Πολιτισμός

Μια μεγάλη κλοπή… μα όχι και η μοναδική

Του Διονύση Λεϊμονή

«Σαν σήμερα 8 Απριλίου του 1820… λίγο πριν ξεκινήσει το ’21 για να διώξουμε από πάνω μας τους Τούρκους… στο νησί της Μήλου κάποιος Θόδωρος Κεντρωτάς ή Μποτόνης, όπως τον λέγανε οι Μηλιοί, ξέχωσε απ’ το χτήμα του που ήταν κατά τη θάλασσα στο Κλήμα, στην Τρυπητή, το άγαρμα της θεάς Αφροδίτης. Κείνες τις μέρες πήρε ξέχωνε απ’ τη γη πέτρες για να τις δίνει σε μαστόροι να κάμουν τα σπίθια τα μηλεϊκα, όταν βρέθηκε μπροστά σε τρεις μεγάλες στοές… «Ένα άγαρμα ελληνικό», σκέφτηκε κι έκανε έναν γύρο με το βλέμμα του να μην τον πάρει χαμπάρι κανείς, αφού ολόγυρα σεργιάνιζαν κάτι Γάλλοι αρχαιολόγοι κι έψαχναν για «πέτρες» αρχαίες… Λένε πως το άγαρμα το βρήκε σε δυο κομμάθια χωρισμένα. Και πώς να τα μεταφέρει; Ο Θεός τον βοήθησε, βρήκε μια σιδερένια βέργα, ένωσε κρυφά από όλους τα κομμάθια και τα φόρτωσε με κόπο στον γάδαρο για να τα κρύψει στον στάβλο του. Μετά προσπάθησε να σκεφτεί τι να κάμει και σε ποιον να το μολογήσει. Την άλλη μέρα μήνυσε του δημογέροντα Ιάκωβου Ταταράκη, κι ήρθε ώς εκεί να δει τι βρήκε ο Θοδωρής. Έπειτα συνεννοήθηκε με τον παπα-Βεργή και τον δραγουμάνο του Στόλου Νικόλαο Μουρούζη, και πες πες πες πήραν την απόφαση να στείλουν το άγαρμα πεσκέσι στην Πόλη. Έλα όμως που ένας Γάλλος της εξουσίας μυρίστηκε τι έγινε κι έδωσε ραπόρτο των ανωτέρω του; Λίγες μέρες αργότερα ένα γαλαξιδιώτικο καράβι άραξε στο λιμάνι μας και το άγαρμα φορτώθηκε στο αμπάρι του. Το βάλανε σε ένα μεγάλο κιβώτιο, αλλά δε χωράγανε, λένε, τα δυο του χέρια. Το στρίμωξαν από δω, το στρίμωξαν από εκεί, τίποτα. Τότε κάποιος φώναξε: «Τα χέρια της θεάς, κοιτάξτε… Έτσι τραυμάτισαν τη δόλια τη θεά μας. Τέτοια αφηγούνταν ο Θόδωρος ο Κεντρωτάς στον γιο του, τον Δημητράκη σαν παραμύθι κι εκείνος τα μολόγησε αργότερα παραπέρα και τα έγραψαν να τα μάθουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που είχαμε μαύρα μεσάνυχτα» (απόσπασμα από «Τα χέρια της θεάς»-Εκδόσεις Πατάκη).

Μια κλοπή που δεν ήταν η μοναδική, ένα άγαλμα που είναι χρόνια πολλά ξενιτεμένο κι εμείς κρατάμε πίσω ένα κενό ή ένα κίβδηλο άγαλμα, ένα ομοίωμα, μια «σκιά». Και τα χέρια της θεάς; Τι έγιναν; Γιατί δεν τα βρήκε ποτέ κανείς; Δεν τα είδε ακόμα κανείς σε ανοιχτό Μουσείο της Ευρώπης. Ίσως δεν πουλήθηκαν αδιάντροπα όπως τα «Παρθενώνεια γλυπτά» της Ακρόπολης από τον λόρδο του Έλγιν. Ίσως ήταν η λεία σε μια αρπαγή πάνω από την ελληνική κληρονομιά και τα χέρια των ραγιάδων. Μα σήμερα; Ακόμα και σήμερα τι κάνουμε; Κωφεύουμε; Αδιαφορούμε; Σφυρίζουμε αμέριμνα μη θέλοντας να νοιαζόμαστε για… «πέτρες» μπροστά σε «φλέγοντα ζητήματα»; Τίποτα από όλα αυτά ή όλα μαζί αυτά αλλά κυρίως αγνοούμε την αλήθεια. Κι αν τη μαθαίνουμε επειδή φαντάζει σαν παραμύθι, πειθόμαστε πως είναι ένα παραμύθι κι η σοβαροφάνεια των μεγάλων απεχθάνεται τα παραμύθια. Την ίδια στιγμή όμως πειθόμαστε σε «παραμύθια» αυτών που διισχυρίζονται ότι τούτα τα μνημεία του πολιτισμού μας που αναγνωρίζουν και τιμούν παγκοσμίως οι ξένοι του κόσμου ότι καλό είναι να παραμένουν έκπτωτα, να κραυγάζουν έλεος, βυθισμένα σε μια βουβή σιωπή που εμείς δικαιωματικά πρώτα θα έπρεπε να αφουγκραζόμαστε και να αποκωδικοποιούμε. Ο Έλγιν είχε το θράσος να κλέψει τα γλυπτά και στη συνέχεια να τα πουλήσει σαν να ήταν δικά του στο Βρετανικό Μουσείο. Οι Γάλλοι ανενδοίαστα «κάτω ακριβώς από τη μύτη» της κουτσοχεριασμένης Αφροδίτης μας κατασκεύασαν μια ψεύτικη μαμζέλ Αφροντιτά δωρίζοντάς τη γενναιόδωρα στην Ελλάδα για να σωπάσουμε και τόσα άλλα μνημεία της παράδοσής μας φιγουράρουν ερυθριάζοντας κάτω από τα αδηφάγα βλέμματα αρχαιολατρών λωποδυτών. Κι όλα αυτά αποτελούν για εμάς «ψιλά γράμματα», «λεπτομέρειες», «παρωχημένες διεκδικήσεις» νοσταλγών του παρελθόντος. Και το μέλλον; Τι πρόκειται να γίνει; Μα το μέλλον είναι τα παιδιά μας κι όσο τα παιδιά μας μαθαίνουν και γνωρίζουν την αλήθεια θα αποκτούν τη δύναμη της γνώσης, μια δύναμη που θα τους επιτρέψει τη δυναμική, συνειδητή διεκδίκηση όχι για να ατενίζουμε σαν ανόητοι το χθες, αλλά για να αποκαταστήσουμε το χθες και συνεκδοχικά να χτίσουμε το μέλλον πάνω σε πιο στέρεα θεμέλια, που δεν θα τρίζουν πια κάτω από τα πόδια μας, αλλά θα θερμαίνουν τα πόδια μας, την ψυχή μας, την καρδιά μας, ώστε να ενεργούμε πια με ψηλά το κεφάλι βαδίζοντας με αξιοπρέπεια και θάρρος κατακτώντας τη ζωή …

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το