Πολιτισμός

Μαρία Σκιαδαρέση: Θέμα χαρακτήρα, παιδείας, ματιάς στα τεκταινόμενα ο ρατσισμός ή η αποδοχή…

Αφορμή της συζήτησής μας με τη Μαρία Σκιαδαρέση είναι το νέο της βιβλίο με τίτλο «Όσα δεν έζησαν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων με κεντρικούς ήρωες μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η Μαρία Ε. Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την προϊστορική αρχαιολογία και αργότερα με τη νεότερη ιστορία. Επί χρόνια εργάστηκε σε αρχαιολογική ανασκαφή στην Κρήτη και παράλληλα δίδαξε ιστορία σε γαλλικό λύκειο. Κείμενά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες. Έργα της: Το μυθιστόρημα «Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε» (Πατάκης, 1996), η νουβέλα «Και νεκρούς ανασταίνει», (Πατάκης, 1997), η συλλογή από νουβέλες «Κίτρινος χρόνος» (Πατάκης, 1999), το δοκίμιο «Το έργο του Ρήγα Βελεστινλή» (αφιέρωμα στα 200 χρόνια από τον θάνατό του, Μεταίχμιο, 1998), το διήγημα «Η ζημιά» σε συλλογικό τόμο (Μεταίχμιο, 2002), το μυθιστόρημα «Με το φεγγάρι στην πλάτη» (Καστανιώτης, 2003), η συλλογή διηγημάτων «Όπως οι άπιστοι κι εμείς» (Καστανιώτης, 2005), το μυθιστόρημα «Χάλκινο γένος» (Πατάκης, 2013). Και τα βιβλία για παιδιά: «Καλημέρα-Καληνύχτα» (Δελφίνι, 1994). «Κωνσταντίνος Κανάρης» (Ιστορική μονογραφία), (Άμμος, 1997), «Ο θησαυρός του Ασπρογένη» (Πατάκης, 1998), «Ρήγας Βελεστινλής» (Ιστορική μονογραφία) (Άμμος 1997), «Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών» (Φαντασία, 2004). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

«Όσα δεν έζησαν» ο τίτλος του νέου σας βιβλίου. Θέλετε να μας συστήσετε τα τέσσερα διηγήματα που περιλαμβάνονται;
Κάθε διήγημα αντιστοιχεί σε μια δεκαετία από το 1980 έως σήμερα. Στο καθένα διαφαίνονται, μέσα από την αφήγηση, κάποια χαρακτηριστικά της εποχής που δίνουν και το στίγμα της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής. Έτσι τα διηγήματα έχουν ως κεφαλίδα τον χρόνο στον οποίο θα μπορούσαν να εκτυλίσσονται μέσα στη δεκαετία στην οποία αντιστοιχούν.
Στο πρώτο (1984), ένας Κούρδος μετανάστης -όχι πολιτικός πρόσφυγας- εμπιστεύεται το όνειρό του και φτάνει να πεθάνει γι’ αυτό. Στο δεύτερο (1995), μια ηλικιωμένη μουσουλμάνα από την Κομοτηνή -θέσει παρίας, ως διαφορετική, τόσα χρόνια δίπλα στους χριστιανούς- εξαναγκάζεται στα γεράματα από την οικογένειά της να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ξενιτευτεί σε άλλη πόλη.
Στο τρίτο (2006), μια ώριμη γυναίκα θα ζήσει έναν αναπάντεχο και καταλυτικό έρωτα με έναν Ιρανό πολιτικό πρόσφυγα, ενώ στο τέταρτο (2017), μια οικογένεια Σομαλών εκεί που πίστευε πως έφτασε πολύ κοντά στο όνειρό της καταποντίζεται εξαιτίας της μισαλλοδοξίας και του υφέρποντος ή και εκπεφρασμένου ρατσισμού. Τα τέσσερα αυτά διηγήματα αποτελούν μια ενότητα με θέμα ανθρώπους που για διάφορους λόγους αναγκάζονται να ξενιτευτούν στη χώρα μας. Άραγε πόσο εύκολο, δύσκολο ή αδύνατον είναι γι’ αυτούς να καταφέρουν όσα ελπίζουν ή ονειρεύονται;


Στη χρονική περίοδο των σαράντα χρόνων που διανύετε στο βιβλίο σας, έχετε διαπιστώσει ότι η ελληνική κοινωνία έγινε λιγότερο ή περισσότερο ανεκτική απέναντι στους αλλοδαπούς που ζουν στην Ελλάδα;
Σαράντα χρόνια είναι πολλά και στη διάρκειά τους συνέβησαν γεγονότα που αύξησαν γεωμετρικά τον αριθμό και τις εθνικότητες που συρρέουν στην Ελλάδα. Αλλιώς ξεκίνησε όλο αυτό, σιγά σιγά όμως πήρε άλλη τροπή. Όταν άρχισαν να έρχονται οι ξένοι -κυρίως πολιτικοί πρόσφυγες- η φυσική ανθρώπινη ευαισθησία ωθούσε τους περισσότερους Έλληνες να θέλουν και να προσπαθούν να προστατέψουν τους ανθρώπους αυτούς. Με τα χρόνια όμως και με το άνοιγμα του ανατολικού μπλοκ και τη συρροή ανθρώπων με διαφορετικές ανάγκες και στόχους, κυρίως οικονομικούς μετανάστες, η ματιά των Ελλήνων προς τους ξένους άλλαξε. Και σήμερα πια συναντάμε πολύ λίγους ανθρώπους να σπεύδουν για να προσφέρουν στους ξένους. Όλη αυτή η πληθώρα των προσφύγων πολέμου άρχισε να ενοχλεί τους Ευρωπαίους και ειδικά τους Έλληνες -η Ελλάδα είναι χώρα γέφυρα, μην το ξεχνάμε αυτό- και ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες (βλ. Μόρια), όπου τους αντιμετωπίζουν σαν απειλή. Και αυτό δυστυχώς είναι το πρώτο σκαλοπάτι του συντεταγμένου ρατσισμού.

Είναι οι νεότεροι άνθρωποι λιγότερο ρατσιστές από ό,τι οι μεγαλύτερης ηλικίας;
Δε θα το έβλεπα με άξονα την ηλικία. Νομίζω πως είναι θέμα χαρακτήρα, παιδείας και ματιάς απέναντι στα τεκταινόμενα.

Θεωρείτε ότι το ελληνικό κράτος έχει αξιοποιήσει το πολιτισμικό στοιχείο που φέρουν οι μετανάστες;
Όχι μόνο το πολιτιστικό δεν έχει αξιοποιήσει, μα ούτε το οικονομικό. Θα μπορούσε, με μια νοικοκυρεμένη πολιτική, να δει αυτούς τους ανθρώπους ως εργατικά χέρια -αξιοπρεπή εργατικά χέρια με σχέσεις στηριζόμενες στον αλληλοσεβασμό- απασχολώντας τους ως εργάτες κυρίως στην πρωτογενή παραγωγή (γεωργία-κτηνοτροφία) που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια από τους Έλληνες. Ακόμα και η απόδοση γης επί ενοικίω για κάποια χρόνια -σε όσους θέλουν να μείνουν εδώ- ώστε να ξαναζωντανέψει η ελληνική επαρχία που σέρνεται στις καφετέριες ελπίζοντας -φευ!- σε νέες παχυλές επιδοτήσεις. Αυτή η ουσιαστική προσέγγιση θα επέφερε, εκ των πραγμάτων, και την κατάφαση στα πολιτιστικά στοιχεία των ανθρώπων αυτών, έστω σε επίπεδο ανοχής. Αυτά όλα βέβαια χρειάζονται συγκεκριμένη και σαφή πολιτική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων που δυστυχώς δεν υπάρχει, τουλάχιστον έως αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Μακάρι να εμφανιστεί αύριο μια κυβέρνηση που θα αντιμετωπίσει με σύνεση τα ζητήματα που προκύπτουν από τον ερχομό προσφύγων και μεταναστών.

Αόρατες κλωστές, ασαφείς ρόλοι και στερεότυπα που καταργούνται δύσκολα. Πότε ο ξένος παύει να είναι ξένος;
Όταν ο ίδιος αποφασίσει να ζήσει υπεύθυνα στον ξένο τόπο, εγκαταλείποντας τον ρόλο του θύματος και παίρνοντας τη ζωή του στα χέρια του. Πρωτίστως, βέβαια, μαθαίνοντας άπταιστα τη γλώσσα. Φυσικά, όλη αυτή η προσπάθεια απαιτεί δύναμη ψυχής εκ μέρους του ξένου, αλλά και θέληση των ντόπιων να τον αποδεχτούν ισότιμα ως δυνάμει συμπολίτη. Δύσκολο (εφόσον δεν υπάρχει καν στήριξη από την ίδια την πολιτεία), αλλά όχι ακατόρθωτο. Βλέπουμε ξένους που μετά από κάποια χρόνια κατόρθωσαν να ενσωματωθούν πλήρως στην ελληνική πραγματικότητα και να ζουν σαν Έλληνες.

Πόσο η οικονομική κρίση οδήγησε και σε κρίση αξιών; (Ή μήπως η ηθική κρίση προϋπήρχε;)
Μάλλον η ευημερία έφερε την ηθική κρίση και κατόπιν, με την οικονομική κρίση, λόγω ηθικού ελλείμματος φτάσαμε στα όρια που ζούμε και συμπεριφερόμαστε σήμερα. Αυτή η ψεύτικη ευημερία κακόμαθε τους Έλληνες, τους δημιούργησε ψευδαισθήσεις και μια νεοπλουτίστικη αντίληψη ζωής με αποτέλεσμα να χάσουν όλα τα ψυχικά και ηθικά ερείσματα που σήμερα θα τους επέτρεπαν αφενός να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την κρίση, αφετέρου να έχουν δύναμη για να μπορέσουν να ξεφύγουν από αυτήν, πασχίζοντας ο καθένας να επαναπροσδιορίσει τη δική του ζωή και τα δεδομένα της. Όμως μια τέτοια στάση προϋποθέτει ψυχική ρώμη, που ένας λαός με ηθική έκπτωση αδυνατεί να έχει.

Πώς σχολιάζετε το πρόσφατο συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας της 28χρονης κοπέλας από τον πατέρα της επειδή διαφωνούσε με την εθνικότητα του συντρόφου της, παρόλο που κι εκείνος είναι οικονομικός μετανάστης στη χώρα μας;
Έχουν ειπωθεί τόσα προφανή γι’ αυτό το θέμα που ό,τι κι αν πω θα ακουστεί κοινότοπο. Πάντως το συγκεκριμένο γεγονός μου θύμισε τον σύζυγο μιας κοπέλας που είχα κάποτε βοηθό στο σπίτι -Λευκορωσίδα αυτή, Ρουμάνος εκείνος, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στην Ελλάδα- ο οποίος μας έλεγε «Αλλοπαδοί, πολλά αλλοπαδοί στο Ελλάντα, ντεν αντέχει πια!».

Στέκομαι στην ιστορία της μεσήλικης γυναίκας που βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός μετανάστη. Είναι εν τέλει ο έρωτας υπεράνω γλώσσας, θρησκείας, χρώματος κι εθνικότητας;
Ο έρωτας είναι το πιο σαρωτικό συναίσθημα. Όπως υποστηρίζουν και οι τραγικοί συγγραφείς, από τον Σοφοκλή ώς τον Σαίξπηρ, ο έρωτας είναι χαλαστής, φέρνει δηλαδή τα πάνω κάτω, καταλύει την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων άρα και τις κοινωνικές συμβάσεις που επιμένουν να θεωρούν σημαντικές τις διαφορές τύπου γλώσσας, θρησκείας, κοινωνικής τάξης, χρώματος, φυλής ή φύλου.

Ποια αξία θεωρείτε ύψιστη και αδιαπραγμάτευτη;

Τη δικαιοσύνη. Όπου υπάρχει, όλες οι υπόλοιπες αξίες ισχύουν απρόσκοπτα, όταν δεν υπάρχει κάθε αξία τελεί υπό απειλή και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναιρεθεί.

Συνέντευξη
Xαριτίνη Μαλισσόβα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το