Τοπικά

Μαρτυρίες Ελλήνων ομογενών και Ουκρανών – Πώς ξεφύγαμε από την «κόλαση» της Μαριούπολης

 

Από συγκλονιστικές προσωπικές μαρτυρίες Ελλήνων ομογενών και Ουκρανών, οι οποίοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να διασωθούν από την «κόλαση» των καταφυγίων της πολύπαθης και ολοσχερώς κατεστραμμένης Μαριούπολης, ο Βολιώτης εκπαιδευτικός και γραμματέας του Συντονιστικού Γραφείου Εκπαίδευσης Μαριούπολης, κ. Νικόλαος Μίχος μέσα από μία εμπεριστατωμένη προσέγγιση σήμερα στη «Θ», καταδεικνύει με σαφήνεια το μέγεθος του δράματος στις περιοχές των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Ο ίδιος αποσπασμένος τα τελευταία χρόνια σε σχολεία της Ουκρανίας, αφού κατάφερε να φύγει πριν την έναρξη του πόλεμου από την περιοχή όπου χτυπά η καρδιά του ομογενειακού ελληνισμού υποστηρίζει σήμερα ότι ταυτόχρονα με τις μαρτυρίες «αναδεικνύονται με αποκαλυπτικό τρόπο οι μεθοδεύσεις της ρωσικής ομοσπονδίας, προκειμένου να απωλέσουν οι περιοχές αυτές τον εθνικό ουκρανικό τους χαρακτήρα και να μετατραπούν σε πρόσφορο έδαφος, ώστε να επιτευχθεί η ένταξή τους στην αυτονομιστική περιοχή του Ντονμπάς, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μέρος του ρωσικού κράτους».
Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες τριών ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν στο στενό φιλικό περιβάλλον του κ. Ν. Μίχου. Πρόκειται για την Ελληνίδα ομογενή κ. Ελένη Ντόμπρα, αντιπρόεδρο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας (Ο.Ε.Σ.Ο.), την Ουκρανή, παντρεμένη με Έλληνα ομογενή, κ. Βικτωρία Λαφαζάν, γραμματέα στο μέχρι πρότινος ελληνικό προξενείο της Μαριούπολης και τον κ. Ντμίτρι Σαπάκ, Ουκρανό επιχειρηματία, ιδιοκτήτη Γυμναστηρίου στο κέντρο της Μαριούπολης.

«Για να πιούμε νερό λιώναμε το χιόνι, το οποίο, ευτυχώς προνόησε να ρίξει η φύση για να μην πεθάνουμε από την αφυδάτωση…»
Όπως σημειώνει ο κ. Μίχος η κ. Ελένη Ντόμπρα, όπως και χιλιάδες άλλοι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στα ειδικά διαμορφωμένα υπόγεια που διέθεταν όλες οι πολυκατοικίες στη Μαριούπολη. Όπως αναφέρει η ίδια: «… Μέναμε είκοσι άνθρωποι σε ένα στενό υπόγειο δίχως ρεύμα και θέρμανση. Για να πιούμε νερό λιώναμε τους πάγους ή παίρναμε το χιόνι, το οποίο, ευτυχώς προνόησε να ρίξει η φύση για να μην πεθάνουμε από την αφυδάτωση. Μοιραζόμασταν τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε στα σπίτια μας και δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλο για να επιβιώσουμε. Ακούγαμε τους κρότους από τις βόμβες που έσκαγαν πάνω από τα κεφάλια μας και όταν σιγούσαν, βγαίναμε δειλά δειλά και βοηθούσαμε στο θάψιμο των νεκρών στα πάρκα μπροστά από τις πολυκατοικίες μας. Ύστερα ήρθαν οι Ρώσοι στρατιώτες και μας ανάγκασαν να μετακινηθούμε σε χωριά κοντά στα σύνορα με τις αυτονομιστικές περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ. Εκεί μένω μέχρι αυτή τη στιγμή μαζί με την άρρωστη μητέρα μου, την κόρη μου και τα εγγόνια μου. Η Μαριούπολη που γνωρίζαμε χάθηκε για πάντα…».

«Μας έδωσαν μοναδική διέξοδο διαφυγής αποκλειστικά προς ρωσικές περιοχές…» – Το μαραθώνιο ταξίδι διαμέσου Γεωργίας και Τουρκίας έως την Ελλάδα
Ανάλογη είναι και η προσωπική ιστορία της Βικτωρίας Λαφαζάν. Όπως μας περιγράφει: «…Μέναμε εκατοντάδες άνθρωποι στο τεράστιο υπόγειο του γυμναστηρίου Terrasport στο κέντρο της Μαριούπολης. Στην πάροδο του χρόνου είδαμε να βομβαρδίζονται όλα τα σημαντικά κτήρια της Μαριούπολης. Δίπλα στο καταφύγιό μας κατέρρευσαν ύστερα από τον ανηλεή βομβαρδισμό τους, τα κτήρια του κρατικού πανεπιστημίου Μαριούπολης. Εκεί έμεινα μέχρι τις 14 Μαρτίου. Τότε ήρθαν οι Ρώσοι στρατιώτες και μας έδωσαν μοναδική διέξοδο διαφυγής αποκλειστικά προς τα δυτικά, στις ρωσικές περιοχές. Ξεκινώντας με το αυτοκίνητό μας, εγώ και ο άντρας μου, τυλίξαμε με κουβέρτες την τετράχρονη κόρη μας και την τοποθετήσαμε κάτω, ανάμεσα από τα καθίσματα για να την προστατέψουμε, Προχωρούσαμε προς την πόλη του Ντονιέτσκ κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις βόμβες που έπεφταν. Ένα μεγάλο κομμάτι από πέτρες και χώμα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητό μας σπάζοντας το παρμπρίζ και προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές. Ωστόσο, ο άνδρας μου που για εμένα είναι ένας ήρωας, κατάφερε να μας μεταφέρει με κατεστραμμένο αυτοκίνητο στο Ντονιέτσκ. Εκεί βιώσαμε μία κατάσταση, ανάλογη με αυτές που διαβάζουμε σχετικά με την ιστορία των Εβραίων στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Μπροστά σε μεγάλα τραπέζια, όπου κάθονταν Ρώσοι στρατιώτες περνούσαμε όλοι με τη σειρά, κατέγραφαν αναλυτικά τα στοιχεία μας, τους δίναμε όσα επίσημα έγγραφα είχαμε προλάβει να πάρουμε μαζί μας, τα σφράγιζαν και μας κατεύθυναν προς τις πόλεις της Ρωσίας.
Μετά από ταξίδι μίας ημέρας με το ίδιο κατεστραμμένο αυτοκίνητο φτάσαμε στην πόλη του Ταγκανρόγκ, όπου, ευτυχώς για εμάς, ο άντρας μου είχε συγγενείς. Χαρακτηριστικό είναι το κλίμα που αντιμετωπίσαμε εκεί από τους Ρώσους πολίτες. Ήταν επιθετικοί στη συμπεριφορά τους και μας έλεγαν συνέχεια: «…ο Πούτιν σας βοήθησε και απελευθέρωσε τη Μαριούπολη…». Εκεί επιδιορθώσαμε το αυτοκίνητό μας και ξεκινήσαμε ένα μαραθώνιο ταξίδι διαμέσου της Γεωργίας και της Τουρκίας με τελικό προορισμό την Ελλάδα. Σήμερα διαμένουμε σε δομές προσφύγων, ευελπιστώντας να τελειώσει αυτός ο πόλεμος και να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας. Ο Πούτιν είναι ένας παρανοϊκός άνθρωπος που έχει αιματοκυλίσει δύο λαούς με κοινό πολιτισμό, ήθη και έθιμα…».

«Κάποιοι αποπειράθηκαν να μας κρατήσουν τα διαβατήρια και να μας εκμεταλλευθούν… Ευτυχώς τους ξεφύγαμε…»
Τέλος, ιδιαίτερη είναι η μαρτυρία του Ντιμίτρι Σαπάκ, ο οποίος μέσα σε λίγες ημέρες έχασε τα πάντα, το σπίτι του, την επιχείρησή του και την ευτυχισμένη ζωή του στη Μαριούπολη. Βρέθηκε από τη μία στιγμή στην άλλη πρόσφυγας μέσα σε ένα αυτοκίνητο, με λιγοστά γρίβνια (το εθνικό νόμισμα της Ουκρανίας), τη γυναίκα του, τον τρίχρονο γιο τους και τη μητέρα του. Οι Ρώσοι τούς κατεύθυναν αναγκαστικά προς το Ντονιέτσκ. Από εκεί μετακινήθηκε προς τη ρωσική πόλη Κρασνοντάρ, όπου πέρασε έναν Γολγοθά, όπως περιγράφει και ο ίδιος: «…οι άνθρωποι ήταν εχθρικοί με εμάς τους Ουκρανούς. Δεν είχαμε πού να μείνουμε και κοιμόμασταν μέσα στο αυτοκίνητο. Κανείς δεν μας άλλαζε τα γρίβνια με ρούβλια. Ευτυχώς, βρέθηκε μία οικογένεια, που μας έδωσε λίγο φαγητό και λίγα ρούβλια. Η τοπική αστυνομία, στην οποία απευθύνθηκα μου είπε πως, αν δεν αποχωρούσα σε 14 ημέρες από τη Ρωσία, θα εγκλωβιζόμασταν για πάντα εκεί. Με αγωνία και φόβο ξεκινήσαμε για τη Γεωργία, με την προοπτική να εγκατασταθούμε εκεί, γιατί είχαμε πληροφορηθεί ότι η κυβέρνησή τους βοηθάει τους Ουκρανούς πρόσφυγες. Περάσαμε τα σύνορα και ζητήσαμε άσυλο στη Γεωργία. Εγώ και η γυναίκα μου είχαμε διεθνές διαβατήριο, αλλά ο γιος και η μητέρα μου όχι. Όμως και στη Γεωργία, δεν τύχαμε καλής αντιμετώπισης. Υπήρχαν και άλλοι εκτοπισμένοι Ουκρανοί που με πίεζαν να αφήσω την οικογένειά μου και να γυρίσω να πολεμήσω στην Ουκρανία. Εγώ δεν θα το έκανα αυτό σε καμία περίπτωση. Δεν ήξεραν τι σημαίνει να σφυρίζουν οι βόμβες πάνω από το κεφάλι σου και να κατουριέσαι πάνω σου από το φόβο σου. Κάποιοι Γεωργιανοί που υποσχέθηκαν να μας βοηθήσουν αποπειράθηκαν να μας κρατήσουν τα διαβατήρια και να μας εκμεταλλευθούν. Κατάλαβα ότι και η γεωργιανή κυβέρνηση αδιαφορεί για εμάς. Ευτυχώς τους ξεφύγαμε. Ανησυχώ για τον γιο μου. Πεινάει και φοβάται πολύ. Θέλω μόνο να βρω μια δουλειά και να ξεκινήσω μια νέα ζωή. Αύριο θα ξεκινήσω για Τουρκία…».
Ο κ. Νίκος Μίχος σημειώνει ότι «την παρούσα χρονική στιγμή, προσπαθώ να επικοινωνήσω με τον Ντιμίτρι και δεν μπορώ. Αγνοώ πού είναι και τι κάνει. Ελπίζω σε ένα καλύτερο μέλλον για αυτόν και την οικογένειά του».
Το συμπέρασμα είναι το εξής: Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται το ίδιο έντονος και με τις ανάλογες καταστροφικές συνέπειες. Δεν πρέπει να λησμονούμε τους αδερφούς μας Ουκρανούς που συνεχίζουν και θα συνεχίζουν τον δίκαιο αγώνα τους για ειρήνη και εθνική ανεξαρτησία.
Όλοι μας προσδοκούμε στην ειρήνη για την πολύπαθη αυτή χώρα. Γιατί, όπως λέει και ο Ηρόδοτος: «Οὐδείς γάρ οὕτως ἀνόητος ἐστιν, ὅστις πόλεμον πρό εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μέν γάρ τῇ οἱ παῖδες τούς πατέρας θάπτουσιν, ἐν δέ τῷ οἱ πατέρες τά τέκνα» (Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς, ενώ στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους)».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το