Θ Plus

Μαγούλα Μπουνάρμπασι – Ένας Μυκηναϊκός θησαυρός

«Δυνατός ο Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος»
Οδυσσέας Ελύτης «Δυτικά της λύπης»

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ξεκινώντας από Βόλο για Θεσσαλονίκη την περασμένη εβδομάδα είπα να πάω λίγο ανορθόδοξα, ακολουθώντας συγκλίνουσες παρακάμψεις μέσω του θεσσαλικού κάμπου. Τράβηξα λοιπόν για τη δυτική Όσσα παίρνοντας τον δρόμο από Πλατύκαμπο για Συκούριο θέλοντας να βγω στην Εθνική Οδό στο ύψος του Ευαγγελισμού.
*
Από τον παλιό δρόμο Βόλου – Λάρισας έστριψα για Αγιά και ακολούθησα για κάμποσο την ευθεία για τα χωριά και τις παραλίες του Αγιόκαμπου.
Έκαμα μια μικρή στάση λίγο πριν από το χωριό Ελευθέριο, για να φωτογραφίσω την ωραία πεντάτοξη λίθινη γέφυρα που στέκει ευτυχώς αλώβητη στα αριστερά, κατά την κατεύθυνσή μου κι ύστερα έστριψα στην πρώτη διασταύρωση για Συκούριο.
Περνώντας το καμπίσιο χωριό Όσσα μπήκα εύκολα στο Συκούριο, αλλά δύσκολο φαίνεται από εδώ πώς θα βγεις για το Πουρνάρι κι από εκεί για την Ελάτεια και τον Εθνικό δρόμο.
Το κεφαλοχώρι του Συκουρίου είναι γνωστό, καθώς μάλιστα από εδώ ανηφορίζει μέσα από το Μεγάλο Ρέμα και ο κύριος δρόμος για τη Σπηλιά και τον Κίσσαβο.
Στην έξοδο του Συκουρίου ένας καλός ανθρωπάκος που γυμνάζονταν τρέχοντας με ρώτησε τι γυρεύω στα μέρη του.
«Μήπως ψάχνεις τη Μυκηναϊκή πόλη»;
Αυτό ήταν. «Ποια Μυκηναϊκή πόλη» τον ερώτησα κι εκείνος σιώπησε χωρίς να μου απαντήσει κάνοντας τον ανήξερο, καθώς φανταζότανε πως ήμουνα κάποιος τυμβωρύχος ή χρυσοθήρας…
Από το Συκούριο πήρα τον δρόμο για το Πουρνάρι και ύστερα από τρία χιλιόμετρα σταμάτησα μπροστά σε μια πινακίδα που έδειχνε αριστερά κατά την πορεία μου ένα χωμάτινο δρομάκι που δεν φαινότανε καλά – καλά με την υπόδειξη «Μαγούλα Μπουνάρμπασι, Μυκηναϊκός Οικισμός».
*
Μπαίνοντας στο λασπωμένο αγροτικό δρομάκι πέρασα αγροτικές καλλιέργειες και σε τριακόσια πενήντα μέτρα, αφού διέσχισα ένα ποταμάκι, ανηφόρισα απότομα στην πλαγιά της μαγούλας που φαινόταν σαν υπερυψωμένο στάδιο με χωμάτινες κερκίδες γύρω γύρω. Ετούτο δω το χωμάτινο ύψωμα μου φάνηκε για κάστρο. Και ήταν πράγματι.
Αλλά τι κάστρο;
*

Η κορυφή της Όσσας από τον λόφο της Μαγούλας

Οι μαγούλες στον Θεσσαλικό χώρο
Όταν λέμε μαγούλα στην κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία εννοούμε μια χαμηλή τεχνητή έξαρση του εδάφους, κάτι σαν γήλοφος, που καλύπτει λείψανα της αρχαιότητας. Τους τεχνητούς αυτούς γήλοφους στη Μακεδονία τους λένε Τούμπες.
Οι μαγούλες αυτές υπήρξαν θέσεις προϊστορικών οικισμών που δημιουργήθηκαν σταδιακά από τη συνεχή και διαδοχική κατοίκηση. Εξέχουν ελάχιστα από το υπόλοιπο οριζόντιο έδαφος.
Κι όμως κάτω από την επιφάνειά της η Μαγούλα ετούτη εδώ έκρυβε έναν ολόκληρο κόσμο. Θαμμένος εκεί για χιλιετίες βγήκε στην επιφάνεια χάρη στο μεράκι και την επιστημονική οξυδέρκεια κάποιων αρχαιοδιφών που την εντόπισαν και την ανέσκαψαν. Για να βρεθούν μπροστά σε τούτα δω τα κειμήλια του μυκηναϊκού οικισμικού πλούτου.
Σε τούτα δω τα χώματα και στα απέραντα χωράφια της θεσσαλικής πεδιάδας δεν μπορείς σήμερα να διακρίνεις τη διαφορά από την υπόλοιπη γη της περιοχής. Κι όμως μέσα στα χώματα αυτά ανακαλύπτεις πολύτιμα τεκμήρια ζωής που ανάγονται βαθιά στο απώτατο ιστορικό παρελθόν, εκεί όπου βρίσκονται και οι ρίζες του ανθρώπινου πολιτισμού.
Μ’ όλα αυτά η επιστημονική κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να ασχολείται με αυτή την ιστορική περίοδο (τα παλαιολιθικά και νεολιθικά υπολείμματα της ανθρώπινης κατοίκησης), μια και η συνήθης ενασχόλησή της ήταν και είναι η κλασική αρχαιότητα.*
Διασχίζοντας το ειδυλλιακό περιβάλλον της δασωμένης όχθης του ποταμού Ασμάκι βρέθηκα μπροστά σε ένα ψηλό ανάχωμα που λες και ήταν επίτηδες έτσι φτιαγμένο για να περικλείνει και προστατεύει μια ανώτερη ζώνη ζωής. Mια χωμάτινη ορθοπλαγιά που έμοιαζε με απότομη αντηρίδα ήταν μπροστά μου. Σκαρφάλωσα ώς το χείλος της χωμάτινης έπαλξης, από την οποία αποκαλύφθηκε μια ολόκληρη πόλη. Ήταν μια επίπεδη έκταση που έφτανε δεν έφτανε τα τρία με τέσσερα στρέμματα γης, καμιά δεκαριά μέτρα ύψος πάνω από την υπόλοιπη επίπεδη αγροτική και καλλιεργημένη περιοχή.
Με το που έφτασα στο επίπεδο της λοφοτομής, μπήκε ως κάρφος στο μάτι μου ένα ολόκληρο σχέδιο πόλης, σε ερείπια. Τι ήταν – και τι είναι – όλα αυτά τα σκόρπια πετράδια, της πέτρας, του πηλού και της στάχτης; Σωροί από θραύσματα μελανόμορφων αγγείων, κοκκινωπών ή μαύρων, σε γραμμωτές επιφάνειες ή κοιλάνσεις διακοσμημένες, άλλες άτεχνες κι άλλες περίτεχνες, γιόμισαν την επιφάνεια του βλέμματος, μαζί με ερειπωμένες κατοικίες, ιδιόμορφους λίθινους τοίχους και αρκετούς κλίβανους με πλήθος όστρακα γύρω τους.
Ποια ήταν αυτή η υπερυψωμένη πόλη; Σε ποια εποχή ανάγεται;
*
Tα αρχαιογνωστικά κιτάπια λένε περίπου τα παρακάτω:
Το 1964, διενεργήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική έρευνα στη θέση του λόφου (μαγούλας) έξω από το Πουρνάρι του Συκουρίου. Η τοποθεσία αποκαλείται Μπουνάρμπασι. Πρόκειται για ένα ύψωμα, το οποίο οριοθετείται βόρεια και βορειοδυτικά από τον παραπόταμο Καλαμίτσα και από δυτικά από το ρέμα Ασμάκι. Βρίσκεται στα 3,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Συκούριο Λάρισας. Οι δοκιμαστικές τομές που έλαβαν χώρα στο ύψωμα έφεραν στο φως καλά στρωματογραφημένα επίπεδα των οποίων η κεραμική χρονολογείται από την Αρχαιότερη Νεολιθική έως και την Υστεροελλαδική περίοδο. Σχεδόν επιφανειακά, εντοπίσθηκε σημαντικό μυκηναϊκό στρώμα, μέσα στο οποίο αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, καθώς και όστρακα, τα οποία χρονολογούνται κυρίως κατά την Υστεροελλαδική περίοδο. Στο νοτιοδυτικό άκρο του υψώματος ανασκάφθηκε τάφος, ο οποίος χρονολογείται κατά τη Μεσοελλαδική εποχή. Από γειτονικό συλημένο τάφο προέρχεται και ένα αλάβαστρο, το οποίο χρονολογείται στην Υστεροελλαδική περίοδο.
Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις ο Δημήτρης Θεοχάρης, ο αείμνηστος «δικός μας άνθρωπος», που δούλεψε στον εντοπισμό αυτής της αρχαίας μαγούλας, συμπέρανε ότι πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό οικισμό συγκρινόμενο µε εκείνον της Ιωλκού.

Τμήματα από τον Μυκηναϊκό οικισμό
*
Άρχισα να κυκλοφορώ σε όλο το πλάτος και μήκος της επιφανειακής μαγούλας, όπου κάποτε ζούσαν άνθρωποι, πριν από πέντε και έξι χιλιάδες χρόνια. Παντού στρώσεις από πλακόπετρες, άλλες να γέρνουν λοξά κι άλλες να είναι καρφωμένες στο χώμα, παλαιότεροι λίθινοι τοίχοι, κατάλοιπα σπιτιών, ντουβάρια που άντεξαν στους αιώνες, όστρακα, άψυχες πέτρες που όλες μαζί συνθέτουν και δημιουργούν ένα εξαιρετικά υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Μοιραία άρχισε κι ένα νοερό ταξίδι στο χρόνο. Στις συνήθειες και τις στιγμές των ανθρώπων που ζούσαν πάνω σε αυτό το ιδιότυπο σημερινό ύψωμα. Όταν ξέρεις ότι εδώ που πατάς πατούσαν άνθρωποι της νεολιθικής εποχής, δεν μπορεί παρά να τρέμεις στη σκέψη αυτή. Φεύγεις από το παρόν, χάνεσαι μέσα στον κυκεώνα της ιστορίας και ξαναπατάς το παρόν πάνω στα ίδια χώματα, δίπλα στις ίδιες πέτρες, αγγίζοντας πηλούς και ξύλα μιας άλλης – άκρως δραματικής περιόδου – του ανθρώπινου γένους.
Ξαναγυρίζεις στον τόπο τον σημερινό. Εγκλωβισμένος από το παρελθόν, αιχμάλωτος αυτών των θραυσμάτων, των αγγείων, των οστράκων, των κεραμικών και της ιστορικής στάχτης.
*
Από κάπου κοντά ερχόταν ο βαρύς και σπασμωδικός απόηχος μιας εντούρο μοτοσυκλέτας που όργωνε τα χωράφια της ακαλλιέργητης πατρίδας. Η μια μοτοσυκλέτα έγιναν δυο κι αφού κι οι δυο μαζί καλλιέργησαν με το δρεπάνι των τροχών τους το αφράτο και γόνιμο έδαφος γύρω από τη μαγούλα ύστερα βάλθηκαν να πατήσουν την ορθοπλαγιά του λόφου με δεξιοτεχνικές φιγούρες και να μπουν θριαμβευτές μέσα στη δηωμένη μυκηναϊκή χώρα.
Ευτυχώς δεν υπερπήδησαν την αρχαία μάντρα που προφύλασσε τους κάθε λογής επιδρομείς που λυμαίνονταν και λυμαίνονται την ανυπεράσπιστη ετούτη γη.
Έριξα ένα βλέμμα απορίας στο κράνος που φορούσαν και τους επιτίμησα για τη στάση τους – μια στάση εχθρική για το περιβάλλον και την ιστορία – μπροστά στην πύλη του αρχαίου οικισμού.
Ύστερα έσκυψα και σήκωσα δυο πέτρες που έτυχαν μπροστά μου με σκοπό να τους εκφοβίσω για τη στάση τους, μια στάση κουρσάρων εναντίον της αδύναμης πόλης.
Κι όπως έκαμα ν’ αδράξω τη μια από αυτές τις πέτρες, είδα στο πλάι της ένα γλυπτό κεραμικό όστρακο που είχε προφανώς ψηθεί στον παρακείμενο κλίβανο εδώ και τέσσερα ή πέντε τουλάχιστον χιλιάδες χρόνια.
Εκείνη την ώρα αισθάνθηκα την τεράστια αξία του κεραμικού που ανακρατούσα στα χέρια μου κι αποφάσισα να το πάρω μαζί μου, πολύτιμο ενθύμιο του ανθρώπου που θα το είχε πιάσει με τα χέρια του και θα το είχε ενσωματώσει στο τειχίο της πρόχειρης νεολιθικής του κατοικίας…
*
Έφυγα απογοητευμένος αφού σίγουρα οι «βάρβαροι» θα ξαναρχόντουσαν, όπως επιδράμουν οι βάρβαροι όλων των εποχών…
Αλλά κι εγώ ως ένας άλλος «βάρβαρος» της εποχής μας, βάλθηκα στη συνέχεια να λάβω μέρος στη «μάχη» της Εθνικής Οδού και να ενσωματωθώ στα στίφη που συμμετέχουν στο αλισβερίσι της βάρβαρης κι επιθετικής ταχύτητας του καιρού μας.

Νοέμβρης του 2022
Σημείωση: Αρκετά από τα αρχαιολογικά στοιχεία αντλήθηκαν από τη συνέντευξη του Βολιώτη διευθυντή της ΛΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λεωνίδα Χατζηαγγελάκη που δόθηκε στο ΑΠΕ στις 18/3/2009.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το