Θ Plus

Μια μέρα του Αγίου Νοεμβρίου

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Πρώτο Μέρος

Όταν ξημέρωνε, η μέρα δεν είχε όνομα. Σιγά – σιγά όμως, και όσο το φως την εξημέρωνε, η μέρα ντυνότανε με το προσωπείο του Νοέμβρη, αποκτούσε και όνομα και νόημα, έστω κι αν η διάρκειά της ήτανε σύντομη.
Ήταν μια μέρα συνηθισμένη, από κείνες που οικοδομούν το χαλαρό πλην έντονο φως, ένα φως που ανάβει, ξεμυτίζοντας από τη ράχη της Αλικόπετρας κι εκπονεί από κει ψηλά μιαν ειδική εποχική μελαγχολία.
Ήταν μια από τις μέρες που γρήγορα υπερχειλίζουν τον ορίζοντα με καταπόρφυρες ανταύγειες μεταμορφώνοντας τα πάντα με χρωματικό στόμφο.
Αλλά ήταν και μια μέρα με πέταλα, που σκεπάζουν τα δάση και βουνά φορτώνοντάς τα με ευλύγιστες περισπωμένες.
Ήταν δηλαδή μια μέρα πολλαπλώς αναγνώσιμη. Συνθήματα κυκλοφορούσανε παντού. Αρκούσε να τεντώσεις το αυτί για να τ’ ακούσεις…
Πομπές αρχαγγελικές βαδίζουνε στο μέσον της εποχής. Είναι γαλαζόφτεροι άγγελοι των πρωινών παρακλήσεων; O,τι και νάναι είναι πομπές σταλμένες από μυστηριώδη πλανήτη. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Τον μυστηριώδη πλανήτη. Αυτόν ψάχνουμε. Κι αυτόν θ’ αναζητήσουμε σήμερα με κάθε τρόπο. Θα τον βρούμε; Ή θα χαθούμε στη θάλασσα του χάους;
Η ζωή μας έτσι κι αλλιώς αυτόν τον μήνα γίνεται παντελώς αβέβαιη. Και την αβεβαιότητα αυτή οφείλουμε, πριν μας σχολάσει, να τη σχολάσουμε εμείς. Γιατί αβεβαιότητα ίσον δυσανεξία.
Ας την πιάσουμε λοιπόν από τα κέρατα. Κι επειδή η ζωή δεν έχει κέρατα, ας μην την αφήσουμε να μας κερατώσει αυτή, με τις συνήθειες, τα τυπικά τερτίπια και τα κοινωνικά κλισέ της.
Καταπάνω της λοιπόν! Και όπου βγει…

Η λίμνη του Σμόκοβου όπως φαίνεται από το Κάστρο της Μενελαΐδας

*
Βροντάει το πρωινό με βούκινα και με ταμπούρλα. Σήκω, μου λέει. Άρπαξε τη μέρα, λιάνισέ τη… Garpe diem, δειλέ…
Άσε να χουζουρέψω λιγάκι, της λέω, είναι νωρίς ακόμη…
Σήκω, ρε τεμπέλη, και σήκωσε, μου λέει, τις γρίλιες να δεις το φως που πλημμυρίζει την οθόνη της μέρας και τότε θα καταλάβεις για πότε θα σου φύγει η μουργέλα.
Κι ενώ σηκώνομαι αργά μια άλλη φωνή μου χτυπάει καμπανάκι:
Licht, mehr licht…
*
Σηκώνομαι κι ο λόγος της γίνεται κάρφος στον λαιμό μου, περονιάζει την αγωνία το στήθος, αν θα προλάβω όσα μου έβαλε η χθεσινή κυράτσα της επιθυμίας.
Ξεχνώ, θυμάμαι, δεν μπορώ να το πω, τι είχα χώσει μες στο μυαλό μου, από χτες.
Α, ναι! Ένα πολυδαίδαλο ταξίδι είχε κυοφορήσει ως επιθυμία, να στροβιλιστώ μέσα στο άπατο χάος της Ευρυτανίας, φέρνοντας τα πάνω κάτω, να πάω εδώ, να φτάσω εκεί, κι ακόμη παραπέρα.
Ξεχνούσα όμως πως ο μήνας είναι λειψός, ως προς το φως και τη διάρκειά του. Άρα;
Άρα τι; Η μόνη λύση ήταν ο Εφέσιος σοφός «Aιών παις έστι παίζων, πεσσεύων»…
Ρίχνω λίγο νερό στα μάτια, πιάνω το μπρίκι, ανάβω το μάτι, χοχλάζει το νερό, χοχλάζουν και τα βλέφαρα μόλις που ανοίγουν διάπλατα και νάτες οι ωραίες αναμνήσεις από το πρόσφατο μέλλον της εποχής.

Γκιόλα στη θέση Βρύση Ζαχαράκη

Ανοίγω το παράθυρο και μπουκάρουν οι αγαπημένοι στίχοι «Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες…/ μια σάλπιγκα χρυσή και ρόδινη».
Ψήνω καφέ με γεμισμένη πια την μπαταρία, ενώ συνάμα πετάω βιαστικό βλέμμα στα εξώφυλλα των βιβλίων που θα μείνουν αμελέτητα, για χάρη της δραστικής εφαρμογής του θεωρήματος «vivere pericolosamente», ενώ την ίδια στιγμή και γι’ αντιπερισπασμό, συλλογούμαι τους ορειβάτες του πoλιτιστικού συλλόγου Η ΠΡΟΟΔΟΣ που δρομολογούν μια δραματική ανάβαση στην κορυφή του Λόγου.
Βγάζω τη μάσκα που μου επιβάλλει ο τυπικός δυνάστης, ενώ αρχίζω και τρεκλίζω. Τρεκλίζω από μια μέθη ερωτική, προς το αντικείμενο της μελλοντικής εξόρμησης.
Μήπως οικειοθελώς παραμυθιάζομαι με όσα η διάνοια χτίζει ως θεμέλια ευδαιμονίας και βρίσκομαι εν εκστάσει;
Μήπως θάτανε καλύτερο να καθίσω στ’ αυγά μου, να πάω βόλτα στην παραλία, να δω φίλους, να κουβεντιάσω, πίνοντας το καφεδάκι μου, για ποδόσφαιρο, πολιτική, εκδηλώσεις, για το καινούργιο βιβλίο της Άλκης ή την καινούργια ταινία του Αλμοδοβάρ;
Ρε, μπας και η ζωή είναι ένα μυθοπωλείο που μεταποιεί όλα τα εσώρουχα της ατομικής βιομηχανίας σε βαριά και δύσπεπτα ολικής τάχα άλεσης απορρίπτοντας συλλήβδην όλες τις χαρές της…
Πίνω γρήγορα τον καφέ μου, ντύνομαι μηχανικά, αδράχνω μηχανές, γυαλιά και χάρτες – συντηρητικά έτσι κι αλλιώς της γεωγραφικής μου αλαζονείας – και βρίσκομαι στον δρόμο…
Alea jacta est…
*
Αν σήμερα είναι της Αγίας Φυγής δεν το ξέρω. Εκείνο που ξέρω και αποδέχομαι είναι ένα βήμα προκλητικής διάθεσης που με οδηγεί άσφαλτα στον δρόμο μιας άτυπης περιπλάνησης.
Βγαίνοντας από την πόλη ελευθερώνω τους μηχανικούς σφιγκτήρες του μυαλού oδηγώντας τον δίφρο μου κατευθείαν στον δρόμο της μόνης αλήθειας που υπάρχει…
Ανοίγει κάθε πόρος του κορμιού και ξεδιπλώνει μία μία τις αρετές του λόγου, μαζί με τις ορθοφωνίες της φύσης.
Νοέμβρης γαρ…
Ε! Για πού τόβαλες, ακούω την ίδια πρωινή φωνή, πού τρέχεις έτσι δαιμονισμένα;
Άσε με της λέω, πάω όπου θέλω, ίσως παντού, ίσως και πουθενά. Ό,τι προλάβω…
Κα τι μου απαντάει η πονηρή;
Ου παντός πλειν ες Κόρινθον…
Καλά, εγώ πάω Ευρυτανία…

Δάση της Ευρυτανίας

*
Πρώτη στάση, η φαντασία!
Πού με οδηγεί; Άστη, λέω να με πάει όπου θέλει αυτή, δεν θα παρέμβω στο έργο της, μηδέ θα της αντιμιλήσω.
Και με πάει…
Βγαίνω λοιπόν από την πόλη και παίρνω τον δρόμο για τα Φάρσαλα. Λίγα αυτοκίνητα, περισσότεροι ελκυστήρες με ρυμουλκούμενα κάρα.
Διασχίζω τον κάμπο με αόριστη προοπτική, φτάνω στον Σταυρό, και πέφτω στους Σοφάδες. Αριστερά από τον γύφτικο μαχαλά φεύγει ένας δρόμος που γράφει Φίλια και Ανάβρα. Τον ακολουθώ. Οι γύφτοι, εκεί, τον χαβά τους. Καρφιά και τσοκάνια να χτυπάν…
Περνάω βαμβακοχώραφα, χωριουδάκια και πλήθος διασταυρώσεις μέχρι να πιάσω την Ανάβρα, απ’ όπου αρχίζει ο καινούργιος δρόμος για τον Σμόκοβο.
Ανηφορίζω. Σε λίγο η τεχνητή λίμνη θα αποκαλύψει όλο και μεγαλύτερο το υδάτινο σώμα της, φανερά παραποιημένο και ψεύτικο. Φτάνω στη Λουτροπηγή. Τον Σμόκοβο. Κεφαλοχώρι. Το διασχίζω μα στην έξοδό του διακρίνω μια ξύλινη πινακιδούλα με βέλος.
«Προς Κάστρο Μενελαΐδας».
Μπα! Πώς βρέθηκαν εδώ οι Δόλοπες, και δεν το ξέρω; Μια και δυο εγκαταλείπω το οδικό δίκτυο κι ανηφορίζω για το Κάστρο.
Ώς εδώ το κοντέρ από τον Βόλο έχει γράψει 122 χιλιόμετρα. Σε χίλια πεντακόσια μέτρα υπάρχει πλάτωμα κι από κει ένα χωμάτινο μονοπάτι οδηγεί μέσα από πουρνάρια κι αγριλιές στην κορφή του Προφήτη Ηλία. Ένα άλλο πιο ζόρικο πάει στη Χούνη.
Στη διαδρομή βρίσκω τρεις γυναίκες που λιχνίζουν κάτι έξω από μια στάνη. Είναι μακριά το Κάστρο, τις ρωτώ. Έχει ποδαρόδρομο μου λέει η πιο μεγάλη, θέλει τσαγανό…
Έτσι είναι οι ανθρώποι σήμερα. Ο ποδαρόδρομος είναι το πρόβλημα. Καλομάθαμε όλοι μας στο καθισιό ή τους τέσσερις τροχούς. Πού να βρεθεί το τσαγανό, να δουλέψουν αρτηρίες, αγκώνες και γόνατα. Υποφέρουμε ύστερα, μαθές, από αρθρίτιδες πολυτελείας…
Ανηφορίζοντας στον λόφο διακρίνω τεράστιους λιθοσωρούς μέχρι να φτάσω στα όρια της αρχαίας πόλης. Βλέπω να τη ζώνουν τεράστιοι φυτευτοί γρανίτες που είναι απομεινάρια μιας αρχαίας ακρόπολης, άγνωστης μέχρι σήμερα εποχής.
Από την κορυφή διακρίνω τα Λουτρά του Σμοκόβου, την τεχνητή λίμνη, τον κάμπο της Καρδίτσας και τα ευρυτανικά βουνά, με πρώτη και καλύτερη τη Βουλγάρα. Α! Πίσω από τα φαινόμενα διακρίνω και κάτι άλλο:
«αυτό που δίπλα μας/ ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα/ το Ασύλληπτο»…
Βιάζομαι να κατεβώ, να συνεχίσω το οδοιπορικό μου. Παρακάμπτοντας τη Ρεντίνα πιάνω ύστερα από 142 χιλιόμετρα την εντυπωσιακή περιοχή της Βρύσης Ζαχαράκη, ένα απερίγραπτης ομορφιάς ορεινό δασωμένο τοπίο, με έλατα, λεύκες, κι ένα ξωκλήσι, των Αγίων Αναργύρων.
Από δω και πέρα η Ελλάδα που ξέρουμε, η Ελλάδα που υποθέτουμε κι αναζητούμε στους χάρτες και στα κιτάπια μας έχει εξαφανιστεί, εδώ αρχίζει ν’ ανασαίνει μια άλλη χώρα, εξωτική, καθώς από τόπο σε τόπο, περνάμε σε άλλον πλανήτη.
Είμαι στην καρδιά των ευρυτανικών βουνών, στα απάτητα εδάφη μιας χώρας αποκλεισμένης, αλλά πέρα για πέρα μυθικής, με δάση, χωριά, λίμνες, ποτάμια και κιόσκια αναψυχής που τύφλα νάχουν οι χώρες της Μεσευρώπης.
Με κάτι τέτοια αρχίζει κάθε φορά να μου αποκαλύπτεται κι από ένα καινούργιο αλφαβητάρι ζωής, που το τραγούδι της μαθαίνουμε να το συλλαβίζουμε στίχο τον στίχο.
Σταματώ κάθε τόσο όχι για λόγους «ανάγκης», αλλά για την ανάγκη την ίδια, που γίνεται προκλητική αναγκαιότητα.
Σε μια στροφή διακρίνω κάπως ψηλωμένα κι ανάμεσα στο πυκνό δάσος ελάτης, να γκρεμίζονται από λεκάνες απορροής «φωνές πολλών υδάτων». Τα χάνω με το υψηλό πεδίο της ομορφιάς κι αποφασίζω να ανηφορίσω για περίπου διακόσια μέτρα για να βρω την πηγή των μεταξένιων σταγόνων. Και τι βλέπω; Ένα ολόχλωρο ζωνάρι μιας λίμνης (γκιόλες τις λένε εδώ) που μου παίρνει το μυαλό.
Δεν μπορώ να περιγράψω την ομορφιά της αυτοσχέδιας αυτής λιμνούλας στο μυχό ενός ελατόφορτου λόγγου. Στη θέση μου ωστόσο έρχεται να καθίσει εκείνο το αλητάκι από τη Γαλατία που ήξερε να εκφράζεται με απόλυτη αξιοπιστία, ωμότητα και ειλικρίνεια και μου βάζει τα γυαλιά: (si j’ ai du gout, ce n’ est gueres – Gue pour la terre et les pierres)…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το