Τοπικά

Ματωμένα Χριστούγεννα στο μοναστήρι – Δεκαετία του 1840-1850 στο Προμύρι

Σε μια άγνωστη ιστορία από το Νότιο Πήλιο και συγκεκριμένα από την περιοχή του Προμυρίου αναφέρεται ο αείμνηστος Βολιώτης λαογράφος και συγγραφέας Γιώργος Θωμάς. Μια ιστορία που σύμφωνα με την παράδοση έλαβε χώρα ανήμερα τα Χριστούγεννα και κάθε άλλο παρά στο πνεύμα των ημερών δεν μπορεί να ενταχθεί…

«Σε καλό να έβγαινε κείνη η ταπεινή δεξίωση που πρόσφεραν στους αγροδίαιτους οι καλόγεροι του μοναστηριού τ’ Αϊ-Σπυρίδωνα, μιάμιση περίπου ώρα έξω απ’ το Προμύρι, το χριστουγεννιάτικο πρωινό του 184…

Όλοι εύχονταν και στις στιγμές της στενής επικοινωνίας στ’ αρχονταρίκι και την ώρα που αναχωρούσαν οι αγρότες για τα καλύβια τους. Είχε σχεδόν αφανιστεί η ατμόσφαιρα του τρόμου που καλλιεργήθηκε ύστερ’ από το εφιαλτικό όνειρο του πάτερ Σωφρόνιου: Πως ένα μαύρο κοράκι στάθηκε πάνω απ’ το μοναστήρι κι έσφιξε με τα νύχια του τους καλόγερους τόσο δυνατά, ώστε τους νέκρωσε όλους. Ο πάτερ Σωφρόνιος αναστατωμένος ξύπνησε και τους λοιπούς αδελφούς, και κρύος ιδρώτας περιέλουσε όλους. Ήρθε όμως πιο ύστερα η ώρα της Ιερής Ακολουθίας των Χριστουγέννων, ζεστάθηκαν και από την παρουσία των δεκαπέντε, πάνω-κάτω, πιστών από τα κοντινά καλύβια κι έφυγε το βάρος της φοβίας.
Έφτασε βέβαια και η ώρα του μεσημεριάτικου φαγητού. Καλό φαΐ – κότες γεμιστές – και καλό κρασί, όλα προϊόντα του μοναστηριού και το κέφι να φουντώνει με δυο κούπες παραπάνω, ώστε μια γλυκιά ιλαρότητα κοντά στην ευθυμία, πλημμύρισε τα τριγυρινά. Πού να ’ξεραν όμως οι δυστυχισμένοι;

Η σφαγή
Βράδιασε όταν κλειδωμαντάλωσαν την καστρόπορτα και συντάχτηκαν πάλι όλοι στο μικρό αρχονταρίκι. Δείπνησαν πάλι αντάμα μέσα στο ίδιο κλίμα της ευφροσύνης συνεπαρμένοι κι απ’ το μεγάλο νόημα της ημέρας, αλλά και μέσα στο βουητό της βροχής που συνέχιζε να πέφτει έξω. Καμία σκιά φόβου δεν βασάνιζε τα σωθικά τους, ο γεννημένος Χριστός είχε καλλιεργήσει επίπεδα αγαλλίασης σε όλους – πεντέξι καλόγεροι, όσοι είταν. Έφαγαν κι αποσύρθηκαν στα κελλιά τους νωρίς, όπως πάντα, γιατί στις τέσσερις το πρωί θα ξυπνούσαν ξανά για τον Όρθρο.
Είταν και δεν είταν δέκα η ώρα τη νύχτα, όταν ακούστηκαν τα πρώτα χτυπήματα στην καστρόπορτα του μοναστηριού. Ξύπνησε πρώτος ο πάτερ Ιωάννης, ξύπνησαν και οι άλλοι το κατόπι μια και τα χτυπήματα είχαν τη συνέχεια.
– Να πάμε όλ’ μαζί να ιδούμε τι συμβαίνει, πρότεινε ο ηγούμενος.
– Ούλ’ μαζί, συμφώνησε κι ο πάτερ Ιγνάτιος κι να κρυφακούσουμε, να μη μ’ λήσουμε ντιπ, πριχού καταλάβουμε ποιοι είνι.
Συμφώνησαν κι αλαφροπερπάτητοι ζύγωσαν την πόρτα. Τα χτυπήματα απ’ έξω ολοένα και δυνάμωσαν. Δεν κρατήθηκε άλλο ο ηγούμενος κι άφησε φωνή:
– Ποιος είναι, ποιος είναι πατριώτ’;
– Ξέν’ είμαστε, η απάντηση απ’ έξω κι πάμε απ’ τουν Πλατανιά στου Βόλου κι έχουμε χάσ’ του δρόμου στου σκοτάδ’ κι στη βρουχή. Γίν’ καμε μουσκίδ’ κι τρέμουμε, ανοίχτε μας ν’ απαγγιάσουμε στου μοναστήρ’ κι η χάρη τ’ Χριστού να σας έχ’ καλά.
Οι καλόγεροι αναταράχτηκαν. Βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Να ασκήσουν κι εδώ το χρέος της φιλοξενίας ανοίγοντας την πόρτα ή να αδιαφορήσουν; Πήρε τον λόγο πάλι από μέσα ο ηγούμενος να εξετάσει καλύτερα:
– Αποπού ήρθατε στου Πλατανιά κι τι πάτε να κάνετι στου Βόλου;
– Απ’ τη Σαλουνίκ’ είμαστε κι ήρθαμε μι καΐκ’ στου Πλατανιά κι πάμε στου Βόλου να μπαρκάρουμε σε άλλου καΐκ’ απ’ μας πιριμέν’.
Δεύτερη φωνή διέκοψε την πρώτη:
– Είμαστε καλοί ανθρώπ’, μη φουβάστι, τρεις είμαστε κι δεν αντέχουμε άλλου τ’ βρουχή κι του κρύου, ανοίξτι, μέρα απ’ είνι σήμιρα κι η χάρ’ τ’ Χριστού μαζί σας.
Οι μοναστές άρχισαν να ξεθαρρεύουν και από την οικειότητα της συνομιλίας κι αποφάσισαν ν’ ανοίξουν την καστρόπορτα. Τρεις άγνωστες μορφές πρόβαλαν τότε μπροστά τους, πνιγμένες στη βροχή και τουρτουρίζοντας από το κρύο, μορφές αξιολύπητες στην πρώτη τους εμφάνιση.
– Λάτε, λάτε, ξεφώνισε αμέσως ο ηγούμενος, να σας πάμε στο κελί, να σας δώσουμε κι ρούχα ν’ αλλάξετε, να σας δώσουμε κι να φάτε…
Τους οδήγησαν σ’ ένα κελί, τους άναψαν το τζάκι και τους πρόσφεραν ό,τι είχε απομείνει απ’ το βραδινό φαγητό τους. Τους καληνύχτισαν και τράβηξαν στα κελιά τους. αλλοίμονό τους όμως: Οι ξένοι είταν ληστές! (1)

Από τον ύπνο στον θάνατο
Ανυποψίαστοι οι ρασοφόροι του «Αϊ-Σπυρίδωνα» πήραν τον ύπνο του δικαίου την ώρα που οι ληστές κατάστρωναν στο κελί τους τα μαύρα τους σχέδια. Περίμεναν όμως το πέρασμα κάποιας ώρας όσο να πέσουν σε ύπνο οι καλόγεροι κι ύστερα να δράσουν. Σηκώθηκαν λοιπόν πιο ύστερα και αλαφροπατώντας πέρασαν μέσα στο κελί του ηγούμενου στο Ν.Δ. τμήμα του μοναστηριού. Τον τράβηξαν απάνω και του ζητούσαν επίμονα τα χρήματα του καθιδρύματος.
– Έλεος, χριστιανοί, είναι φτωχό το μοναστήρ’, δεν έχουμε γρόσια, τίπουτα δεν έχουμε. Οι κλέφτες δεν πείστηκαν κι άρχισαν να τον βασανίζουν ώστε να μαρτυρήσει την κρυψάνα του μοναστηριού. (2) Τον χτυπούσαν, τον κλωτσούσαν, κι ύστερ’ από επανωτές αρνήσεις του άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. Ο φτωχός ηγούμενος έκανε καρδιά και παρακαλούσε για τη σωτηρία του. Στο τέλος τον αποτελείωσαν με τα μαχαίρια.
Στο αναμεταξύ είχαν οδηγήσει εκεί τους λοιπούς καλόγερους. Να ιδούν τη σφαγή του ηγουμένου τους και να… παραδειγματιστούν μαρτυρώντας τον μπεζαχτά τους. Πεισματωμένοι κι αυτοί κι ακολουθώντας τη στάση του αρχηγού τους, επιμένανε στην άρνηση τρέμοντας από την αγωνία μπροστά στα όσα έβλεπαν και προαιστάνονταν.
– Φτωχό το μοναστήρι μας – πανομοιότυπη η απόκριση – δεν έχουμε γρόσια, πάρτε ό,τ’ άλλο θέλετε, αλλά γρόσια πού να τα βρούμε;
Κάποιος απ’ τους ερημίτες θέλησε να κεντρίσει το φιλότιμο των ληστών:
– Έλεος, έλεος χριστιανοί, αδέρφια δεν είμαστε, και τι μέρα έχουμε σήμερα, και μας σκοτώσατε τον ηγούμενο και σκοτώνετε κι εμάς…
Δεν πρόφτασε να αποσώσει τον λόγο του κι ένας απ’ τους τρεις ληστές του ’μπηξε το μαχαίρι στα σωθικά.
Ξέμειναν οι υπόλοιποι τρεις – τέσσερις να αντικρίζουν κατάματα τον θάνατο, ζωντανοί – νεκροί πια.
– Δόστε τα γρόσια, ειδεμή σας σφάζουμε όλους.
– Κρίμα κι αμαρτία απ’ του Θεό να μας χαλάσατε, τι να σας δώσουμε, δεν έχουμι παράδις, έκραξε με τρεμάμενη φωνή ο πάτερ Γρηγόριος.

Τους έβαλαν όλους σε βασανιστήριο και δεν τους χαλούσαν, με την ελπίδα πως κάποιος θα ομολογούσε την κρυψάνα. Οι καλόγεροι επιμένανε ουρλιάζοντας, με τα χτυπήματα και τις μαχαιριές να συνεχίζονται και το μαρτύριο να μεγαλώνει. Τ’ άκουγε όλα κρυμμένος στην απέναντι αποθήκη του ισογείου, ένας προμυριώτης επισκέπτης, φιλοξενούμενος εκείνη τη νύχτα και μάτωνε η καρδιά του στη φρίκη. (3) Δεν τον πείραξαν οι ληστές, ίσως και να μην τον πήραν είδηση στον υγρό χώρο όπου δέσποζαν λαδοπίθαρα, λιοβάρελα και κρασοβάρελα. Στόχος τους πάντως είταν οι ρασοφόροι. Να τους πάρουν τα χρήματα κι όταν είδαν την εμμονή τους στην άρνηση, τους πέρασαν όλους απ’ το μαχαίρι, για να γίνουν μνήμη αγαθή στο Προμύρι αποκεί και πέρα.
Τι είταν νάρθουν τέτοια Χριστούγεννα σε κείνη τη δεκαετία του 1840, με τους καλόγερους του «Αγίου Σπυρίδωνα» να κολυμπάνε στο αίμα, τους αγροδίαιτους στα περίχωρα να σπαρταρούν στον πόνο και την απελπισία και στο Προμύρι πέρα και το Λαύκο απάνω να πέφτουν σε πένθος;
Με το πέρασμα των χρόνων ο απόφωνος του δράματος λιγόστεψε, δεν χάθηκαν όμως τα αίματα στους τοίχους του μαρτυρικού κελιού. Οι προμυριώτες τα σεβάστηκαν κι έμειναν στους τοίχους δεκάχρονα ολάκερα για να θυμίζουν, πέρ’ απ’ τ’ άλλα, το βαρύ τίμημα μιας φιλοξενίας.

Υστερόγραφο
Η σφαγή των καλογέρων στο μοναστήρι τ’ Αϊ-Σπυρίδωνα είναι ιστορικό γεγονός. Τη διασώζουν οι παραδόσεις του Προμυριού, τη σημειώνει και σ’ ένα βιβλιαράκι του ο ιερομόναχος Ματθαίος Βατοπεδινός στα 1973, που μιλάει επίσης και για τα σωζόμενα ίχνη του αίματος στους τοίχους.
Τελευταία που μου τα επιβεβαίωνε όπως τα θυμήθηκε, είταν η προμυριώτισσα Μάχη Κ. Πανταζάρα που πέθανε σε ηλικία περίπου 100 ετών».

Υποσημειώσεις
(1) Άγνωστα τα ονόματά τους. Όσο κι αν ερεύνησα στα Αρχαία του Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα όπου καταγράφονται ληστρικά κρούσματα και απ’ την περιοχή μας, τίποτα δεν βρήκα.
(2) Κάποιες παραδόσεις του Προμυριού μιλούσαν για ύπαρξη κρυψάνας στον εσωτερικό του χώρο.
(3) Είταν ο μόνος που σώθηκε – αυτόπτης μάρτυρας της τραγωδίας – που κοινολόγησε τα καθέκαστα στο Προμύρι, αν και είχε καταντήσει ένα ράκος και σύντομα τρελάθηκε.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το