Πολιτισμός

Μάγια Μποντζώρλου “Η συγγραφή ενός βιβλίου μοιάζει λίγο με το ταξίδι του Οδυσσέα”

Η Μάγια Μποντζώρλου ζει και εργάζεται στο Βόλο, από εδώ κατορθώνει και στέλνει τα δικά της μηνύματα – άλλοτε ποιήματα και άλλοτε πεζά – σε όσους αγαπούν τη λογοτεχνία και την ποίηση. Η κυκλοφορία του νέου της βιβλίου, του μυθιστορήματος «Το Όνειρο» από τις εκδόσεις Λιβάνη, αποτέλεσε ένα ξεχωριστό γεγονός για όσους τη γνωρίζουν και περιμένουν πολλά από την εκφραστική της σκέψη και γραφή. Για όσους δεν τη γνωρίζουν, θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν περισσότερα με την παρουσίαση του βιβλίου της σε εκδήλωση στο ξενοδοχείο «Ξενία» του Βόλου την Τετάρτη 20 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ. Έχουμε, ωστόσο, τη χαρά να μοιραστούμε μαζί της τις σκέψεις και τα όνειρά της, τις προθέσεις και τις απόψεις της για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία, τη σχέση της με τα βιβλία και όσα την προσδιορίζουν από όσα με χαρά δέχθηκε να μοιραστεί μαζί μας…

Ζείτε και εργάζεστε στον Βόλο, παράλληλα γράφετε, πεζά και ποιήματα… Τι επιδιώκετε με την κοινοποίησή τους, σε τι στοχεύει ένας συγγραφέας;
Έχει ειπωθεί πως «ο ποιητής γεννιέται, αλλά το ποίημα γίνεται». Πιστεύω πως το ίδιο ισχύει και για τον συγγραφέα. Σίγουρα πρέπει να έχεις μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, η οποία θα σε οδηγήσει, αντί να ξοδέψεις τον χρόνο σου σε πολλές άλλες δραστηριότητες, να κλειστείς σ’ ένα δωμάτιο και να προσπαθήσεις να μεταφέρεις τους κόσμους, που έχεις πλάσεις με τη φαντασία σου, στο χαρτί για να το παραδώσεις στον αναγνώστη. Εκείνο που θέλει ο συγγραφέας είναι να δει πως το κομμάτι της ψυχής του, που έχει καταθέσει μέσα στο βιβλίο, ακουμπάει την ψυχή εκείνου που το διαβάζει. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας επιδιώκει να επικοινωνήσει μέσα από το έργο του. Μπορεί η συγγραφή, σαν πράξη αυτή καθ’ αυτή, να σε απομονώνει, αλλά εκφράζει μια εσωτερική ανάγκη σου για επικοινωνία.

Το βιβλίο σας με τίτλο «Το Όνειρο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, εκδοτικό οίκο γνωστό και καταξιωμένο… Η αποδοχή και η υποδοχή από την οικογένεια Λιβάνη στις μέρες μας που η έκδοση βιβλίων επιτυγχάνεται και με τη γνωστή «αυτοχρηματοδότηση» τι σημαίνει για εσάς;
Η επιθυμία όλων όσων γράφουν, όπως κι εγώ, είναι ένας τέτοιος εκδοτικός οίκος να πιστέψει στο έργο τους, να το εκδώσει, να το κυκλοφορήσει και να το υποστηρίξει. Ο αναγνώστης είναι προδιατεθειμένος να προσέξει το βιβλίο που προέρχεται από έναν εκδοτικό οίκο αυτού του βεληνεκούς, δεδομένου ότι γνωρίζει πόσο προσεγμένα είναι όσα βιβλία προέρχονται από αυτόν.
Οι εκδόσεις Λιβάνη έδωσαν την ευκαιρία στο Όνειρο να ταξιδέψει μακριά και να γίνει γνωστό και σήμερα έχω τη χαρά να δέχομαι μηνύματα από αναγνώστες από όλη την Ελλάδα που το έχουν αγκαλιάσει. Όταν σε ρωτούν «πότε θα βγάλεις το επόμενο», έχεις πάρει τη μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, γιατί καταλαβαίνεις πως πραγματικά η δουλειά σου τους άγγιξε.

Ας έρθουμε στο βιβλίο… Χαρακτηρίστηκε ψυχολογικό θρίλερ, συζητήθηκε ως νουάρ μυθιστόρημα… Εσείς σε ποια κατηγορία το κατατάσσετε;
Αρχικά το είχα σκεφτεί ως ψυχολογικό θρίλερ. Σίγουρα έχει στοιχεία νουάρ. Όταν το ξαναδιάβασα, όμως, μετά που εκδόθηκε, νομίζω πως είναι μια κατηγορία από μόνο του. Τελικά, κι αυτό προέκυψε στην πορεία της συγγραφής του βιβλίου, το μυστήριο και όλη η πλοκή αποτέλεσαν το σκηνικό μέσα στο οποίο κίνησα τον ήρωά μου, την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του οποίου ήθελα να αναδείξω. Ο Τζορντάνο, αυτό είναι το καλλιτεχνικό του όνομα, είναι ένας ταλαντούχος ζωγράφος και ήθελα ο αναγνώστης να επικεντρωθεί σ’ αυτόν, να δει μέσα από τα μάτια του και να ταυτιστεί μαζί του, ώστε να κατανοήσει πώς αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα που τον ωθούν σε δημιουργία και πώς βιώνει την επαφή του με τη θάλασσα, η οποία ξυπνάει το καλλιτεχνικό του ένστικτο.
Ακόμη θέλησα ο αναγνώστης να δει την αλλαγή του ήρωα κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Ο Τζορντάνο ξεκινά από μια κατάσταση στατική και τα γεγονότα θα τον κάνουν, μέσα από το κουκούλι του, να βγει αλλαγμένος. Επιπλέον μίλησα για τη φιλία και για τις σχέσεις των ανθρώπων. Εξαιτίας όλων των παραπάνω θεωρώ ότι το Όνειρο είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα μυστηρίου και όχι μόνο.

Ο τόπος και ο χρόνος είναι σχετικά απροσδιόριστος δίνοντας δυνατότητα στον αναγνώστη να το θέσει στα δικά του δεδομένα… Οι ήρωές σας επίσης είναι καθημερινοί άνθρωποι, στους οποίους αποδίδετε σκέψεις που προκαλούν ανατροπές και πράξεις ανάλογες. Πώς «στήσατε» το μυθιστόρημά σας και με ποια αφορμή;
Η πλοκή, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφω, είναι προϊόντα της φαντασίας μου. Επίτηδες ο τόπος και ο χρόνος είναι απροσδιόριστα. Τα αφήνω στον αναγνώστη. Εξελίσσονται κάπου στο παρελθόν. Οπωσδήποτε σε χρόνο που οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά οι σχέσεις τους είναι διαπροσωπικές.
Η αφορμή για το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν μια τυχαία σκέψη σχετικά με το αν θα μπορούσε ένα όνειρο να δρασκελίσει από τη φανταστική διάσταση μέσα στην πραγματικότητα. Η ιστορία μου όμως ήθελα να διαρθρωθεί ορθολογικά. Έτσι έφτιαξα την όλη υπόθεση και εξέλιξη του βιβλίου σαν ένα παζλ. Σιγά σιγά κάθε κομμάτι μπαίνει στη θέση του και όλα γίνονται κατανοητά μόνο όταν συμπληρωθεί και το τελευταίο.

Η συγγραφή του βιβλίου σας πώς συνδυάστηκε με την απαιτητική επαγγελματική σας ενασχόληση; Πότε γράφετε και με ποιες συνθήκες;
Είμαι εκ φύσεως άνθρωπος, ο οποίος, αν δεν αγαπά κάτι πραγματικά, δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί μαζί του. Αγαπώ πολύ τη δουλειά μου και επίσης αγαπώ πολύ και το να γράφω βιβλία. Γι’ αυτό περνάω τη ζωή μου σαν την Περσεφόνη. Τον μισό χρόνο στον επάνω κόσμο και τον άλλο μισό στον κάτω κόσμο. Επειδή είμαι ανήσυχος χαρακτήρας αυτό με ισορροπεί.
Γράφω συνέχεια. Έτσι ξεκουράζομαι. Αν μια μέρα περάσει χωρίς να γράψω κάτι, μου λείπει. Παρόλα αυτά, επειδή έχω φορτωμένο πρόγραμμα, θα τύχουν μέρες που δε θα το κάνω, όμως το βιβλίο υπάρχει στο μυαλό μου και κατά κάποιο τρόπο η ιδέα μου επωάζεται. Οπότε η διαδικασία της συγγραφής στην πραγματικότητα συνεχίζεται μέσα μου κι είναι θέμα χρόνου για να το καταγράψω.
Δεν πιστεύω πως πρέπει να περιμένεις να δημιουργηθούν ειδικές, επιθυμητές συνθήκες για να κάνεις αυτό που αγαπάς. Πρέπει μόνος σου να τις δημιουργήσεις. Σίγουρα οι πολυάσχολοι έχουν τον περισσότερο ελεύθερο, χρόνο γιατί, όπως λέει και μια εγγλέζικη παροιμία «όπου υπάρχει θέλω υπάρχει κι ένας δρόμος».

Μιλήστε μας για την αρχή της συγγραφικής σας πορείας… Πότε ξεκινήσατε και με ποια αφορμή…
Πάμε πίσω πολλά χρόνια πριν. Όπως είπα ως άτομο ήμουν και είμαι ιδιαίτερα ανήσυχη. Πάντα είχα πολλά ενδιαφέροντα και από την παιδική μου ηλικία, με παρότρυνση της μητέρας μου, διάβαζα πολύ. Αισθανόμουν πάντα όμως πως έπρεπε ν’ ασχοληθώ και με κάτι παραπέρα. Μέχρι που, κάποιο καλοκαίρι σε διακοπές, άρχισα, εντελώς αυθόρμητα, να γράφω. Η μητέρα μου και πάλι με προέτρεψε να συνεχίσω και το έκανα. Σύντομα κατάλαβα πως αυτό είναι που θέλω να κάνω κι αυτή η διαδικασία τελικά με απορρόφησε.

Μπορείτε να γίνετε αναγνώστρια του δικού σας βιβλίου, να αποστασιοποιηθείτε και να δείτε αντικειμενικά το συγγραφικό σας δημιούργημα;
Αυτό επιβάλλεται να το κάνει ο συγγραφέας και το πετυχαίνει μόνο αν το διαβάσει ξανά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Όταν το κάνει αυτό, και δεν αισθάνεται πως θέλει να το διορθώσει πια, τότε το βιβλίο έχει τελειώσει.
Ειδικότερα το Όνειρο αρχικά είχε άλλη μορφή από την καταληκτική που πήρε τελικά όταν εκδόθηκε το βιβλίο. Αυτό συνέβη γιατί, όταν το ξαναδιάβασα, αποφάσισα, όπως είπα και παραπάνω, να επικεντρωθώ περισσότερο στον ήρωά μου κι έτσι το μυθιστόρημα έγινε πιο ατμοσφαιρικό.
Αυτή η επιβεβλημένη αποστασιοποίηση γίνεται αιτία ο δημιουργός να διορθώνει πολλές φορές το έργο του και γι’ αυτό η συγγραφή ενός βιβλίου μοιάζει λίγο με το ταξίδι του Οδυσσέα. Μόνο που εδώ εσύ ο ίδιος επιβάλλεις τις δοκιμασίες στον εαυτό σου μέχρι να βγει το τελικό αποτέλεσμα.

Με ποιον μοιράζεστε τις σκέψεις και όσα γράφετε; Ποιος είναι ο πρώτος που τα διαβάζει και με ποιον συζητάτε (εάν συζητάτε) την πορεία και την εξέλιξή τους;
Όταν ζούσε η μητέρα μου η πρώτη που διάβαζε όσα έγραφα ήταν εκείνη. Από τότε που την έχασα, κάποια έχουν διαβαστεί, πριν κυκλοφορήσουν εννοείται, από φίλους που εκτιμώ και πολλά τα συζητάω πια μόνο με τον εαυτό μου. Με χαρά πάντως θα μοιραζόμουν τις σκέψεις μου για όσα γράφω με οποιονδήποτε θεωρούσα πως θα μπορούσα να το κάνω, χωρίς αυτό φυσικά να είναι απαραίτητο να συμβεί.

Θα δεχόσασταν το βιβλίο σας να γίνει σενάριο τηλεοπτικής σειράς ή κινηματογραφικής ταινίας, καθώς διαθέτει τη δομή, τη δράση και την ψυχογραφική προσέγγιση των ηρώων σας;
Με μεγάλη μου χαρά θα έβλεπα τους ήρωές μου να ζωντανεύουν. Όταν το σύμπαν, που έχεις φτιάξει στο μυαλό σου, παίρνει σάρκα και οστά συγκινείσαι. Ακόμη κι αν αυτό που παρουσιάσει ο σκηνοθέτης είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο που, σαν συγγραφέας, είχες πλάσει με τη φαντασία σου σε ικανοποιεί και μόνο που το έργο σου ώθησε σε δημιουργία. Αυτή γενικότερα άλλωστε είναι και η ομορφιά της τέχνης. Δημιουργείς κάτι και κάποιος άλλος το παίρνει, το πάει παραπέρα και φτιάχνει κάτι διαφορετικό.

Έχετε ταυτιστεί κατά τη διάρκεια της συγγραφής του «Ονείρου» με κάποιον από τους ήρωες, στέκεστε δίπλα ή απέναντί τους;
Θα έλεγα πως έχω προβάλει πολλά στοιχεία του εαυτού μου στον Τζορντάνο αναφορικά με τη σχέση του με τη φύση και ειδικότερα με τη θάλασσα, με το πώς αντιμετωπίζει τους φίλους του, τη ζωή, πώς κινείται μέσα στους φανταστικούς του κόσμους. Μπαίνεις μέσα στους ήρωες. Βλέπεις με τα μάτια τους, κινείσαι και αντιδράς ανάλογα με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα που έδωσες στον καθένα. Αυτή είναι και η ομορφιά της συγγραφής. Μπαίνεις μέσα σ’ αυτό που φαντάζεσαι κι ανοίγεις την πόρτα για να μπει κι ο αναγνώστης.

Είστε αναγνώστρια, διαβάζετε λογοτεχνία και ποίηση, τι προτιμάτε και ποιος είναι ή ήταν ο αγαπημένος σας συγγραφέας;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μόνο έναν. Λατρεύω την ευφυία και την ευαισθησία του Όσκαρ Ουάιλντ. Λατρεύω επίσης και τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ο οποίος εξωτερίκευσε την ψυχοπαθή πλευρά της προσωπικότητάς του δημιουργώντας καταπληκτικές ατμόσφαιρες τρόμου, μέσα στα διηγήματά του, που τον έκαναν παγκόσμια γνωστό. Ο Πόε μ’ αρέσει και ως ποιητής. Έχω μάλιστα μεταφράσει και το Κοράκι. Από θεατρικούς συγγραφείς μου αρέσει πολύ ο Αλεχάντρο Κασόνα και ο Τενεσί Ουίλιαμς. Όσο για την ποίηση με γοητεύει το άρωμα της παρακμής που αναδύεται μέσα από την τέχνη του Καβάφη, το ημίφως, μέσα στο οποίο κινείται το έργο του, και το αίσθημα του ατελείωτου που πλανιέται σ’ αυτό. Επίσης όμως μου αρέσει πολύ ο Πάμπλο Νερούντα και ο Λόρκα.

Πιστεύετε ότι η απόσταση που υπάρχει από το κέντρο – την Αθήνα – επηρεάζει την πορεία ενός βιβλίου για τον συγγραφέα του που ζει για παράδειγμα στον Βόλο;
Όταν ένα βιβλίο εκδίδεται από έναν καταξιωμένο εκδοτικό οίκο, που το κυκλοφορεί σ’ όλη την Ελλάδα, και μέσω του ιντερνέτ σού δίνεται η δυνατότητα να το προωθήσεις και μόνος σου νομίζω πως οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και η πορεία του βιβλίου δεν εξαρτάται από τον τόπο κατοικίας του συγγραφέα.

Ζούμε σε εποχές που η είδηση και τα δεδομένα μεταδίδονται αυτόματα, ενώ το βιβλίο αντέχει… Πώς κρίνετε αυτή τη σταθερότητα;
Ζούμε στην εποχή της εικόνας, η οποία μεταδίδεται αυτόματα και γινόμαστε αποδέκτες της πολλές φορές και χωρίς να το καταλάβουμε κι επειδή η εικόνα είναι η γλώσσα του εγκεφάλου το μήνυμά της έχει μεγάλη δύναμη. Όταν όμως έρχεται έτοιμη μπορεί να σε αποκοιμίσει πνευματικά, με την έννοια πως έχει την ικανότητα να σου περάσει μηνύματα υποσυνείδητα.
Από την άλλη διαβάζοντας ένα βιβλίο βάζουμε να δουλέψει η φαντασία μας. Ένα ρητό λέει «η φαντασία είναι το γαϊδουράκι που σηκώνει την κιβωτό». Αυτή ενεργοποιεί τον νου μας και τον κάνει ν’ ανοίξει τα φτερά του. Όταν διαβάζεις φτιάχνεις εικόνες μόνος σου, προσπαθώντας να αναπαραστήσεις ό,τι λέει η ανάγνωση κι αυτό ενεργοποιεί το μυαλό.
Το βιβλίο επιβάλλεται ν’ αντέξει ακριβώς γι’ αυτό. Διαβάζοντας βιβλία θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε προς όφελός μας τη μεγάλη σημερινή τεχνολογική πρόοδο για να εξελιχτούμε ως άτομα κι ως προσωπικότητες.

Υπάρχει το επόμενο βιβλίο στο μυαλό ή στα χαρτιά σας… Κι αν ναι κινείται στα ίδια πλαίσια πλοκής και δράσης;
Ήδη, με τις εκδόσεις Λιβάνη, έχω υπογράψει το συμβόλαιο για το επόμενο βιβλίο, το οποίο είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα μυστηρίου με πολλά πρόσωπα. Δεν είναι επικεντρωμένο όσο το Όνειρο σ’ έναν ήρωα και εξελίσσεται σαν ταινία μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.

Το «Όνειρο» τι σας έχει προσφέρει;
Ήταν σα να έκανα ένα μεγάλο ταξίδι μέσα μου. Όταν το έγραφα έμοιαζε σα να εξερευνούσα μια νέα ήπειρο. Όταν πια το ολοκλήρωσα και το ξαναδιάβασα τελικά, αισθανόμουν πως έμπαινα ξανά σ’ αυτή κρατώντας όμως πια στα χέρια μου τον χάρτη που είχα φτιάξει.
Η συγγραφή είναι επιπλέον και μια τέχνη κι όπως όλες οι τέχνες, όσο περισσότερο εξασκείσαι, τόσο πιο πολύ την κατέχεις. Αισθάνομαι πως κι από αυτή την άποψη επίσης βοηθήθηκα.
Πάνω απ’ όλα όμως η θετική του αποδοχή ήταν το κάρβουνο στη μηχανή μου για να συνεχίσω με το βιβλίο που είναι υπό έκδοση, αλλά κι εκείνο που ήδη γράφω.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το