Πολιτισμός

Μάρω Δούκα: Αν δεν μπορείς να σεβαστείς τον άλλο, ούτε και τον εαυτό σου θα είσαι σε θέση να σεβαστείς

Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες «Η πηγάδα», «Κάτι άνθρωποι» και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μία ακόμη νουβέλα, δύο συλλογές διηγημάτων, δέκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές κειμένων – Ο πεζογράφος και το πιθάρι του (1992), Τίποτα δεν χαρίζεται (2016) – ενώ το 2005 εξέδωσε «Τα μαύρα λουστρίνια» στο πλαίσιο της σειράς «Η κουζίνα του συγγραφέα» των Εκδόσεων Πατάκη. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα «Αρχαία σκουριά», με το Β’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα «Πλωτή πόλη» και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες», για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο «Καβάφη». Για το μυθιστόρημα «Έλα να πούμε ψέματα» έχει τιμηθεί με το Βραβείο «Νίκος Θέμελης» του ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης. Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη. Η Πύλη εισόδου, αφορμή της συζήτησής μας, είναι το νέο της μυθιστόρημα.

Συνέντευξη Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Πύλη εισόδου», το νέο μυθιστόρημά σας. Θέλετε να μας αποκαλύψετε κάποια στοιχεία του;
Ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι μια γυναίκα στον προθάλαμο του γήρατος, εκεί γύρω στα εβδομήντα, που επιχειρεί, προκειμένου να ξεφύγει κάπως από την άχαρη, μονότονη, οχληρή πραγματικότητά της, να μιλήσει για τη ζωή της. Και μιλώντας συνειρμικά, χωρίς σχεδιασμό, για τη ζωή της, γίνεται άθελά της η ζυγαριά και ο καθρέφτης της εποχής. Με άλλα λόγια: Μια γυναίκα που προσπαθεί από δημοσίευση σε δημοσίευση στο φέισμπουκ, σαν συγγραφέας, να «επιβάλει» τάξη στο χάος, να συντάξει μια «δική της» αφήγηση για τη δική της ζωή, τη ζωή της πόλης που ζει και τη ζωή των άλλων γύρω της. Με όλα τα επινοημένα, επιθυμητά ή και ανεπιθύμητα, πρόσωπά της. Κλειδί στην υπόθεση του βιβλίου θα μπορούσε να είναι η ρήση του ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν: «Σε όσους καθρέφτες κι αν κοιτάξεις, το βλέμμα σου δεν μπορείς να το δεις». Πρωτοπρόσωπη η εκφορά του πλάγιου λόγου, σαν κωμωδία ή σαν τραγωδία, μονόλογος εσωτερικός, αλλά και εξωστρεφής, διασκεδαστικός, ήπιος, αλλά και επιθετικός. Πότε ανάλαφρος, πότε στοχαστικός, πότε απελπισμένος. Μια γυναίκα – ή και μια κοινωνία – στα όριά της. Μια περιδιάβαση στην Αθήνα του σήμερα μέσα από τη ματιά μιας ηλικιωμένης, θεατρικής Αθηναίας.

Η ηρωίδα σας νιώθει ότι δεν έζησε τη ζωή που της άξιζε, διακατέχεται από συναισθήματα ματαίωσης. Είναι ίδιον της μέσης Ελληνίδας να έχει ανάλογα συναισθήματα ή έχει να κάνει με τον απολογισμό που κάθε άνθρωπος κάνει από τη μέση ηλικία και μετά;
Η ηρωίδα μου, καθώς «περιστρέφεται» στον χρόνο και στον χώρο της, καθώς εντάσσει την αναπόληση των περασμένων της στο πήγαιν’ έλα της καθημερινότητάς της, βιώνει και εννοεί αλλιώς, εκ των υστέρων, τη ζωή της. Κι έρχεται κάποτε η στιγμή, μέσα από τη δική της προσπάθεια, τη δική της θέληση, να συνομιλήσει αλλιώς και με τον βαθύτερο, τον «άγνωστο» εαυτό της. Επομένως, τα συναισθήματα της ματαίωσης εδώ, όπως εύστοχα επισημαίνετε, μέσω της αναζήτησης του «εαυτού» θα μπορούσαν να σημαίνουν όχι μόνο τη συγκατάνευση, αλλά και τη νικηφόρα παραδοχή της διαδρομής που δικαιούται κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Θα είχα επίσης να προσθέσω ότι η ηρωίδα μου εδώ δεν είναι απλώς η μέση Ελληνίδα, είναι ταυτόχρονα και η «ηθοποιός» που θα μπορούσε να υποδυθεί τη μέση Ελληνίδα. Και υποδύομαι σημαίνει πλάθω, κατανοώ, επινοώ. Υποδύομαι σημαίνει παριστάνω, απεικονίζω μέσα από τα επινοημένα προσωπεία μου τη ρευστότητα του ανθρώπου γενικότερα. Το να επιχειρείς, επομένως, από τη μέση ηλικία και μετά τον απολογισμό της ζωής σου είναι σαν να επιχειρείς, επιτέλους, την αναζήτηση της αυτογνωσίας σου: Τη δικαίωσή σου.

Ποια κενά καλύπτει η κοινωνική δικτύωση;
Δεν είμαι σίγουρη αν η κοινωνική δικτύωση καλύπτει κενά της ζωής ή αν καλύπτει ανάγκες που δεν μπορούν να «καλυφθούν» από την καθημερινότητα που προκαλεί αυτά τα κενά. Είναι μεγάλη η ανάγκη του ανθρώπου, το ξέρουμε αυτό, για επικοινωνία, επιβεβαίωση, έκφραση, δικαίωση. Όλα τούτα όμως τα αυτονόητα, τα απαραίτητα στη ζωή, προϋποθέτουν κοινωνική συνοχή και συλλογικότητες που έχουν κλονιστεί στις ημέρες μας. Δύσκολα πια, μας αρέσει ή όχι, το «εγώ» καταφέρνει να λιώσει μέσα στο μακρυγιαννικό «εμείς». Κι εδώ, καθώς η κάθε εποχή όχι απλώς προτάσσει, αλλά και δελεαστικά «επιβάλλει» τα δικά της μέσα και τους δικούς της τρόπους, έρχεται η κοινωνική δικτύωση, το φέισμπουκ, μιας και γι’ αυτό μιλάμε, να προσφέρει τη δική του, έστω και εικονική, διέξοδο στη μοναξιά του «ατόμου», στην απομόνωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Από μόνο του, πάντως, το φέισμπουκ, μιας και το ποτάμι πίσω δεν γυρίζει, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Από μας εξαρτάται, από το «πώς» θα το χρησιμοποιήσουμε, αν θα μας ανοίξει ορίζοντες, θα μας ταξιδέψει, θα μας κεντρίσει την περιέργεια, αλλά και το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε άλλους ανθρώπους, να «επικοινωνήσουμε» τις σκέψεις μας και να «επικοινωνήσουμε» με τις σκέψεις των άλλων, των «φίλων», ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου.

Πόσο απέχει η ανάγκη για ανάδειξη της πολύπλευρης προσωπικότητας από το να εξελιχθεί σε διαταραχή;
Άλλο η επιφανειακή ανάδειξη της «πολύπλευρης προσωπικότητας» και άλλο η αναζήτηση των «αθέατων» πλευρών μας που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην αυτεπίγνωση… Και να σας πω, αλίμονο στον άνθρωπο που φοβάται, που διστάζει να δει τον εαυτό του, που κρύβει τις σκοτεινές πλευρές του μέσα στην ντουλάπα ή κάτω απ’ το χαλί. Αργά ή γρήγορα, φοβάμαι, θα έρθει αντιμέτωπος με τα «κρυμμένα» και τα «συσκοτισμένα» του…Και τότε παραμονεύει, στ’ αλήθεια, ο φόβος της διαταραχής…

Γιατί επιλέξατε τα έργα του Μονέ για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου σας;
Τυχαία θα έλεγα… Αν και το τυχαίο υπάρχουν φορές που μοιάζει αναπόφευκτο. Ταυτόχρονα σχεδόν με το υποτυπώδες χρονολόγιο που κατέστρωνα για την ηρωίδα μου κι όπως τη φανταζόμουν να διαχέεται σε άλλα πρόσωπα, έτυχε να βρεθούν μπροστά μου οι δυο γυναίκες «στη βάρκα» του Κλοντ Μονέ, αντικριστά, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τής μιας να «χωνεύονται» στο αφανές πρόσωπο της άλλης. Κι έτσι, όπως τις παρατηρούσα να πλέουν αέρινες με τις σκιές τους στο νερό, ένιωσα στη στιγμή, άθελά μου, ότι αυτό ήταν το βιβλίο που θα ήθελα να γράψω. Μια γυναίκα, δυο γυναίκες, τρεις γυναίκες, πολλές γυναίκες, η μια μέσα στην άλλη και η μια για την άλλη, να πλέουν στα ήσυχα νερά και να καθρεφτίζονται αχνές οι μορφές τους στη σιωπηλή επιφάνεια του «γλυκού» νερού…

Πιστεύετε ότι το πλήθος των επίδοξων διαδικτυακών και μη «λογοτεχνών» δημιουργούν σύγχυση στους αναγνώστες;
Αναγνώστης και συγγραφέας τις πιο πολλές φορές στο φέισμπουκ είναι η ίδια συλλογικότητα στον εκάστοτε ρόλο της. Θέλω να πω ότι αυτός που διαβάζει κάτι στο φέισμπουκ αισθάνεται την ανάγκη να γράψει επίσης κάτι, να στείλει τα λάικ του και λάβει τα λάικ του. Και αυτό έχει να κάνει ακριβώς με το δούναι και το λαβείν της επικοινωνίας. Δεν πιστεύω όμως ότι δημιουργεί κάποια επιπλέον σύγχυση στους αναγνώστες. Οι αναγνώστες, όλοι μας, έτσι ή αλλιώς, εδώ και χρόνια είμαστε πολλαπλώς εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι απέναντι στην ευκολία και την ελαφρότητα του γράφειν που δεν έχει παρά ελάχιστη ή και καμιά σχέση με το συγγράφειν…

Τα χρόνια της κρίσης έχουν βοηθήσει να δημιουργηθεί ένα αναγνωστικό κοινό με μεγαλύτερη επάρκεια;
Έστω και αν σήμερα διαβάζουν περισσότεροι άνθρωποι περισσότερα από δύο, ή και τρία, βιβλία τον χρόνο, έστω και αν έχει σημαντικά αυξηθεί ο αριθμός του «αγοραστικού» κοινού, γνώμη μου είναι ότι σταδιακά «αλλοιώνεται», ή και φτηναίνει, η όποια επάρκεια, όπως θα λέγαμε συμβατικά, του όποιου αναγνωστικού κοινού. Εύκολα βαριέται ο σημερινός αναγνώστης, εύκολα κουράζεται, εύκολα εντυπωσιάζεται από τα ανάλαφρα, τα κοινότοπα, τα ρηχά… Και μην ξεχνάμε είναι αθεράπευτα πλέον «συνεπαρμένος» από την εικόνα που κατακλύζει τον κόσμο του. Είναι και κλονισμένος από τις δυσκολίες της ζωής του. Από την ανασφάλεια ή και την τρεχάλα της καθημερινότητάς του. Πού χρόνος, θα σου πει, για διάβασμα, πού όρεξη, πού υπομονή για κείνη την έρμη τη λογοτεχνία, την «κουλτουριάρα», που επιμένει!

Ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;
Κι εγώ αναρωτιέμαι καμιά φορά… Θυμάμαι από τα φοιτητικά μου χρόνια εκείνο το απόφθεγμα-στίχο του Μενάνδρου: «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος όταν άνθρωπος ή». Πόσο ευχάριστος, χαριτωμένος, ανθρώπινος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος! Όταν με άλλα λόγια σέβεται ο άνθρωπος την ανθρώπινη υπόστασή του, την ουσία του. Όταν προτάσσει τον αυτοσεβασμό του. Ο αυτοσεβασμός, λοιπόν, η αδιαπραγμάτευτη αξία μου. Κι ας μην είναι μετρήσιμος, ας χάνεται μέσα στη σχετικότητά του από εποχή σε εποχή. Όπως εγώ τον έχω τοποθετήσει μέσα μου, ένα είναι βέβαιο: Αν δεν μπορείς να σεβαστείς και να τιμήσεις τον διπλανό σου, τον διαφορετικό, τον ξένο, τον άλλο, ούτε και τον εαυτό σου θα είσαι σε θέση να σεβαστείς.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το