Τοπικά

Μια Ελβετίδα ρεμπέτισσα στην Αργαλαστή – Η Romina Sauter ερωτεύθηκε τη χώρα μας και το ελληνικό τραγούδι 

Ο δίσκος έμπαινε στο πικάπ του πατέρα της και ήχοι από παλιά ελληνικά λαϊκά τραγούδια και ρεμπέτικα «πλημμύριζαν» το σπίτι από άκρη σε άκρη. Από τον Τσιτσάνη μέχρι τον Μάρκο, τη Ρόζα Εσκενάζυ και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τα ακούσματα που είχε από παιδί «χαράχτηκαν» βαθιά μες στην ψυχή της. Η παραπάνω εικόνα μοιάζει γνώριμη για τους περισσότερους από εμάς. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, στο σκηνικό που επαναλήφθηκε πάμπολλες φορές πρωταγωνιστούσε μία οικογένεια Ελβετών στο Dürstelen, ένα μικρό χωριό 300 περίπου κατοίκων κάπου στα 30 χιλιόμετρα ανατολικά της Ζυρίχης. Και κάπως έτσι άρχισε να γράφεται η ιστορία της Romina Sauter, η οποία όταν ερωτεύθηκε έναν Έλληνα, δεν δίστασε να κάνει τη χώρα μας δεύτερη πατρίδα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί μόνιμα στην Αργαλαστή, ενώ μαζί με τον σύζυγό της, Νίκο Στοκογιάννη, πέρα από ζευγάρι στη ζωή μοιράζονται και το πάλκο. Η 30χρονη Ελβετίδα ασχολείται με το τραγούδι και με τη «ζεστή» φωνή της μαγεύει το κοινό. Ερμηνεύει αξέχαστες επιτυχίες του παρελθόντος σε άπταιστα ελληνικά, ενώ παράλληλα έμαθε να παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά.

Το 2008 έμελλε να είναι η χρονιά που ήρθαν τα πάνω-κάτω στη ζωή της Romina Sauter. Από την «καρδιά» της Ευρώπης βρέθηκε στο Πήλιο, το οποίο λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και πλέον στο γραφικό κεφαλοχώρι της Αργαλαστής δείχνει πως ανακάλυψε τον δικό της «παράδεισο». Στη Ζυρίχη ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό πατινάζ, ενώ παράλληλα σπούδαζε ψυχολογία. Όμως, οι σπουδές της έμειναν στη μέση, καθώς τα άφησε όλα πίσω της.

Κι όταν δεν τραγουδάει, μοιράζει τον χρόνο της στις αγροτικές εργασίες πλάι στον άντρα της, στο μπαξέ που έστησε καλλιεργώντας λαχανικά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά και στο ψάρεμα που λατρεύει. «Μεγάλωσα με ελληνική μουσική. Ο πατέρας μου άκουγε ελληνικά τραγούδια από νέος. Επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα κι έφερνε δίσκους στο σπίτι. Κάθε δεύτερο χρόνο ήμασταν εδώ για διακοπές με ιστιοπλοϊκό σκάφος. Στο Ιόνιο κυρίως, στην Κρήτη, αλλά και στην Κω, στο σπίτι ενός φίλου μας. Τι να πρωτοθυμηθώ; Από τους ρεμπέτες λάτρευε τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, την Εσκενάζυ και τη Γεωργακοπούλου. Άκουγε όμως και Νταλάρα, Αλεξίου, ακόμη και Αρβανιτάκη. Ο πατέρας μου αγαπούσε τόσο πολύ τους ρυθμούς. Όταν ήμασταν 5-6 ετών με την αδερφή μου, μας έμαθε να χτυπάμε ζεϊμπέκικο πάνω στο τραπέζι. Πηγαίναμε και σε ελληνικές βραδιές στη Ζυρίχη. Κάποια στιγμή παρακολούθησε ένα σεμινάριο και μετά μάθαμε κι άλλους χορούς, όπως καλαματιανό», είπε η νεαρή Ελβετίδα, η οποία στη συνέχεια αναφέρθηκε στη γνωριμία με τον άντρα της: «Στο Πήλιο γνωριστήκαμε. Ο Νίκος κρατάει από την Αργαλαστή. Η μητέρα του είχε και μία ταβέρνα, γνωστή στο χωριό, με την επωνυμία «Το Σοκάκι». Φέτος την έκλεισε μετά από 30 χρόνια, γιατί αλλιώς θα της έκοβαν τη σύνταξη. Ήρθα εδώ για διακοπές μέσω ενός προγράμματος που σου δίνει τη δυνατότητα να εργαστείς εθελοντικά σε βιολογικές φάρμες σε όλο τον κόσμο. Από τότε είμαστε ζευγάρι, ενώ τραγουδάμε και μαζί. Πιο παλιά μαζί με άλλα σχήματα, αλλά φέτος ήμασταν ζευγάρι. Την τελευταία πενταετία βγάζουμε τον χειμώνα στο Λεφόκαστρο, ενώ το καλοκαίρι μας βρίσκει στη Μηλίνα. Κάθε Γενάρη πάμε στο εξωτερικό. Ξεκινάμε από τη Ζυρίχη, πάμε Γερμανία στο Μόναχο και το μουσικό μας «ταξίδι» ολοκληρώνεται στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας».

Στη συνέχεια εξιστόρησε πώς προέκυψε η εκμάθηση του μπαγλαμά και του μπουζουκιού: «Ο Νίκος, παρότι αυτοδίδακτος, ξέρει καλό μπουζούκι. Μετά τα πρώτα «πατήματα», μαθήτευσε στο πλευρό του Κάρολου και του Νίκου Μιλάνου. Κοντά τους έμαθε πολλά. Στην αρχή που μετακόμισα εδώ, δεν ήξερα όλο το βράδυ τι να κάνω. Δεν γνώριζα κόσμο κι έτσι πήγαινα μαζί του και περνούσα τον χρόνο μου πλέκοντας κάλτσες. Όπως ακριβώς στο λέω. Κι άκουγα και τα τραγούδια. Μια μέρα μου είπε: Πάρε ένα μπαγλαμά και παίξε. Του απάντησα: Πας καλά; Δεν ξέρω καν να παίζω. Μου έδειξε πώς να ξεκινήσω κι άρχισα με ρε μινόρε. Εκείνη η βραδιά ήταν στον Κατηγιώργη, στα γενέθλια από κάποιους Αυστριακούς. Έτσι βγήκε όλο το βράδυ. Στους Αυστριακούς φάνηκε λίγο περίεργο, αλλά οι Έλληνες που μας γνώριζαν, ενθουσιάστηκαν με το παίξιμό μου. «Μπράβο, κι έλα ξανά», μου είπαν τότε. Έτσι άρχισα να παίζω πιο συχνά, έμαθα και τα ακόρντα σιγά-σιγά. Επί δύο χρόνια είχα τον μπαγλαμά. Έναν χειμώνα, Γενάρης ήταν θυμάμαι, μου είπε να μάθω και κιθάρα. Και τι να κάνω. Άρχισα να παίζω. Και εκεί που δεν μου άρεσε, πλέον τη λατρεύω. Το αστείο της υπόθεσης είναι άλλο. Όταν ήμουν πιο μικρή, κάπου 11-12 χρόνων, ασχολήθηκα με το πιάνο. Ωστόσο, δεν μου άρεσε ιδιαίτερα και σταμάτησα. Μετά γράφτηκα στο καλλιτεχνικό λύκειο. Εκεί είχα και μαθήματα φωνητικής. Τέσσερα χρόνια έκανα, αλλά δεν ήθελα σολιστικό όργανο, γιατί βαριόμουν να μάθω τις νότες και τώρα βρέθηκα να παίζω, τόσο μπουζούκι, όσο και μπαγλαμά».

Και κάπως έτσι, βρέθηκε και πίσω από το μικρόφωνο. Μάλιστα, η 30χρονη Ελβετίδα θυμάται ακόμη το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε: «Ήταν το «Βήμα-βήμα» της Χαρούλας Αλεξίου. Έπειτα, ακολουθούσα τα τραγούδια που έλεγαν παλιά ο άντρας μου και ο Γιώργος Λυμπερόπουλος. Παίξαμε τρία χρόνια μαζί, ενώ πλάι στον Θεόδωρο Κουτσοβαγγέλη και τον Νίκο Κατσαφούρη έμαθα επίσης αρκετά. Περισσότερο τραγουδάω παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα βέβαια. Στο ρεπερτόριο μας έχουμε κοντά στα 400 κομμάτια περίπου. Τώρα τελευταία μου αρέσει ένα τραγούδι του Χιώτη. «Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ». Πολύ όμορφο κομμάτι. Το ερμηνεύω συχνά αυτή την περίοδο».

Η Romina Sauter μίλησε και για όσα σκέφτεται, κάθε φορά που τραγουδάει ελληνικά: «Όταν τραγουδάς, η σκέψη ταξιδεύει. Αν και τις περισσότερες φορές συγκεντρώνομαι στον κόσμο. Να μη χάνει το κέφι του. Όσο για τις κριτικές που εισπράττω; Το πιο όμορφο σχόλιο που έχω ακούσει είναι ότι τραγουδάω ως Ελληνίδα. Αυτό μ’ αγγίζει πολύ, γιατί είμαι από την Ελβετία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εκείνος που θα μας ακούσει με τον άντρα μου, το λαϊκό τραγούδι τον αγγίζει. Δεν είναι μουσική που φτιάχτηκε για το χρήμα, όπως σήμερα. Τότε οι στίχοι ήταν βγαλμένοι μέσα από την καρδιά για τους ανθρώπους».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το