Τοπικά

Μειωνόμαστε και γηράσκουμε – Οι προβολές εξέλιξης του πληθυσμού της χώρας από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

«Η Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 2010, δημογραφικά, διαφέρει σημαντικά από αυτή της πρώτης μεταπολεμικής περίοδού. Είμαστε περισσότεροι απ’ ό,τι το 1950, αλλά, ταυτόχρονα, ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, είμαστε πιο γερασμένοι, κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, χωρίζουμε πιο εύκολα, η δομή των νοικοκυριών και των οικογενειών μας έχει αλλάξει ριζικά, είμαστε εξαιρετικά άνισα κατανεμημένοι στον χώρο και ταυτόχρονα ο πληθυσμός μας από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» συμπεριλαμβάνει σήμερα 900.000 περίπου αλλοδαπούς που ζουν μόνιμα στη χώρα μας» τονίζεται από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Τμήματος Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η μελέτη έγινε από τον καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη που περιγράφει τις προβολές για την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας μέχρι και το 2050.
Όπως επισημαίνει, οι δημογραφικές εξελίξεις τις άμεσα επόμενες δεκαετίες θα οδηγήσουν σε μια επιτάχυνση της γήρανσης και σε μια μείωση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, του πληθυσμού μας. Οι επιπτώσεις τόσο των προαναφερθεισών αλλαγών, όσο και αυτών που αναμένονται, είναι πολλαπλές, και έχουν αρχίσει ήδη να μας προβληματίζουν. Αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να καταλαβαίνουμε ότι η Δημογραφία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε, καθώς το «δημογραφικό» είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Ο πληθυσμός της Ελλάδας, παρόν και παρελθόν
Ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε κατά 3,1 εκατομμύρια (7,6 εκατ. το 1951, 10,7 το 2018). Η αύξηση αυτή προήλθε αποκλειστικά από την αύξηση του πληθυσμού των 15 ετών και άνω, καθώς το πλήθος το 0-14 ετών μειώθηκε κατά 600 χιλιάδες περίπου, ενώ αντιθέτως οι >15 ετών αυξήθηκαν κατά 3,7 εκατομμύρια (+67% σε σχέση με το 1951). Ανάμεσα στο 1951 και το 2018 όμως οι άνω των 65 ετών και οι >85 ετών αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους 15-64 ετών: Το πλήθος της πρώτης ομάδας τετραπλασιάσθηκε, το πλήθος των 85+ πολλαπλασιάστηκε επί 11, ενώ οι 15-64 ετών αυξήθηκαν μόνον κατά 64%. Το αποτέλεσμα των πρότερων μεταβολών ανάμεσα στο 1951 και το 2018 ήταν η γήρανση του συνολικού πληθυσμού που αποτυπώνεται στη δημογραφική μας πυραμίδα αύξηση της μέσης ηλικίας του κατά 14 έτη (30,2 το 1951 44,2 σήμερα) και, εν μέρει, και στην αύξηση της μέσης ηλικίας του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών) που από 35 έτη το 1951 αυξήθηκε στα 41,5 έτη το 2018 (+ 6,3 έτη).
Την ίδια περίοδο:
1) Ο πληθυσμός μας έχει αστικοποιηθεί ταχύτατα, καθώς σχεδόν το 75% κατοικεί πλέον σε αστικές περιοχές (έναντι του 38% το 1951) και έχει συγκεντρωθεί σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης),
2) έχει αυξηθεί κατά περίπου 15 έτη ο μέσος προσδοκώμενος χρόνο ζωής στη γέννηση («γήρανση εκ των «άνω»),
3) έχει περιορισθεί η γονιμότητα/γεννητικότητα (γήρανση εκ των «κάτω») με αποτέλεσμα οι γεννήσεις το 2018 να είναι σχεδόν οι μισές από αυτές των αρχών της δεκαετίας του 1950, οι δε γυναίκες που γεννήθηκαν το 1980 να κάνουν λιγότερα παιδιά από τις προηγούμενες γενεές. Ειδικότερα, οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1935 έφεραν στον κόσμο 2,3 παιδιά (αναπαραγόμενες οριακά αν λάβει κανείς υπόψη και την θνησιμότητα της εποχής), αυτές που γεννήθηκαν το 1960 1,95 και αυτές που γεννήθηκαν το 1980 μόλις 1,5 κατά μέσο όρο. Παράλληλα, στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1965 αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό των άτεκνων και άγαμων, των γεννήσεων εκτός γάμου και η ένταση των διαζυγίων.

Οι προβολές του πληθυσμού της Ελλάδα στον ορίζοντα του 2050
Τα κύρια ευρήματα των προβολών που διεξήγαμε πρόσφατα για τη χώρα μας στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας συνοψίζονται στα εξής:
1) Η μείωσή του πληθυσμού την επόμενη τριακονταπενταετία αναμένεται να είναι συνεχής, αν και με διαφοροποιημένους ανά σενάριο/περίοδο ρυθμούς. Τα έξι σενάριά μας δίδουν:
ι) Πληθυσμό το 2035 που θα κυμαίνεται από 10,4 έως 9,5 εκατ. έναντι 10,85 εκατ. το 2015, ήτοι μειώσεις από 0,44 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές (και από -4,1 έως και -12, 4%).
ii) Πληθυσμό το 2050 που θα κυμαίνεται από 10 έως 8,3 εκατ. έναντι 10,85 εκατομ. το 2015, ήτοι μειώσεις σε απόλυτες τιμές από 0,8 έως και 2,5 εκατ. (από -7,3 έως και -23,4%).
Ειδικότερα, τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) σε όλα τα σενάρια και σε όλες σχεδόν τις πενταετίες αναμένεται να είναι -αν και με μεγάλες διακυμάνσεις- αρνητικά, ενώ η φαινόμενη μετανάστευση (είσοδοι – έξοδοι) ανά πενταετείς περιόδους σε τέσσερα από τα έξι σενάρια είναι θετική (αν και με σημαντικές διακυμάνσεις), ενώ σε δύο είναι αρνητική. Είναι ταυτόχρονα προφανές ότι τα μεταναστευτικά ισοζύγια θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, καθώς αν παραμείνουν αρνητικά, ο αναμενόμενος πληθυσμός της χώρας μας θα είναι τόσο το 2035 όσο και το 2050, μικρότερος από τους προαναφερθέντες.
Εκτός όμως από τις διαφορές σε απόλυτα μεγέθη του συνολικού πληθυσμού ανά σενάριο, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην ηλικιακή του δομή, καθώς:
● Το 2035 το ποσοστό των >65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 3% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% – 27,2% για τους πρώτους και 4,1% – 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα από 11,0% έως 12,4% και από 15,8% – 14,2%
● Το 2050 το ποσοστό των >65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 3% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% – 30,3% για τους πρώτους και 6,5% – 4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και από 19% – 15,4% για τη δεύτερη ομάδα αντίστοιχα.
Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του προφανώς αναμένεται να έχουν άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος φθίνει συνεχώς. Ειδικότερα, το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015), θα κυμανθεί από 60 έως 61% στο τέλος δε της προβολικής περιόδου (2050) από 54 έως 56,5%. Η μείωση επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030, η επιτάχυνση δε αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: Στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας των ολιγοπληθών γενεών >2010 και στην προοδευτική έξοδο από την ομάδα αυτή των πολυπληθέστερων γενεών των ετών 1955 – 1975. Η μείωση αυτή θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,7 εκατ. το 2015), ο οποίος ενδέχεται το 2035 να υπολείπεται, αυτού του 2015 (ευνοϊκότερο/ δυσμενέστερο σενάριο) κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 -1,7 εκατ.

Οι δημογραφικές προκλήσεις…
Ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει πως «οι δημογραφικές μας μεταπολεμικά εξελίξεις ως έναν βαθμό επηρεάζουν, όπως προαναφέραμε και το άμεσο μέλλον, οι δε προβολές του πληθυσμού μας το επιβεβαιώνουν δημιουργώντας έντονες ανησυχίες. Η ανόρθωση επομένως της δημογραφίας μας απαιτεί προφανώς μέτρα και παρεμβάσεις στα πλαίσιο μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής. Στο σημείο δε αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στη χώρα μας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας με κοντινές δημογραφικές εξελίξεις:
1) Δεν υπήρξε -και δεν υπάρχει ακόμη- μια ενεργή δημογραφική πολιτική (και προφανώς και επιτελικές δομές για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη μέτρων / συντονισμό των δράσεων / αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σε επίπεδο κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης).
2) Η δημογραφική παιδεία, εκπαίδευση και έρευνα (ως και η εκλαϊκευμένη διάχυση των αποτελεσμάτων της), αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας δημογραφικής πολιτικής είναι ελλειμματικές. Αναδεικνύεται ταυτόχρονα μια έντονη αντίφαση: Από τη μια μεριά έχουμε την αύξηση του ενδιαφέροντος για τα δημογραφικά μας δρώμενα τόσο από τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, όσο και πλήθος προερχομένων από διαφορετικά πεδία επιστημόνων (οι οποίοι όμως, συνήθως, δεν διαθέτουν τα αναγκαία εφόδια για τη διείσδυση στη δημογραφική πραγματικότητα και την ανάλυση των δημογραφικών φαινομένων), ενώ από την άλλη η έρευνα σε θέματα που άπτονται των πληθυσμιακών μας εξελίξεων (ειδικότερα δε η δημογραφική έρευνα) στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διανύει τα πρώτα της βήματα.
Η αναγκαιότητα της ανάπτυξης της έρευνας και της απόκτησης δημογραφικής παιδείας είναι προφανής (αν η γνώση αναδεικνύει προβλήματα, η αγνοία δεν μπορεί να τα λύσει), όπως προφανής είναι και η αναγκαιότητα λήψης μέτρων στο πλαίσιο μιας δημογραφική πολιτικής (γεγονός που έχει ακόμη μια φορά επισημανθεί και στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής που κατατέθηκε και συζητήθηκε στην Ολομέλειά της πρόσφατα (5/3/2018). Ας ελπίσουμε ότι τα πορίσματα της Επιτροπής αυτής θα αξιοποιηθούν τονίζοντας ακόμη μια φορά ότι η «Δημογραφία» αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το