Άρθρα

Μεγάλη Παρασκευή στην Αγία Τριάδα, στο εκκλησάκι του Νοσοκομείου

Της Ελένης Λαμπράκη

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την Παρασκευή, τη Μεγάλη Παρασκευή, που γράφτηκε για πάντα στην καρδιά μου.
Και το πιστεύω ακράδαντα, πως η καρδιά είναι αυτή που ενεργοποιεί το μυαλό και ξυπνάει τη μνήμη.
Γιατί αν δεν συγκινήσει, δεν συγκλονίσει κάτι την καρδιά, το μυαλό δεν συγκρατεί.
Εκείνη τη χρόνια λοιπόν, ούτε θυμάμαι ακριβώς ποια, η μάνα μου αποφάσισε να προσκυνήσουμε για πρώτη φορά τον Επιτάφιο της Αγίας Τριάδας, της μικρής εκκλησίας του Νοσοκομείου του Βόλου.
Δεν ξέρω πώς της ήρθε. Θες επειδή φέτος με τα διαβάσματα δεν πήγαμε στο χωριό και της έλειπε η ενορίτισσά μας η Αγία Τριάδα; Θες επειδή θαλασσοδερνόταν ο πατέρας μου , ναυτικός γαρ, κι είχαμε και φέτος τον καημό μας; Δεν τη ρώτησα ποτέ μου.

Από νωρίς μας φώναζε να ετοιμαστούμε γιατί «Θ’ απολύσει ο παπάς. Θα πάμε τελευταίοι. Θα γίνει του εχθρού». Τρία παιδιά μόνη της, έπρεπε να μας φέρει βόλτα. Τελικά τα κατάφερε και πήγαμε σχετικά στην ώρα μας.
Ω! Ήταν όμορφη αυτή η εκκλησούλα! Πέτρινη, χαριτωμένη, παραθαλάσσια , στη μέση μιας πλακόστρωτης αυλής που ολόγυρά της είχε παρτέρια με ευωδιαστά λουλούδια.
Δεν έμοιαζε βέβαια με τον πελώριο, στα μάτια μου, ασβεστωμένο ναό της Αγίας Τριάδας στην κορυφή του χωριού μου, με το ψηλό καμπαναριό και την τεράστια πλατεία που παίζαμε μπάλα, αλλά κάθε εκκλησία, εκκλησάκι, παρεκκλήσι, ξωκκλήσι, έχει «τη χάρη του Θεού» όπως λέει η μάνα μου.
Υπήρχε κόσμος μέσα κι έξω από τον προαύλειο χώρο, γιατί όσοι έμπαιναν στον ναό να «κολλήσουν» κερί και να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο, έβγαιναν, καθότι προφανώς δεν χωρούσε άλλους.

Η αλήθεια όμως είναι πως έξω από τον ναό, δεν καταλαβαίνεις και πολλά πολλά από λειτουργία, γιατί κάποιον θα χαιρετίσεις, με κάποιον θα μιλήσεις, κάποιον θα σχολιάσεις… Δεν βλέπεις την όλη ιεροτελεστία. Κι αν τυχόν κι έχουν και τα μεγάφωνα στη διαπασών και σε ξεκουφαίνουν οι ψαλτάδες κι ο παπάς, τότε είναι που δεν ακούς και τίποτα!
Ευτυχώς, δεν περιμέναμε πολλή ώρα στην ουρά.
Μόλις πάτησα το πόδι μου στο κατώφλι του ναού…Ω τι έκπληξη!
Σίγουρα αυτή η εκκλησούλα που δεν την πιάνει το μάτι σου, είναι ξεχωριστή, μοναδική!
Δεν έφτανα να δω τις εικόνες στο τέμπλο, γιατί οι πλάτες των ανθρώπων μπροστά μου σχημάτιζαν τοίχο, αλλά πρόσεξα καλά τη γλυκύτατη μορφή της Πλατυτέρας των Ουρανών πάνω από το ιερό.
Ήταν σαν…σαν…σαν άυλη!
Ναι! Έτσι μου φάνηκε. Σαν πνεύμα!
Σαν να μην τη ζωγράφισε ανθρώπου χέρι, αλλά να σχηματίστηκε η μορφή της με το ταπεινό φως από το καντήλι της, στα χρώματα μιας προσευχής.
Κρατούσε στην αγκαλιά της και με τα δυο της χέρια τον Χριστό, καθισμένο στα πόδια της, κι είχε όλη την οικουμένη στην ποδιά της!
Στα δεξιά κι αριστερά της, δυο άγγελοι τη δοξολογούν.

Αυτό το γλυκό καλωσόρισμα, αυτή η…η …η αόρατη εικόνα της Παναγίας με τα ζεστά, του φωτός χρώματα, μου πλημμύρισε την καρδιά. Να, κάπως έτσι την αισθάνομαι πάντα δίπλα μου!
Κοίταξα ψηλά. Ο Παντοκράτορας, ήρεμος, με κοιτούσε σαν να μου έλεγε «Καλώς την. Σε ξέρω εσένα». Κρατούσε το Ευαγγέλιο Του όπως κρατάμε πάνω στην καρδιά μας ένα δώρο που θα χαρίσουμε σ’ ένα αγαπημένο μας πρόσωπο.
Έτσι ήταν γύρω Του και οι άλλες εικόνες, και καθόλου δεν με φόβιζαν όπως οι άγιοι στις εκκλησίες.
Οι άγιοι οι ξερακιανοί, οι βλοσυροί σαν θυμωμένοι, οι ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και τα μαρτύρια. Οι βυζαντινοί άγιοι, που οι σύγχρονοι αγιογράφοι τούς ενώνουν σε ένα τόσο έντονο μπλε φόντο που «μας τυφλώνει» σύμφωνα με τη μάνα μου.
Ετούτοι δω ήταν άλλο. Ήταν γλυκείς, γαλήνιοι, φωτεινοί…
Κάτι σκίρτησε μέσα μου…
Οι …άυλες υπάρξεις, το λιβάνι, οι ψαλμωδίες, τα μοσχοβολιστά λουλούδια του Επιταφίου…
Του Επιταφίου, που ευτυχώς που ήταν μικρός και δεν μας έβαλε η μάνα μου να περάσουμε από κάτω τρεις φορές για ευλογία, γιατί θα ντρεπόμουν πάρα πολύ μπροστά σε τόσο κόσμο.
– Ποιος έκανε την αγιογραφία; ρώτησα τη καντηλανάφτισσα που εκείνη την ώρα άρπαζε μια χούφτα κεριά για να τα σβήσει.
Άστα να κάψουν λίγο χριστιανή μου! Τι συνήθεια κι αυτή! Σκέφτηκα. Όλες οι καντηλανάφτισσες το ‘χουν αυτό, να σβήνουν το κερί πριν αυτός που το άναψε προλάβει καλά καλά να προσκυνήσει.
– Ένας ζωγράφος Γουναρόπουλος, μου απάντησε βιαστικά και βάλθηκε με μανία να σβήνει όποιο κεράκι ύψωνε ανάστημα στο μανουάλι.
Έξω, στην αυλή μια αναστάτωση, μια οχλαγωγία…Όλοι είχαν ανάψει τις λαμπάδες τους.
Μικρά μικρά φωτάκια. Ένας έναστρος ουρανός πάνω στη γη!
Σε λίγο θα άρχιζε η περιφορά. Είχε κιόλας νυχτώσει. Η καμπάνα, κρεμασμένη σ’ ένα σιδερένιο Π στην άκρη της αυλής, χτυπούσε πένθιμα.
Βγήκαν τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα, ο Σταυρός, χωρίς τον Εσταυρωμένο, ο Επιτάφιος, ο παπάς, το λιβανιστήρι, οι ψαλτάδες. Η Παναγιά, μόνη της…
– Πού θα γίνει η περιφορά; ρώτησα τη μάνα μου.
– Σσσ, μου έγνεψε.
Με κρατούσε από το χέρι. Με το άλλο κρατούσε μια λαμπάδα που μύριζε κηρήθρα. Η αδερφή μου κρατιόταν από τη φούστα της κι ο αδερφός μου, μεγαλύτερος αυτός, ακολουθούσε δίπλα σε μένα.
Χωθήκαμε στο πλήθος.
Πίσω από την εκκλησούλα υπήρχε ένα μικρό, σιδερένιο πορτάκι που για να περάσει ο Σταυρός κι Επιτάφιος έπρεπε να χαμηλώσουν.
Παρατήρησα πως ασυναίσθητα έσκυβε κι ο κόσμος το κεφάλι, ενώ μπορούσε να περάσει άνετα.
Κι από κει και μετά…ησυχία.
Όσοι περνούσαν από αυτό το πορτάκι, ενώ ήμασταν σε εξωτερικό χώρο, σταματούσαν να φλυαρούν λες κι έμπαιναν σε χώρο ιερό!
Μου φάνηκε πολύ παράξενο, γιατί το ξέρω πολύ καλά πως κατά την περιφορά του Επιταφίου λίγοι είναι αυτοί που «έχουν σέβας».
Όλοι οι άλλοι χαιρετάνε γνωστούς, συζητάνε που θα ψήσουν, που θα περάσουν το Πάσχα, τι ρούχα ψώνισαν φέτος, τι δώρα πήρε η νονά και τα σχετικά.
Τώρα, σ’ αυτή την πομπή, τίποτα. Μόνο η φωνή των ψαλτάδων ακουγόταν, απαλή, βραχνή, κι η καμπάνα που χτυπούσε πένθιμα. Όλοι περπατούσαν αργά, συρτά, ευλαβικά.
– Αυτό είναι το Νοσοκομείο; ρώτησα ψιθυριστά τη μάνα μου.
– Ναι, μου απάντησε μ’ ένα νεύμα.
Δεν ξαναμίλησα. Κοιτούσα γύρω μου. Όσο προχωρούσε η νεκρική πομπή «τ’ αστεράκια» φώτιζαν το σκοτάδι κάτω από τις πευκοβελόνες.

Μέσα από τα παράθυρα του Νοσοκομείου, κολλημένοι στα τζάμια, ασθενείς με πιτζάμες και με τον όρο στο χέρι σταυροκοπιόντουσαν. Μανάδες με άρρωστα παιδιά στην αγκαλιά. Στα μπαλκόνια γιατροί, νοσοκόμες, ασθενείς με πατερίτσες και αμαξίδια, συνοδοί ασθενών, όλοι κρατούσαν από ένα κεράκι και κλαίγανε βουβά.
Μορφές πονεμένες, ταλαιπωρημένες , βασανισμένες, σχεδόν εξαγνισμένες.
Να πώς! Σαν ζωντανές βυζαντινές εικόνες.
Ήταν όμως ήρεμες, μ’ ένα φως να τρεμοπαίζει στα μάτια τους, γιατί, είμαι σίγουρη που το λέω, η καρδιά τους περίμενε το θαύμα.
Ο Επιτάφιος σταμάτησε στη μέση της αυλής.
Ο παπάς λιβάνισε, ευλόγησε και δάκρυσε κι αυτός, όχι μπροστά στο Θείο, μα μπροστά στο ανθρώπινο δράμα…
Ο αναστεναγμός, ο λυγμός και το δάκρυ έγιναν ψαλμός, ύμνος…Αι γενεαί πάσαι …
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Δεν ξέρω ειλικρινά, αν εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή, υπήρξε κάποιος που δεν δάκρυσε, που δεν προσευχήθηκε στον Χριστό και στην Παναγία για την υγεία όλου του κόσμου, που δεν περίμενε με λαχτάρα την Ανάσταση!
Εύχομαι σε όλο τον κόσμο υγεία, καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το