Ελλάδα

Λευτέρης Βογιατζής – Πώς δουλεύουν και πώς λειτουργούν οι σκηνοθέτες

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Πέρασε καιρός που «έφυγε» ο Λευτέρης Βογιατζής. Μια και στις μέρες μας ξεσηκώνεται θόρυβος για το πώς συμπεριφέρονται οι νεότεροι σκηνοθέτες και παράγοντες της θεατρικής σκηνής, ας μου επιτραπεί να κάνω δυο – τρεις αναμνηστικές σκέψεις, γύρω από τη ζωή, τη φιλοσοφία και το έργο του μεγάλου θεατρανθρώπου, τον οποίο ωστόσο δεν εγνώρισε ο πολύς κόσμος, αλλά ούτε και τονε χωρούσε ο στενός τόπος μας, μια κι έμεινε κλεισμένος για πάντα στον «απέραντο» μικρό του χώρο, σε ένα ιδιότυπο θερμοκήπιο ιδεών, που φιλοτέχνησε στην οδό των Κυκλάδων και στον αριθμό 11, της Κυψέλης.
Από κοιτάσματα χρυσού και αργύρου, γνήσια και όχι κίβδηλα, έχει ανάγκη ο διψασμένος θεατής των ημερών μας. Μα τέτοιο μεταλλείο θεατρικών κοιτασμάτων, τέτοιο ορυχείο και θησαυροφυλάκιο ιδεών και παραστάσεων, άλλο από το θεατράκι της οδού Κυκλάδων, δεν είχα εντοπίσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Ήταν τέτοια η λαχτάρα και η δίψα, κάθε φορά που ο Λευτέρης τεχνουργούσε στο προικισμένο εργαστήρι του κάποιο καινούργιο έργο, που αναζητούσα από τις πρώτες μέρες εισιτήριο, για να προλάβω μια από τις ελάχιστες παραστάσεις που έστηνε, εκεί κάτω στην «Κυψέλη» του.

Από τα χρόνια του Κουν κανένας ισότιμος λειτουργός της θεατρικής τέχνης δεν κατάφερε να μιλήσει έτσι στο θεατρικό κοινό του, όπως ο Βογιατζής και να δώσει παράσταση με τα στοιχεία του μεγάλου δασκάλου. Ακόμη και ο Λαζάνης, που αντέγραφε τις παραστάσεις και το ύφος του Κουν και της φιλοσοφίας του θεάτρου Τέχνης, δεν εμπλούτισε κανένα καινούργιο στοιχείο στις παραστάσεις του ούτε προχώρησε τη φόρμα της θεατρικής κουλτούρας μετά τον θάνατο του δασκάλου.
Ο Λευτέρης Βογιατζής, από την κόχη που ήτανε στριμωγμένος, άρχισε να ξηλώνει και να ράβει τον θεατρικό ιστό της νέας ελληνικής δραματουργίας.
Έφερε έναν επαναστατικό άνεμο στα θεατρικά πράγματα, τόσο με τις σκηνοθεσίες του, όσο και με το είδος των παραστάσεων που έστηνε. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τις συνεντεύξεις, τις εμφανίσεις και τα σκάνδαλα του θεατρικού γίγνεσθαι, αφοσιώθηκε με αυστηρή συνέπεια, νευρικότητα και μελέτη, στην καινούργια παραστασιολογία που σιγά – σιγά δημιούργησε, με αποτέλεσμα οι παραστάσεις του να αποτελούν την επιτομή της σύγχρονης θεατρικής κουλτούρας.
Τα έργα που με άκρα προσοχή και αυστηρότητα επέλεγε, αλλά και οι συνεργάτες του ηθοποιοί που έμπαιναν σε απίστευτη βάσανο συνεργασίας, υπήρξαν οι δύο άξονες των παραστάσεών του. Ο τρίτος άξονας ήταν ο χώρος που έφτιαξε στην οδό Κυκλάδων, για να εδραιώσει το δραματικό του έργο.

Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε φοβερά ελαττώματα, αλλά και μεγαλειώδη προσόντα. Καταρχάς είχε σχιζοφρενική εμμονή στη λεπτομέρεια. Στη λεπτομέρεια που λίγοι μπορούν να κατανοήσουν, αυτή που βρίσκεται πίσω από το θεατρικό κείμενο ή τη διδασκαλία των ηθοποιών. Πίσω όμως κι από τη σκηνοθεσία.
Εκτός από τη μανιακή σχέση που καλλιέργησε και διατήρησε με τα έργα του Μολιέρου, ο αγαπημένος του σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας ήταν ο Γιώργος Διαλεγμένος. Του ανέβασε τρία έργα, στη σειρά, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένα από τα οποία στάθηκε ορόσημο, αλλά και μια από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες μεταχείρισης «ηθοποιών». Μιλάω για το «BELLA VENECIA» του Διαλεγμένου, στο οποίο ο Βογιατζής ενσωμάτωσε – ο αθεόφοβος – πέντε νοητικά καθυστερημένους (με μογγολισμό) «ηθοποιούς» που δίδαξε, «υπέταξε» και «κατάρτισε» με απίστευτη υπομονή και ικανότητα, ώστε να «βγάλουν» μιαν ολόκληρη παράσταση δύο ωρών στη σκηνή. Βέβαια συμπαραστάτη του είχε την εκπληκτική Ξένια Καλογεροπούλου που «βοήθησε» τα παιδιά να σταθούν όχι μόνο με αξιοπρέπεια, αλλά και με φανταστική υποκριτική αποτελεσματικότητα.
Σε μια ανύποπτη συνέντευξη που πήρε ο Γιώργος Διαλεγμένος του Λευτέρη Βογιατζή, είχε πει το εξής: «Στον Λευτέρη μ’ αρέσει ένα πράγμα. Το ότι σε αυτόν τίποτα δεν είναι συγκεκριμένο, στο θεατρικό κείμενο, τίποτα το αυτονόητο, τίποτα το δεδομένο». Και παρακάτω: «Ακόμα και μία απλή καλημέρα θα ψαχτεί από είκοσι μεριές, γιατί λέγεται έτσι και όχι αλλιώς».

«Οι ηθοποιοί», συνεχίζει ο Γιώργος Διαλεγμένος, «έρχονται με τα συνηθισμένα υποκριτικά εργαλεία τους και στις πρόβες και σιγά – σιγά καταλαβαίνουν πως τους είναι άχρηστα…».
Πέρα από όλα αυτά, για τον Λευτέρη Βογιατζή ίσχυε εκείνο το πυρηνικό απόσταγμα: «Βάσανο για τους ηθοποιούς, βάλσαμο για τους θεατές». Και είναι αλήθεια πως ο Βογιατζής είχε δύο πρόσωπα ή μάλλον ήταν ο Δόκτωρ Τζέκυλ και συνάμα ο Μίστερ Χάυντ. Έξω από το θέατρο ήταν να τον πιεις στο ποτήρι. Μόλις πατούσε την πόρτα του θεάτρου γινόταν ανυπόφορος. Όλα και όλοι του φταίγανε…

Οι παραστάσεις του υπήρξαν παροιμιώδεις. Το κοινό του, το πιο φανατικό και ανυπόκριτα προσηλωμένο, στη φόρμα και στην τεχνική του, μια τεχνική αυστηρή, αδιέξοδη πολλές φορές και πρισματική που στάθηκε ο πόλος και ο άξονας του σχεδόν τέλειου, σε ολόκληρη τη νεότερη ελληνική δραματουργία.
Η συνέπεια και η σχολαστικότητά του, η ακριβολογία και η παρατηρητικότητά του, η ζωντάνια, η οξύνοια και η εμβρίθειά του συνόδευαν κάθε παράσταση και κάθε βηματισμό του έξοχου αυτού σκηνοθέτη και στοχαστικού διαπραγματευτή των δραματικών κειμένων.
Μια τεράστια λύπη μας κατέχει όλους, αφότου «έφυγε», εμάς που στριμωχνόμαστε στο γονιμοποιητήριο της οδού Κυκλάδων, γύρω – γύρω από τη σκηνή, επάνω στα ξύλινα βάθρα του, για να ρουφήξουμε εκείνο το μοναδικό αμάλγαμα από την άφθαστη τέχνη και τεχνική του μεγάλου Βογιατζή.
Με δίχως ίχνος υπερβολής θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ο Λευτέρης Βογιατζής υπήρξε ο τρίτος «δρόμος», μετά τον Ροντήρη και τον Κουν…
Τώρα πια η ορφάνια μας είναι τραγική.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το