Άρθρα

Με τη χαρμολύπη του τοπίου

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου
(Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ)

Σπουδή πνευματικής οδοιπορίας το έργο του Παπαδιαμάντη διατρέχει πρόσωπα και τοπία που προοικονομούν την εγκαρτέρηση, τα πάθη και τους καημούς της κοινωνίας των ταπεινών. Στο διήγημά του «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» η αναλυτική περιγραφή του τοπίου είναι το μυσταγωγικό σκηνικό που περιβάλλει το ναΐσκο της Παναγίας της Πρέκλας. Το προαύλιο της εκκλησίας είναι ο χώρος που οι αναμνήσεις ξετυλίγονται, συνυφαίνονται με τον ρεμβασμό του τοπίου και καταλαγιάζουν με την παρακλητική παραμυθία τον πόνο της ψυχής.
Η θεαματικότητα του τοπίου – το Spectaculum – ενός βουνού που ορθώνεται επιβλητικά και με την αρμονία του, τις εναλλαγές του, την υποκείμενη γεωμετρία του, εντυπωσιάζει τον Πετράρχη, είναι ο τόπος θαυμασμού, σάρωσης του ορίζοντα που ξανοίγεται, της πανοραμικής ανίχνευσης.
Το τοπίο μπορεί να είναι και κάτι διαφορετικό. Μέσα από ένα αδιάκοπο παιχνίδι συνειρμικών αναδρομών μπορεί να μεταβληθεί από μια γωνιά του κόσμου σε σύμπαν βιωματικό και υπαρξιακό, όπου συναιρούνται το πνευματικό και το υλικό, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη συναισθηματική του πληρότητα μέσα από την απέριττη λιτότητα μιας βιωτής που αρκείται να «ζει μ ’αγάπη και δροσερό νερό».

Όμως το τοπίο δεν είναι μόνο σύνθεση των αντιληπτικών δυνατοτήτων και αισθητηριακών μας λειτουργιών. Εκτός από τους σχηματισμούς των μαιάνδρων των νερών και των οροσειρών, των ονειρικών ακρογιαλιών, είναι ένας τόπος φορτισμένος από βιώματα, από επικοινωνία, χρωματισμένος από ποικίλα συναισθήματα. Είναι το πεδίο, όπου το αντιληπτικό αποκαλύπτεται ταυτόχρονα με το συναισθηματικό. Είναι ο τόπος που αγαπήσαμε, ο τόπος που ζήσαμε στιγμές μοναδικές, ο τόπος που ανακαλύπτουμε κάθε φορά με διαφορετική ματιά, με πρωτόγνωρη συχνά συγκίνηση που υπερβαίνει την αδράνεια και τη φαινομενολογία της φωτογραφικής αποτύπωσης. Είναι ένα πεδίο ανοιχτό σε νέες ανακαλύψεις, σε βιωματικές εμπειρίες, όπου η φύση συναντά την εσωτερική μας εξερεύνηση, και γίνεται τόσο οικείο που θα θέλαμε να ζήσουμε παντοτινά.

Τα τοπία μπορεί να είναι όμως και οι αναμνήσεις μας από τις διακοπές. Εκεί που σκέψη και σώμα νιώθουν απαλλαγμένα από τη βαρύτητα των συμβάσεων της αστικής ζωής στην ουτοπική αναζήτηση της εποχής των παιδιών των λουλουδιών. Γιατί με τον καταναλωτικό παροξυσμό οι διακοπές στο εξοχικό, το επόμενο μετά το αυτοκίνητο επίζηλο τρόπαιο του αλλοτριωμένου ατόμου, είναι συχνά μια ματαίωση αν αναλογισθεί κανείς την αγχώδη μετακόμιση και την ένταση των καθημερινών ασχολιών. Μας το υπενθυμίζει κι ο πρωταγωνιστής της κινηματογραφικής ταινίας «Οι Διακοπές του Κυρίου Ιλό» (Les Vacances de Monsieur Hulot) στη διαβρωτική και συνάμα απολαυστική οπτική του Jacques Tati. Ο κ. Hulot, που με την εκκεντρική σιλουέτα του ταξιδιώτη μιας άλλης εποχής αναχωρεί στο τιμόνι του παλιού αυτοκινήτου του για να ταράξει τη θερινή ηρεμία των παραθεριστών σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο θέρετρο στις ακτές του Ατλαντικού. Διασχίζει ανέμελος την παραλιακή πλήξη, ανάμεσα στα κάστρα της άμμου, όπου ξαφνικά ξεσπά το γέλιο, ενώ τα παλάτια ανοίγουν για να υποδεχθούν την Ωραία Κοιμωμένη με τις κραυγές και τις επευφημίες των παιδιών, όπου η μικρή παραλία φωτίζεται από πυροτεχνήματα, όπως στην εθνική γιορτή της 14ης Ιουλίου. Μόνο που φθάσαμε στον Σεπτέμβριο. Ο κ. Hulot θέλει να απολαύσει τις διακοπές σ’ όλη τη διάρκεια του έτους, επιθυμεί να παραμείνει αντικομφορμιστής, ν’ αλλάξει χαρακτήρα, εμφάνιση, γι’ αυτό μεταμφιέζεται σε πειρατή. Οι άλλοι περνούν τις διακοπές τους δέσμιοι του παρελθόντος τους (ο στρατηγός που διηγείται τα κλέη του), του παρόντος τους (ο επιχειρηματίας κρεμασμένος στο τηλέφωνό του), της εικόνας τους (ο λογοκόπος διανοούμενος). Το τοπίο για τον κ. Hulot είναι το μεταμορφωμένο μέσα από τη δράση και τις αδέξιες κινήσεις του σύμπαντος.

Το τοπίο προκύπτει τελικά ως ανασύνθεση των αισθήσεων, αλλά και μια κατασκευή σύμφωνα με πεποιθήσεις, αισθητικούς κώδικες που αλλάζουν. Ένα τοπίο και οι αντιδράσεις που εμπνέει ή προκαλεί σε εμάς δεν είναι ποτέ δεδομένο. Αντίθετα, είναι μια συμπύκνωση εμπειριών, βιωμάτων, γνώσης, πεποιθήσεων, αισθητικών αντιλήψεων.
Τα τοπίο είναι σε θέση να αφυπνίσει μια οικεία σχέση. Κάποια αξέχαστα ηλιοβασιλέματα, μια ονειρική αυγή, η φύση μετά από μια ξαφνική μπόρα, είναι μικρά θαύματα που εμπλουτίζουν τις διαστάσεις της εμπειρίας. Τοπία με μια βαθιά γαλήνη, με ένα πέπλο μυστηρίου, που ζωντανεύουν από τη φωνή του κόσμου, αναστέλλουν τον χρόνο, μας συνδέουν με αγαπημένα πρόσωπα που δεν είναι πια μαζί μας, έχουν ιερό νόημα. Τοπία που δίνουν νόημα σε αυτό που επιθυμούμε να ζήσουμε. Γίνονται ένα πλαίσιο, μια κλίμακα αναφοράς που μας επιτρέπουν να τοποθετηθούμε και να προσανατολιστούμε στη ζωή.

Γιορτή του Δεκαπενταύγουστου με τις μεγάλες μνήμες. Με το καμπαναριό να δεσπόζει στο χωριό, με κυκλωτικούς χορούς στο πανηγύρι, με τα χτυποκάρδια του φτερωτού θεού.
Στο κέντρον της επάνω πόλεως
με το καμπαναριό της, που είν’ ένα στολίδι
του λιμένος και της προσόψεως,
στέκει ο ναός της Παναγίας.

Ωραίος ο ναός, το τέμπλο ωραίο,
ωραία τα λαμπρά τα εικονίσματα,
ωραίες κι οι νορίτισσες που εκκλησιάζονται,
όλα ωραία.
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στην Παναγία τη Σαλονικιά)
Το τοπίο της εκκλησιάς με το καμπαναριό: Στο κέντρο μιας ολόκληρης συμβολικής τάξης όπως αριστοτεχνικά το αναλύει ο Alain Corbier στην περισπούδαστη μελέτη του «Les cloches de la terre» (Οι καμπάνες της γης). Η καμπάνα που ορίζει τον ρυθμό της αγροτικής ζωής, που προσανατολίζει τον χώρο, που καθορίζει μια ταυτότητα και κρυσταλλώνει ένα δέσιμο με τον τόπο. Ο ήχος της μια γλώσσα, ένα σύστημα επικοινωνίας που συνοδεύει ξεχασμένους τρόπους σχέσεων μεταξύ ατόμων, μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών. Που γίνεται ήχος προειδοποίησης για την απειλή της φωτιάς ή του θανατικού, του τρόμου των επιδημιών, κάθε βαθιού συλλογικού αισθήματος.
Η εμπειρία του τοπίου, η ακρόαση των ήχων του κόσμου μας αποκαλύπτουν μια θεμελιώδη αξία που ως διαχειριστές και εγγυητές του πρέπει να αναδείξουμε για να γίνει αντιληπτό το νόημα του κόσμου στον οποίον ζούμε.
«Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.

Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου, ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.

Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας».
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ, Δέηση του Δεκαπενταύγουστου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το