Πολιτισμός

Μαριαλένα Σπυροπούλου: «Απόλυτα θύματα δεν υπάρχουν στη ζωή ούτε και απόλυτοι θύτες. Οι θύτες συνήθως υπήρξαν θύματα»

Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Ρου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι η αφορμή της συζήτησής μας με την ψυχολόγο (και αρθρογράφο) Μαριαλένα Σπυροπούλου.

Η ιστορία της έφηβης Ρούλας που διώκεται από τους γονείς της και καταφεύγει στην Αθήνα δεν αποτελεί ένα ακόμα βιβλίο που θυματοποιεί τους ήρωές του. Απεναντίας, διαβάζοντάς το, αντιλαμβάνεσαι πόσο ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες δεν χάνεται η ελπίδα και ότι τα όμορφα πράγματα μπορούν να διασωθούν και να ανθίσουν.
Εξαιρετικά καλογραμμένη νουβέλα με την έμπειρη ματιά της ψυχολόγου που δομεί εξαιρετικά τα προφίλ των ηρώων της. Μια επιβεβαίωση ότι «η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο». Αρκεί να μην την φοβηθούμε.

s23-f2-3

 

Το βιβλίο σας, η «Ρου», είναι μια νουβέλα με κεντρική ηρωίδα μία έφηβη η οποία βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά γεγονότων που την αναγκάζουν να εγκαταλείψει το σπίτι της και να αρχίσει μια νέα ζωή από το μηδέν. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Αυτό είναι η πρόφαση. Η «Ρου» όντως είναι μια έφηβη που διώκεται από το σπίτι της και βρίσκεται μόνη στην Αθήνα. Έρχεται αντιμέτωπη με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις προκειμένου να μάθει να επιβιώνει. Στην ουσία όμως μέσα από την ηρωίδα μου, που καθόλου τυχαία δεν είναι έφηβη, προσπαθώ να περιγράψω τη μετάβαση μιας χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά διαδραματίζονται τη χρονιά που μπαίνουμε στο ευρώ. Όπως επίσης και τη μετάβαση του ανθρώπου από το παιδικό στην ενηλικίωση, μέσω της σεξουαλικότητας, που έτσι και αλλιώς αυτό μας καθορίζει. Και κυρίως της γυναικείας σεξουαλικότητας. Αυτό διαμορφώνει και την αντρική.

Παρόλο που η «Ρου» περιβάλλεται από πρόσωπα που δεν αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση και θα μπορούσατε να τη «θυματοποιήσετε», εσείς την βάζετε να κάνει μικρά και σημαντικά βήματα κάθε φορά. Θέλατε να περάσετε μηνύματα αισιοδοξίας με την εξέλιξη αυτή;
Οι άνθρωποι αυτοί, υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Με αυτό εννοώ ότι λειτουργούν και ως συμβολισμοί κακών που όλοι έχουμε μέσα μας και αναμετριόμαστε στην πορεία προς την ενηλικίωση. Είναι ένα παραμύθι η «Ρου». Φυσικά δεν είναι θύμα η ηρωίδα μου. Όπως και κανείς σε αυτήν τη ζωή δεν είναι θύμα. Ακόμα και τα θύματα έχουν κινήσεις που μπορούν να κάνουν και να προχωρήσουν ή να διαχειριστούν τη μοίρα τους. Απόλυτα θύματα δεν υπάρχουν στη ζωή ούτε και απόλυτοι θύτες. Άλλωστε οι θύτες συνήθως υπήρξαν θύματα. Το ζήτημα είναι να αντέξουμε να βρούμε τον εαυτό μας χωρίς να εγκλωβιστούμε στο δίπολο δράση-αντίδραση.

Πόση «εσωτερική δουλειά» χρειάζεται να κάνει κάποιος και πόση «δύναμη» να έχει ώστε να ξεφύγει από τις άσχημες συνθήκες της ζωής του;
Υπάρχει αυτό που λέει ο λαός, «Θεέ μου μη δώσεις στον άνθρωπο όσα μπορεί να αντέξει». Με έναν τρόπο λοιπόν τις δυνάμεις μας τις ανακαλύπτουμε στα δύσκολα της ζωής, όχι στα εύκολα. Για αυτό χρειάζονται τα δύσκολα, όχι φυσικά αυτά που σε οδηγούν στην εξόντωση. Η εσωτερική δουλειά για μένα είναι μια διαδικασία παράλληλη με την εξωτερική πραγματικότητα. Είμαστε λογικά όντα. Ο λόγος ως έκφραση δομεί και τη λογική μας και τον ψυχισμό μας. Αυτά είναι τα εργαλεία μας. Αν δεν επεξεργαζόμαστε τη ζωή μας τότε δεν ξέρω εάν έχει νόημα να βιωθεί. Τις άσχημες συνθήκες για να τις ξεπεράσουμε, πρωτίστως πρέπει να τις αποδεχτούμε. Αυτό είναι διαχρονικά το πρόβλημά μας.

Η ηλικιωμένη ψυχολόγος, η Βέρα, η άλλη ηρωίδα της ιστορίας σας, έχει κλείσει έναν κύκλο ζωής εντελώς κόντρα με αυτόν της Ρου, ωστόσο δείχνουν να είναι αλληλοσυμπληρωματικοί ως χαρακτήρες. Συμβαίνει αυτό στην καθημερινή ζωή;
Η νουβέλα μου έχει ένα υπερρεαλιστικό στοιχείο. Αλλά πέρα από την υπερβατικότητα του μύθου, θα σας έλεγα ότι είμαστε συνεχώς αλληλοσυμπληρωματικοί με τους άλλους ανθρώπους. Κάνοντας τη δουλειά της ψυχοθεραπεύτριας για πάνω από δέκα χρόνια, και ζώντας με τεταμένες τις αντένες μου συνολικά 39 χρόνια, έχω να πω ότι οι άνθρωποι βιώνουμε βίους παράλληλους. Και είναι μαγικό πόσο μοιάζουμε σε κάποια πράγματα. Αυτό θα έπρεπε να μας κάνει και πιο δοτικούς αλλά κυρίως λιγότερο μόνους. Για να απαντήσω όμως στην ερώτησή σας η Ρου θα μπορούσε να είναι η Βέρα στην ωριμότητά της αλλά και η Βέρα να ήταν η Ρου στην εφηβεία της. Δεν το έχετε ζήσει και εσείς αυτό με νεότερα κορίτσια ή και με μεγαλύτερες κατά πολύ γυναίκες;

Πόσο εύκολο είναι να παραιτούμαστε από τις ευθύνες μας και να έχουμε ως άλλοθι την κακή μας μοίρα για την μη εξέλιξή μας;
Το πιο εύκολο είναι να παραιτηθούμε. Δεν βλέπουμε όμως εκείνη τη στιγμή ότι δεν παραιτούμαστε από την ευθύνη, παραιτούμαστε από την ίδια τη ζωή. Άρα με έναν τρόπο αυτοκτονούμε. Γιατί χαρά δεν υπάρχει χωρίς ευθύνη. Για αυτό οι άνθρωποι που γκρινιάζουν συνεχώς ή μηρυκάζουν τα προβλήματά τους ή στηρίζονται εξ ολοκλήρου στους άλλους είναι άνθρωποι που δεν πήραν είδηση από αυτό που σημαίνει ζωή. Νομίζουν ότι έζησαν, αλλά δεν.

Θίγετε το θέμα της κακοποίησης της κόρης από τον πατέρα. Ακόμα και σήμερα που υπάρχει πληροφόρηση σχετικά με τα δικαιώματα της σεξουαλικότητας των κοριτσιών πολλοί γονείς δεν το ανέχονται όταν συμβαίνει. Γιατί;
Όσο και εάν σας φανεί περίεργο, στη βιβλιογραφία είναι πολύ σύνηθες οι πατεράδες να βιώνουν πολύ έντονα συναισθήματα θυμού και οργής όταν η κόρη τους «ξυπνά» σεξουαλικά. Δοκιμάζονται και αυτοί μέσα από αυτή τη διαδικασία. Είναι άλλης τάξης διέγερση. Αυτό επειδή το δαμάζουν, τους βγαίνει η οργή και η καθυπόταξη. Πολλοί πατεράδες -ακόμα και σύγχρονοι- ζορίζονται όταν βλέπουν την έφηβη κόρη τους να έχει συμπεριφορά γυναίκας. Και συνήθως τα κορίτσια που δεν έχουν συναίσθηση αυτού, ή έχουν και δοκιμάζουν τα όρια, λειτουργούν πολύ σαγηνευτικά. Δεν ήθελα να μιλήσω για τη σεξουαλική κακοποίηση, ήθελα να μιλήσω για κάτι που συμβαίνει στη διπλανή μας πόρτα. Την ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας. Ακόμα και αυτή η υπεράνεση που έχουν πλέον οι μπαμπάδες με όλα αυτά, πάλι στην ενοχοποίηση οδηγεί.

Αναφέρεστε στην ιστορία μιας έφηβης. Θα συστήνατε το βιβλίο στις έφηβες κοπέλες; Αν όχι, σε ποιους το απευθύνετε;
Δεν είναι ούτε παιδικό ούτε εφηβικό ανάγνωσμα. Είναι λογοτεχνικό. Με αυτή την έννοια την κλασική, η καλή λογοτεχνία -φυσικά αυτό θα κριθεί εν καιρώ σε ό,τι αφορά τη «Ρου»- πραγματεύεται διαχρονικά ζητήματα. Είναι ίδιον του καιρού μας και του μάρκετινγκ αυτή η κατηγοριοποίηση. Εγώ διαβάζω ακόμα κλασικά παραμύθια και όταν ήμουν μικρή διάβασα από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου Ντοστογιέφσκι και στην ΣΤ’ δημοτικού διάβασα κρυφά από τη μάνα μου «την Αλίκη στη χώρα του LSD» από κάτι φοιτήτριες που έμεναν κοντά μας. Όπως βλέπετε, δεν έπαθα απολύτως τίποτα, ή έτσι θέλω τουλάχιστον να πιστεύω. Οι έφηβοι δοκιμάζονται σήμερα με πιο άγρια πράγματα, η «Ρου» μπορεί να τους φανεί μπανάλ. Μακάρι όμως γενικότερα οι νέοι άνθρωποι να διαβάζουν. Ό,τι βρουν μπροστά τους. Να εκπαιδεύονται σε αυτό.

Ασκείτε το επάγγελμα της ψυχολόγου. Πόσο συχνό είναι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και σε ποιες μορφές τη συναντάμε συχνότερα στην ελληνική οικογένεια;
Άλλα είναι τα προβλήματα της ελληνικής οικογένειας. Άλλωστε και της «Ρου» το πρόβλημα επαναλαμβάνω δεν ήταν η ενδοοικογενειακή βία. Αυτή έγινε μία ή δύο φορές. Η εγκατάλειψη ήταν το πρόβλημα, η ενοχοποίηση, ο φόβος, η έλλειψη τόλμης, η αποδοχή, η συγχώρεση, αυτά ήταν τα προβλήματα. Σήμερα νομίζω ότι τα προβλήματα εντοπίζονται χοντρικά στην έλλειψη ορίων, στη φαντασίωση «ότι όλα γίνονται» και στη δυσκολία των ενηλίκων να γίνουν ενήλικοι. Έτσι δυσκολεύονται και τα παιδιά να παραμείνουν παιδιά, να σέβονται, και να αποδεχτούν το πλαίσιο της οικογένειας.

Αρθρογραφείτε στην εφημερίδα Καθημερινή, ωστόσο η Ρου είναι το πρώτο σας βιβλίο. Ποιοι ήταν οι συγγραφείς και ποια τα βιβλία που σας κινητοποίησαν να γράψετε;
Εγώ, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, πάω λίγο ανάποδα. Στην Α’ Δημοτικού μόλις έμαθα την αλφάβητο, είπα στο δάσκαλο ότι θα έχω γράψει μερικά βιβλία μέχρι το τέλος της χρονιάς. Ευτυχώς ήμουν ψώνιο, αλλά όχι τόσο και έτσι περίμενα μερικά χρόνια ακόμα. Διαβάζω γιατί αγαπώ το διάβασμα όχι για να γράψω. Και γράφω γιατί μάλλον δεν μπορώ αλλιώς. Δοκίμασα πολλές φορές να απομακρυνθώ από το παιδικό μου όνειρο, ακριβώς γιατί πιστεύω ότι όλοι οι Έλληνες καθ’ υπερβολήν και ναρκισσιστικά θέλουν να γράψουν. Για αυτό και έχω ολοκληρωμένη επαγγελματική ιδιότητα από την οποία ζω και κυρίως αγαπώ. Αλλά τελικά δεν μπόρεσα να αποφύγω τη μοίρα μου. Ήρθε η «Ρου» και διεκδίκησε τη ζωή της στο χαρτί. Όπως όταν συλλαμβάνουμε ένα παιδί. Αν με ρωτάτε ποιους συγγραφείς αγαπώ και σέβομαι, είναι οι Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ζέη, Μήτσου, Γαλανάκη,Τριανταφύλλου, Πανσέληνος, Φακίνου, Χωμενίδης αλλά και Ροθ, Μανρό, Γέλινεκ, Ογκάουα, Ουάιλντ, Γουλφ, Ευγενίδης, Ουελμπέκ, Ντιράς και πολλοί πολλοί άλλοι. Δεν αναφέρομαι σε συγγραφείς της γενιάς μου, που επίσης αγαπώ, γιατί αναφέρομαι κυρίως στους συγγραφείς, ιδίως τους Έλληνες, που συντρόφευσαν το μεγάλωμά μου. Κάποιους από αυτούς πλέον δεν τους διαβάζω, ό,τι ήταν να πάρω το πήρα. Α, και ποίηση:μικρή διάβαζα κυρίως ποίηση. Ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Κάλας, ο Κακναβάτος, ο Καρυωτάκης, η Πολυδούρη είναι νυχτερινοί σύντροφοι της εφηβείας μου. Φυσικά η εφηβεία χρειάζεται πολύ μελό και δράμα, όπως και στίχους, έρωτα και θάνατο για να ανθίσει.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το