Άρθρα

Μαμά μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι ο χρόνος;

Της Μαρίας Θεοδοσίου

Μαμά μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι ο χρόνος; Ακούστηκε από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου όπου καθόταν ο γιος μου, τρεισήμισι ετών κι εγώ έμεινα να κοιτώ αποσβολωμένη τον λόφο της Γορίτσας που βρισκόταν ευθεία μπροστά μου. Από μικρός στα δύσκολα σκέφτηκα γιε μου κι αφού απομακρύνθηκα γρήγορα-γρήγορα από τις σκέψεις τις μαμάς κουκουβάγιας, του έδωσα μια απάντηση που να μπορεί να γίνει κατανοητή στην ηλικία του.
Ωραία, απάντησα, το θέμα θεωρείται λήξαν! Τι είναι αυτό που βαραίνει τους ώμους μου; Γιατί με τραβούν σα μαγνήτης αυτές οι λέξεις κοντά τους; Γιατί νιώθω αυτή τη φωτιά στην ψυχή μου; Γιατί ξαφνικά ανοίχτηκε μια απέραντη ομορφιά μπροστά μου, αλλά ταυτόχρονα μου κόβεται η ανάσα; Όλα αυτά μαζί κι αυτές οι λέξεις να βουίζουν στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά. «Μαμά μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι ο χρόνος; Ο χρόνος; Ο χρόνος; Ο χρόνος. Μια και μόνο λέξη γέμισε σαν αερικό όλο τον χώρο. Αυτό είναι, θέλω να σταματήσω γρήγορα στην άκρη, να τραβήξω βιαστικά το χειρόφρενο και να πατήσω αυτό το κουμπί. Μα πού είναι αυτό το κουμπί; Θέλω μόνο αυτό το κουμπί, να το πατήσω και να τρέξω τον χρόνο τριάντα χρόνια μπροστά και να μιλήσω με αυτό το πλάσμα που κάθεται στο πίσω κάθισμα έτοιμο να ρουφήξει με λαχτάρα την κάθε μου λέξη.

Να το λοιπόν, το πάτησα! Καθόμαστε σε ένα καφέ, κάπου ανάμεσα στη Μακρινίτσα και την Πορταριά. Το τοπίο από το παράθυρο είναι μαγευτικό. Ο ήλιος παίζει με τα σύννεφα και μια ακτίνα του πέφτει ξαφνικά στα μάτια μου καθώς μαγεύομαι από τη θέα. Γυρίζω, τον κοιτάζω και του χαμογελώ. Μου χαμογελά κι εκείνος, πίνει μια γουλιά από τον καφέ του κι αφού ακουμπήσει το φλιτζάνι ξανά στο τραπέζι μού ξαναχαμογελά με σιγουριά. Κατάλαβες τώρα γιε μου; Τι να σου πρωτοέλεγα τότε; Τι να πρωτοάκουγες; Τι να πρωτοκαταλάβαινες; Μα εγώ έπρεπε να προλάβω, να σου τα πω όλα, μην κλάψεις, μην πληγωθείς, μόνο να απολαύσεις! Κοίτα έξω, κοίτα πόσο όμορφα είναι όλα! Πόσο όμορφη είναι η ζωή! Δες τον ήλιο που παίζει με τα σύννεφα.

Κλείσε τα μάτια σου και απόλαυσε την αναπνοή σου! Είναι δώρο. Κάποιος, με μη καταληπτή σε μέγεθος αγάπη, σού το έδωσε. Αυτό είναι ο χρόνος, αυτό που κάποιος σου έδωσε για να απολαύσεις, να εκτιμήσεις, να τραβήξεις από τα μαλλιά για ένα μονάχα σκοπό. Να εξερευνήσεις ό,τι πιο όμορφο υπάρχει μέσα σου και να το υψώσεις όσο πιο ψηλά μπορείς!
Θα ματώσεις, θα κλάψεις, θα πονέσεις, αλλά και θα τρέξεις στη λιακάδα, θα βουτήξεις στον βυθό να μαζέψεις κοχύλια. Τα πόδια σου θα πονέσουν στη βόλτα σου, αλλά θα μαγευτείς κι από το χρυσό της θάλασσας καταμεσής του μεσημεριού. Τρέχα, κολύμπα, ανέβα βουνά, πάτησε με δύναμη στα σκαλοπάτια, στον νου σου είναι η δύναμη. Άκουσε το θρόισμα των φύλλων, άκουσε το κελάηδισμα των πουλιών. Κι αυτά έχουν κάτι να σου πουν. Το πιο μικρό πλάσμα εδώ κάτω είναι καθηγητής σου.
Για να νιώσεις το φως του ήλιου θα ρωτήσεις πρώτα να μάθεις από το μυρμήγκι. Μην το υποτιμήσεις, σπουδαίο μάθημα θα χάσεις.

Κλείσε τα μάτια σου και δες το φως της ψυχής σου! Σεβάσου το, δε σου δόθηκε τυχαία. Δες το φως στα μάτια των άλλων, μη βλέπεις το σκοτάδι τους. Μη σταματάς στα σκοτάδια, φώτιζε τα όσο μπορείς, αλλά πρόσεξε το διάβα τους. Παραμέρισέ τα, όλος ο αγώνας είναι για το φως. Μάθε να ακούς στη σιωπή, να βλέπεις στο σκοτάδι. Μάθε να βλέπεις πιο πέρα από τον ορίζοντα. Μάθε να συναντάς ανθρώπους. Μάθε να συναντάς εσένα. Μάθε να αντικρίζεις τον εαυτό σου με σεβασμό, με αγάπη, με ευγνωμοσύνη. Μάθε να ντρέπεσαι. Μάθε από τα λάθη σου, δάσκαλοι είναι κι αυτά.
Ζήσε τα βήματά σου. Μη μένεις παρατηρητής. Νιώσε το πέλμα σου να πατά στη γη. Μην αφήσεις ποτέ κανένα να αποφασίσει για σένα. Είναι τόσο όμορφο το ταξίδι αυτό.

Είναι το δικό σου ταξίδι, ένα και μοναδικό σε όλο τον κόσμο. Μα μην ξεχάσεις ποτέ από πού ήρθες. Μην ξεχάσεις τον πιο μικρό άνεμο που φύσηξε για να σε φέρει ώς εκεί, το χαμόγελο, το χέρι. Ο αχάριστος είναι μικρός άνθρωπος και μακάρι να αντιληφθεί κάποια στιγμή την ασχήμια του και να την αναποδογυρίσει. Υπάρχει τόση ομορφιά μέσα μας που ούτε κι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Όπως και τόση ασχήμια. Παίρνουμε τη βαλίτσα μας, κοιτάμε τα υπάρχοντά μας, αλλά έχουμε και λόγο στο πώς θα πορευτούμε. Και είναι τόσο όμορφο όλο αυτό.
Κατάλαβες γιε μου; Γιατί οι γονείς, καμιά φορά, κάθε φορά, αγωνιζόμαστε για το άλφα και το ωμέγα και ξεχνάμε το Άλφα και το Ωμέγα. Το ότι δηλαδή όσα γράμματα και να μάθεις, όσα δώρα και να σου δώσει η ζωή, τίποτα από αυτά δε θα κρατήσεις αν τα χέρια σου είναι αδειανά από αγάπη και πίστη. Γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ μεγάλος και πολύ μικρός, και σε ένα μεγάλο βαθμό, κουβαλώντας τη βαλίτσα του, αποφασίζει ο ίδιος ποιο από τα δύο να διαλέξει.
Πάμε λοιπόν πάλι πίσω, στο αυτοκίνητό μας, μάς περιμένει ο παππούς και η γιαγιά. Μα μη λησμονήσεις τίποτα, γλίτωσε λίγο από το σκοτάδι. Μια στιγμή περισσότερο φως, κέρδος.
Στον γιο μου και σε όποιον επιθυμεί το φως, είτε το ξέρει, είτε όχι.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το