Θ Plus

Μανιάκι: Στα ταμπούρια του Παπαφλέσσα

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Η διαδρομή Πύλος – Μανιάκι
Από την έξοδο – είσοδο του Ανακτορικού συγκροτήματος της Πύλου πήρα τον δρόμο προς τη Χώρα Γαργαλιάνων, από όπου είχα έρθει μηδενίζοντας τον χιλιομετρητή του αυτοκινήτου μου.
Σε τεσσερεσήμιση χιλιόμετρα ξαναγύρισα στη Χώρα. Έκαμα μια στάση σε ένα δασύ πλατάνι, στη βάση του οποίου μια θεσπέσια κρήνη εκστόμιζε γάργαρο νεράκι.
Διέσχισα ολόκληρη τη Χώρα και στην έξοδό της – τώρα με κατεύθυνση την Καλαμάτα κι όχι την Κυπαρισσία – πήρα τον εσωτερικό (δευτερεύοντα) δρόμο για το κεφαλοχώρι του Αριστομένη. Έως εδώ η κατάσταση του δρόμου ήταν υποφερτή. Ανηφόρισα για τα καλά στις υπώρειες των Κυπαρισσιακών βουνών (όρος Αιγάλεω) κι έφτασα στον αυχένα, σε 7,7 χιλιόμετρα. Στα 10 χιλιόμετρα πέρασα το ωραίο χωριό Μεταμόρφωση και στα 12,3 έφτασα στο Χάνι Τουλούπα, όπου υπάρχει μεγάλη τριπλή διασταύρωση. Ο ένας δρόμος – ο κυριότερος – κατευθυνόταν κατηφορίζοντας για Καλαμάτα, ο δεύτερος οδηγούσε σε πλήθος άγνωστα κι ερημικά χωριουδάκια, αλλά και για Αριστομένη, Τρίοδο, Πάμισο και Νέα Εθνική οδό Καλαμάτας – Τρίπολης και ο τρίτος ανηφόριζε στενός και παλιός για το Μανιάκι, τη Φλεσσιάδα, τον Παπαφλέσσα και το Μαργέλι.
Στο Μανιάκι έφτασα όταν το κοντέρ μου έδειχνε 15 ακριβώς χιλιόμετρα, από το Ανάκτορο του Νέστορος.
Σταμάτησα στο ηρωικό χωριό, όπως μας είχε μείνει ηρωικό από τα σχολικά μας χρόνια. Κοίταξα γύρω μου. Απόλυτη ησυχία και ερημιά. Ένα άχρωμο πλάτωμα κι ένα φαινομενικό τέρμα της διαδρομής. Μια εκκλησία παλιά και κακοφτιαγμένη και δίπλα της ένα μνημείο του Παπαφλέσσα, μια δάφνη από πρόσφατη γιορτή και λίγα λόγια για το ηρωικό τοπίο.
Τίποτ’ άλλο. Άνθρωπος κανείς. Σπίτια πουθενά. Μια πινακίδα έδειχνε έναν κατωφερικό δρόμο που σε 1,6 χιλιόμετρο προσέγγιζε την Αγία Ανάσταση, ιστορική τοποθεσία και εξωκλήσι, με πηγές και χώρο αναψυχής.
Κοντοστάθηκα, αφού βγήκα και φωτογράφισα το ιστορικό μνημείο. Περίμενα δέκα λεπτά μήπως και περάσει κάποιο αγροτικό. Προχώρησα ίσαμε πενήντα βήματα για να ιδώ αν υπάρχει χωριό κάτω από το πλάτωμα. Όντως, κάμποσα σπιτάκια, όλα κεραμοσκεπή, απλώνονταν στην πλαγιά, δίχως να φαίνονται από τον δρόμο.
Όταν ύστερα από ένα τέταρτο φάνηκε ένα βιαστικό αυτοκίνητο, μπήκα μπροστά στις ρόδες του για να το σταματήσω.
Ήταν μια νεαρή αγροτική γιατρίνα που βιαζόταν για μια επίσκεψη. Μου έδωσε σαφείς οδηγίες, να συνεχίσω την οδήγηση για άλλα δυόμιση χιλιόμετρα στο βάθος της πλαγιάς που άνοιγε τις πύλες της με φρικτό οδόστρωμα, δείχνοντάς μου ταυτόχρονα την κορυφή ενός δασωμένου λόφου, όπου βρίσκονταν τα Ταμπούρια του Παπαφλέσσα. Εκεί άσπριζε ένας εντυπωσιακός οβελίσκος που τρυπούσε τον ουρανό σε μεγάλο ύψος.
Οδήγησα για άλλα δυόμιση χιλιόμετρα, ωσότου είδα μια νέα πινακίδα που έδειχνε στροφή δεξιά, σε πεντακόσια μέτρα, που έβγαζε στη θέση Ταμπούρια.

Ο πύργος-οβελίσκος στα Ταμπούρια

Τα ταμπούρια του Παπαφλέσσα
Πάρκαρα σε έναν ευρύχωρο, χωμάτινο περίβολο. Κι είδα στην άκρη κάποια μαρμάρινα σκαλοπάτια που ανέβαζαν στην κορφή του λόφου. Πριν όμως ύψωσα το βλέμμα στον πυκνοδασωμένο λόφο και ξέκρινα την ολόλευκη πυραμίδα του μνημείου.
Ύστερα πήρα να μετρώ τα σκαλοπάτια που ανηφόριζαν πλατιά, καινούργια και άνετα. 125 σκαλιά και πλατύσκαλα μέτρησα για να βρεθώ μπροστά σε μια λιτή εκκλησίτσα κι ένα τραχύ πουρναράκι που κοσμούν την απομονωμένη αυτή κορυφούλα της ελληνικής ιστορίας.
Μια ντουφεκιά, από τα βάθη των πλαγιών του βουνού με ταρακούνησε, ώστε να νομίσω πως άκουσα το τελευταίο καριοφίλι της επανάστασης. Δεν ήταν παρά κάποιος μανιακός θηρευτής της άγριας ζωής.
Σκόρπισα το βλέμμα μου στην απώτερη μορφολογία των Μεσσηνιακών βουνών. Πυκνές ζώνες από μεσογειακούς θάμνους και αιχμηρά πετρώματα που διακόπτουν την αέναη πάστα της βουνίσιας χλωρίδας.
Δίπλα μου όμως όπως και κάτω από την κορυφή του λόφου, σε όλες τις απάτητες και πετρώδεις πλαγιές, υψώνονταν διαρκή ταμπούρια που έκρυβαν προστατεύοντας τους μαχητές της ελευθερίας.

Η χώρα πριν το Μανιάκι με το όρος Αιγάλεω

*
Στις αρχές του 1825 η ελληνική επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη της Πύλου έγινε κυρίαρχος όλης της Μεσσηνίας κι ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς.
Ο Γρηγόρης Δικαίος (Παπαφλέσσας) που ασκούσε καθήκοντα υπουργού Στρατιωτικών διέβλεψε τον κίνδυνο και προσπάθησε να αφυπνίσει τους Έλληνες και να εκστρατεύσει ο ίδιος στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, επικεφαλής ολιγάριθμων στρατιωτών, προκειμένου να αναχαιτίσει τον Ιμπραήμ. Φτάνοντας στην Τριπολιτσά συνάντησε απροθυμία των πολλών να συμμετάσχουν σε μια τέτοια επιχείρηση και τελικά οδηγήθηκε μόνος του επικεφαλής τριακοσίων περίπου οπλισμένων αγωνιστών, στο ορεινό χωριό Μανιάκι της δυτικής Μεσσηνίας, σε δύσβατη τοποθεσία. Τούτη δω την απρόσιτη λοφοκορφή.
Έλα όμως που ο Ιμπραήμ διέθετε οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών, αλλά και Γάλλους αξιωματικούς και κατάφερε να αιφνιδιάσει τον Παπαφλέσσα και τους συντρόφους του…
Η μάχη που έγινε στη θέση τούτη που βρίσκομαι τώρα, ήταν χαμένη από χέρι. Τα ταμπούρια που επέλεξε ο Παπαφλέσσας ήταν ο αδύναμος κρίκος και η τοποθεσία ακατάλληλη για μια κρίσιμη μάχη με πολυπληθή στρατό, καλά εξοπλισμένο και με σπουδαίο το ιππικό του εχθρού.
Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Παπαφλέσσας περίμενε ενισχύσεις που δεν ήρθαν ποτέ. Έτσι στις 20 Μαΐου 1825 έδωσε τον υπέρ όλων αγώνα. Κι έπεσε μαζί με όλα τα παλικάρια του. Η μάχη ήταν άνιση. 300 ή 400 εναντίον τριών και βάλε χιλιάδων εκπαιδευμένων οπλιτών και ιππέων του αιγυπτιακού στρατού.
Στη θέση τούτη δω βρίσκονταν για πολλά χρόνια ύστερα από τη μάχη τα σχισμένα κρανία των αγωνιστών του Παπαφλέσσα. Το ακέφαλο σώμα του ήρωα, λέγεται πως, το τίμησε ιδιαίτερα ο Αιγύπτιος πολέμαρχος. Το έθαψε κάτω από μια βελανιδιά, αφού το ασπάστηκε πρώτα…
*

Ο μυκηναϊκός τάφος των βασιλέων στον δρόμο Πύλος-Μανιάκι

Τρέμοντας προχώρησα ώς την πυραμίδα που έχει ανεγερθεί πίσω από την εκκλησιά. Λιτή, πανύψηλη, ολοπέτρινη, καλοχτισμένη. Τα βήματά μου κινήθηκαν για άλλα 13 σκαλοπάτια, ώς λίγο παρακάτω, όπου ένα λιτό ταφείο, ένας ανδριάντας και λίγα λόγια θυμίζουν τον ηρωισμό των παράτολμων αγωνιστών.
Ούτε ο Πλαπούτας, ούτε ο Κολοκοτρώνης, που στο μεταξύ αμνηστεύθηκε από τον Παπαφλέσσα, αλλά ούτε κι ο Μαυρομιχάλης, που ήταν διαθέσιμοι, τόλμησαν να τρέξουν αρωγοί στην παράτολμη απόφαση του Γρηγόρη Δικαίου να αναχαιτίσουν τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ, για να σώσουν την τιμή των όπλων.
Κοίταξα ολόγυρα. Μερικές ογκώδεις πέτρες και λίγα ψιλολίθαρα έφτιαχναν πρόχειρα ταμπούρια στην κορυφή του λόφου. Μια τριχιά δεμένη από τον κορμό μοναχικής βελανιδιάς, έδενε τη μοίρα του Παπαφλέσσα με την καμπάνα της ελευθερίας που αντήχησε, τρία χρόνια αργότερα από τον μαρτυρικό θάνατο του γενναίου παλικαριού…
Κοίταξα όμως ταυτόχρονα και τη μοίρα μου, τη μοίρα θέλω να πω των συνελλήνων. Πόσοι θυμούνται το Μανιάκι και τον Παπαφλέσσα και πόσοι οδεύουν ώς εκεί, αναζητώντας, ανάμεσα σε άγονα βουνά, τη μοίρα της φυλής;

Αύγουστος του ’17

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το