικό χώρο

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα και σπούδασε βιολογία. Γράφει ιστορίες για ενήλικες και παιδιά και μεταφράζει βιβλία από τα αγγλικά (και λίγο απ’ τα γαλλικά), λογοτεχνικά και άλλα. Έχει ζήσει εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία δέκα χρόνια κατοικεί στη Λευκάδα με τη σύζυγό του, επίσης μεταφράστρια, και τα δυο τους παιδιά.
Το βιβλίο του με τίτλο Μαύρο νερό (εκδ. Κίχλη) τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος-νουβέλας από το περιοδικό oanagnostis.gr.
Η νέα νουβέλα του με τίτλο Η θάλασσα, είναι η αφορμή της συζήτησής μας.

Συνέντευξη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Η θάλασσα, ο τίτλος της νουβέλας σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Οι πάγοι λιώνουν, στην ιστορία, η θάλασσα ανεβαίνει σκεπάζοντας τις παράκτιες περιοχές και, με την τήξη των παγετώνων, φανερώνεται ένας αρχαίος μετεωρίτης που μέσα του κλείνει έναν «ιό», αφανίζοντας το πλείστον της ανθρωπότητας, πλην όσων έχουν μια μετάλλαξη, που καταφεύγουν σε υπόγειες πόλεις, ανάμεσά τους και η ηρωίδα της νουβέλας. Μα η θάλασσα κυρίως είναι, για την πρωτοπρόσωπη αφηγήτριά μου, ένα πολλαπλό σύμβολο: Ωρίμανσης, σεξουαλικότητας, θηλυκότητας. Για την κοπέλα, όταν με μια σύντροφό της βγαίνει από την υπόγεια πόλη, η θάλασσα είναι ο προορισμός του ταξιδιού τους μέσ’ από την έρημη πια Γη. Η ιστορία μου, παρά το «αποκαλυψιακό» της θέμα, είναι μάλλον γαλήνια. Γεννήθηκε από την αίσθηση που δίνουν κάποιες σκηνές και πολαρόιντ του Ταρκόφσκι, και προσπάθησα να «φωτίσω» μ’ αυτόν τον τρόπο όλα τα μικρά πράγματα που απαρτίζουν τον παιδικό κόσμο της ηρωίδας μου, έναν κόσμο χαμένο πλέον.

Η ιστορία -χρονολογικά- τοποθετείται κάποιες δεκαετίες πριν. Είναι μακρά η περίοδος που η ανθρωπότητα οφείλει να ξεπληρώσει τα αμαρτήματά της;
Αυτή η λέξη, «αμαρτήματα», μου είναι λίγο ανοίκεια. Και στην ιδέα ενός κρίματος που ξεπληρώνεται υπάρχει κάτι ντετερμινιστικό. Η σκέψη μου είναι μάλλον ανοιχτή, χωρίς τελολογίες, και γι’ αυτό τα κλεισίματα των ιστοριών μου είναι επίσης ανοιχτά ως επί το πλείστον. Φυσικά, αν η «ανθρωπότητα» δεν αντιδράσει με τρόπο άμεσο κι ουσιαστικό σ’ αυτό που συμβαίνει εξαιτίας της, το τι θα συμβεί στο μέλλον είναι λίγο ως πολύ φανερό.

Συμβολισμοί, αλληγορίες, το τέλος του γνωστού κόσμου και η αρχή ενός νέου. Είναι στις προθέσεις σας να υπηρετήσετε παράλληλα τη λογοτεχνία και να μεταφέρετε τις οικολογικές σας ανησυχίες;
Κοιτάξτε, η πρόθεσή μου καταρχάς (και καταρχήν) είναι να πω μια ιστορία. Ανησυχίες προφανώς έχω, όχι μόνο οικολογικές, αλλά κυρίως υπαρξιακές, και θα βγουν αυτές στην ιστορία μου είτε το θελήσω είτε όχι αν όμως ξεκινούσα να γράψω αυτήν ή οποιαδήποτε ιστορία για να μεταφέρω τις ανησυχίες μου, μπορεί να ήμουν καλός επιφυλλιδογράφος, αλλά λογοτέχνης όπως εγώ το εννοώ δεν θα ήμουν.

Αλήθεια, τι πιστεύετε ότι μας δίδαξε (ή θα έπρεπε να μας διδάξει) ο εγκλεισμός λόγω της πρόσφατης πανδημίας;
Να έχουμε ιώβειο υπομονή, φαντάζομαι. Ωστόσο, ένα γεγονός σαν την πρόσφατη πανδημία διδάσκει στον καθέναν κάτι διαφορετικό, ανάλογα με το τι είναι ο καθείς από εμάς έτοιμος να διδαχτεί. Γενικά, θα έλεγα «τίποτα ιδιαίτερο» – όπως ήλθε θα παρέλθει, τα δεινά που έφερε θα ξεχαστούν, και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε και πριν.

Προ ημερών βραβευτήκατε από τον Αναγνώστη για το Μαύρο Νερό, το προηγούμενο βιβλίο σας. Τι σημαίνει για εσάς η βράβευση αυτή;
Μου δίνει, νιώθω, ένα κατά τι πιο σίγουρο πάτημα στον εκδοτικό χώρο. Και, τέλος πάντων, είναι μια επιβράβευση μιας πολύχρονης προσπάθειας -το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 1996- που συχνότατα ήταν μοναχική και άχαρα αφανής. Ας μη γελιόμαστε, όχι μόνο όταν εκδίδεις ένα βιβλίο, αλλά και ενόσω ακόμα το γράφεις, το απευθύνεις σε αναγνώστες, δεν υπάρχετε εσύ και οι ιδέες σου μέσα σ’ έναν γυάλινο κώδωνα. Από την άλλη, μια συμπληρωματική ερώτηση θα ’ταν: Τι θα έκανες αν κανένας όχι μόνο δεν βράβευε, μα ούτε καν διάβαζε αυτό το βιβλίο σου κι οποιοδήποτε άλλο, και ούτε το εξέδιδε καν; Νομίζω, μπορώ να δώσω μια απάντηση σε τούτο: Θα συνέχιζα να γράφω ιστορίες. Για να το πω απλά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Η διακειμενικότητα και λογοκλοπή στη λογοτεχνία: Πόσο ακαθόριστα ή πόσο απόλυτα είναι τα όρια μεταξύ των δυο εννοιών;
Η πρώτη μου είναι μακρινή, η δεύτερη μου είναι ολωσδιόλου ξένη. Η διακειμενικότητα στη λογοτεχνία υπάρχει πάντα σ’ ένα υποσυνείδητο επίπεδο, φαντάζομαι, αλλά μ’ αρέσει να γράφω τις δικές μου ιστορίες κι όχι να ξαναγράφω των άλλων. Βέβαια, οι ιστορίες μου είναι αναπόφευκτο να μοιάζουν με κάποιες άλλων (έχω διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία κι έχω δει άλλες τόσες ταινίες). Μα δεν με νοιάζει. Όσο για τη λογοκλοπή -τουλάχιστον στο πεζογράφημα, δεν είμαι ποιητής- δηλαδή να πάρεις αυτούσια τη φράση κάποιου και να την ενθέσεις στο κείμενό σου δίχως να αναφέρεις την πηγή, μου φαίνεται μάλλον αχρείαστη. Αν θες να γεννήσεις βιβλιοφιλικό «σασπένς», βάλε τη δανεική φράση με πλαγιογραφή, να καταλάβει ο αναγνώστης πως είναι δάνειο, κι άσ’ τον να ψυχαγωγηθεί κάνοντας λίγη σερλοκχολμική δουλειά. Ωστόσο, η χρήση ξένων φράσεων μου φαίνεται, προσωπικά, πολύ κουραστική υπόθεση, γιατί θα πρέπει να τις συλλέγω, να τις ταξινομώ σε κατηγορίες, κ.λπ. Από την άλλη, τα μπορχεσιανά παιχνίδια αναμφίβολα είναι βαθύτατα γοητευτικά. Απλώς, για να ’ναι ένα παιχνίδι σωστό παιχνίδι, πρέπει να ’χει κανόνες και να τους ακολουθείς όταν παίζεις.

Στα είκοσι πέντε χρόνια της συγγραφικής πορείας σας ποια η αίσθησή σας για τον χώρο της Λογοτεχνίας; Υπάρχει υγιής και καλή συνέχεια;
Κυρία Μαλισσόβα, δεν έχω εποπτεία της παραγωγής. Είμαι αναγνώστης-ακρίδα: Από το δοκίμιο πηδώ στο μυθιστόρημα, από ένα ηπειρώτικο αφήγημα στην επιστημονική φαντασία, από τη βιολογία στη μονογραφία για έναν ζωγράφο, από τη φιλοσοφία στο δημοτικό τραγούδι, κι ο χρόνος μου είναι «τόσος όσος». Έτσι, δεν μπορώ ειλικρινώς να έχω καμία αίσθηση για τον χώρο της λογοτεχνίας. Εάν πάλι με ρωτάτε αν διαβάζω βιβλία Ελλήνων που μου αρέσουν, η απάντηση είναι φυσικά. Να, τώρα τελευταία διάβασα δυο συλλογές διηγημάτων πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, του Κώστα Σιαφάκα και της Γεωργίας Μιχαλαριά, που ήταν στ’ αλήθεια καλές. Αλλά αυτό στην περίπτωσή μου είναι λίγο συγκυριακό. Πόσα καλά βιβλία δεν έχω πιάσει στα χέρια μου και δεν θα τα πιάσω… Είναι αναπόφευκτο.

Τι σημαίνει για εσάς η θάλασσα;
Για εμένα μέσω της ηρωίδας μου, το απάντησα παραπάνω. Για εμένα προσωπικά, η θάλασσα είναι μια καθημερινή σύντροφος: Τη βλέπω απ’ τα παράθυρά μου, είναι σε απόσταση ενός τετάρτου με τα πόδια, και κολυμπώ χειμώνα-καλοκαίρι. Όταν φυσάει, τον χειμώνα ειδικά, κατεβαίνω έως την παραλία κι είμαι μόνος. Μερικές φορές τα κύματα φτάνουν μέχρι τον δρόμο – τον έχουν φάει σε μερικά σημεία. Όταν γυρίζω σπίτι, είμαι παστός απ’ τις ψεκάδες. Αυτές οι μοναχικές βόλτες είναι ένας απ’ τους ψυχικούς μου φορτιστές. Κάποιες φορές, γεννούν ιστορίες. Σίγουρα με ηρεμούν. Και μ’ αρέσουν τα χορταράκια που φυτρώνουν κοντά στη θάλασσα, έχουν στην όψη τους κάτι μαζεμένο και πεισματάρικο, όπως γραπώνονται από την άμμο και τα μαστιγώνει ο αέρας.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Ειλικρινώς, δεν έχω ιδέα. Η λέξη «αξία» είναι σαν τη λέξη «αμάρτημα». Παραείναι βαριές για τους δικούς μου ώμους. Όσο μπορώ, όμως, προσπαθώ ν’ αγαπάω τους δικούς μου ανθρώπους, τα ζώα, τις ιδέες ξένων ανθρώπων που μ’ έναν τρόπο με αγγίζουν, την τέχνη…

Ποιο βιβλίο, που διαβάσατε πρόσφατα, σας άγγιξε ιδιαίτερα;
Το «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» του Σαρτρ. Η σκέψη του Σαρτρ σε τούτο το βιβλιαράκι με άγγιξε βαθιά.

Γράφετε κάτι καινούργιο; Θέλετε να μας πείτε;
Έχω έτοιμο και γράφω. Το έτοιμο είναι μια νουβέλα που γράψαμε μαζί εγώ και μια φίλη ποιήτρια, η Ελένη Κοφτερού. Τιτλοφορείται «Άρης» και είναι μια ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα σ’ έναν επιστήμονα-άποικο στον Άρη, και στη σύντροφό του στη Γη. Κι αυτή την περίοδο γράφω μια σειρά από διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, με τον τρόπο που εννοώ εγώ την επιστημονική φαντασία. Θα ’θελα να γίνουν μια συλλογή, έχω σκεφτεί έως και τον τίτλο – όμως, θα δούμε, γιατί κι άλλα πολλά που έχω γράψει στο παρελθόν έμειναν ανέκδοτα, τελικά, γιατί τα άφησα πίσω ως συγγραφέας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το