Άρθρα

«Κυρίαρχος της μοίρας του και καπετάνιος της ψυχής του»

Του Πάνου Τρ. Σκοτινιώτη

Η απερχόμενη Δημοτική Αρχή ολοκληρώνει τη θητεία της έχοντας κερδίσει …επάξια τον τίτλο της πιο αποτυχημένης δημοτικής αρχής στη μεταπολιτευτική –και όχι μόνο- ιστορία της πόλης. Και αποχωρεί, αφήνοντας πίσω της ένα ακραίο παράδειγμα πολιτικής παρακμής.
Δεν θα μείνουμε, ωστόσο, σε αυτές τις μελαγχολικές διαπιστώσεις που, άλλωστε, έχουν γίνει πλέον κτήμα της μεγάλης πλειονότητας των συμπολιτών μας. Θα προσπαθήσουμε, αντίθετα, να επικοινωνήσουμε με εκείνους τους συμπολίτες μας που έχουν αποδεχθεί την επιμελημένη μεταμφίεση της πραγματικότητας, την οποία επί πέντε χρόνια φιλοτεχνεί καθημερινά η θηριώδης, ολοκληρωτική προπαγάνδα της απερχόμενης δημοτικής αρχής. Σε ένα βαθμό κατανοητό -θα λέγαμε- στους χαλεπούς και θυμωμένους καιρούς της μεγάλης κρίσης και της «μεταδημοκρατίας», όπου η πολιτική απωθεί μεγάλο τμήμα των πολιτών και ο λαϊκισμός καλπάζει.
Ας αποδεχθούμε λοιπόν κι εμείς -προς στιγμή- ότι η 1η Σεπτεμβρίου 2014 συνέπεσε με την έλευση στην πόλη μας του «Μεσσία». Ο οποίος παρέλαβε ένα …άσημο λασποχώρι, το οποίο, ως δια μαγείας, μεταμόρφωσε σε μια διάσημη πόλη που «μαγεύει». Με άλλα λόγια, ότι κατάφερε να κάνει σε πέντε χρόνια αυτά που απέτυχε να κάνει επί δεκαετίες το «σάπιο πολιτικό σύστημα». Το ότι επί πέντε ολόκληρα χρόνια δεν κατάφερε να ξεκινήσει ούτε ένα νέο έργο ΕΣΠΑ, προφανώς και δεν έχει καμία σημασία…

Το ερώτημα είναι αν ακόμη και οι συμπολίτες μας που έχουν πιστέψει την εικονική αυτή πραγματικότητα, άνθρωποι που αγωνίζονται έντιμα στη ζωή, που μεγαλώνουν παιδιά και εγγόνια, συνάδελφοί μας, γείτονες, συμμαθητές μας, αλλά και νέοι άνθρωποι με όνειρα και ιδανικά, είναι διατεθειμένοι να παραβλέψουν ή, έστω, να βάλουν σε δεύτερη μοίρα, τις οδυνηρές, μακροπρόθεσμες συνέπειες της μεγάλης διάβρωσης που έχει υποστεί τα χρόνια αυτά το «οικοσύστημα» της τοπικής κοινωνίας και δημοκρατίας. Και αναφερόμαστε, φυσικά, σε συμπολίτες μας που δεν έχουν καμία ιδιοτέλεια και δεν προσδοκούν τίποτε προσωπικό από το «καθεστώς».
Αυτοί, λοιπόν, οι συμπολίτες μας θα μπορούσαν, έτσι, να προσπεράσουν το γεγονός:
-Ότι η τοπική δημόσια ζωή έχει φτάσει σε βορβορώδη βάθη;
-Ότι η χυδαιότητα, η λάσπη, το ψέμα, η εχθροπάθεια, ο σεξισμός, ο αντιμεταναστευτισμός, επιβάλλονται στη δημόσια σφαίρα;
-Ότι ο βίαιος λόγος έχει γίνει εργαλείο προσβολής και ταπείνωσης ανθρώπων που έχουν δώσει εξετάσεις στην πόλη;
-Ότι ισοπεδώνεται κάθε αντίθετη φωνή, απαξιώνονται κοινωνικοί φορείς με πλούσιο έργο, σπέρνεται κοινωνικό μίσος;
-Ότι έχει στηθεί μια βιομηχανία παραγωγής μηνύσεων και αγωγών για τον «σωφρονισμό» κάθε «αντιφρονούντος»;
-Ότι με θράσος απύθμενο και αυθάδεια περισσή σβήνονται, με μια μουτζούρα, οι μεγάλες, διαχρονικές κατακτήσεις της τοπικής μας κοινωνίας και η διαχρονική συμβολή τόσων ανθρώπων που υπηρέτησαν την πόλη από διάφορες θέσεις;
-Ότι διαγράφεται ακόμη και η ποδοσφαιρική ιστορία της πόλης μας;
-Ότι έχει διαμορφωθεί ένα σκληρό, αδιαφανές σύστημα εξουσίας, που αντιλαμβάνεται την πόλη σαν εκλογικό λάφυρο, και την εκλογική νίκη σαν λευκή επιταγή;
-Ότι η νομιμότητα περιφρονείται, ο πελατειασμός οργιάζει, το «νταραβέρι» δίνει και παίρνει και οι «νταραβεριτζήδες» κάνουν πάρτι;
-Ότι το δημοτικό συμβούλιο έχει μετατραπεί σε «πεζοδρόμιο» και οι αντιπολιτεύσεις που ασκούν τον θεσμικό τους ρόλο αντιμετωπίζονται σαν εχθροί του «καθεστώτος», που τάχα παρεμποδίζουν το «καθαγιασμένο» δημοτικό έργο;
-Ότι κατακεραυνώνονται δικαστές όταν δεν επικυρώνουν τη δημοτική αυθαιρεσία;

Η απερχόμενη δημοτική αρχή κατεδάφισε κάθε κανόνα διαλόγου, συνεννόησης και συνύπαρξης μέσα σε μια πλουραλιστική πολιτική κοινότητα. Ναρκοθέτησε το μεταπολιτευτικό κεκτημένο, που ήθελε τις δημοτικές παρατάξεις να είναι απλώς αντίπαλοι, και όχι εχθροί. Φθάσαμε στο σημείο η παρεκτροπή να εκλαμβάνεται σαν κανονικότητα, και ο αγοραίος λόγος σαν στοιχείο της «γλώσσας του λαού», την οποία θα έπρεπε –τάχα- να μιλούνε οι πολιτικοί.
Λαϊκός θεωρείται αυτός που βρίζει, ακόμη και με εκφράσεις χαμαιτυπείου. Που χρησιμοποιεί μια δήθεν αντισυστημική αργκό. Που προσβάλλει. Που σουλατσάρει στους καφενέδες. Που «πουλάει» φτηνιάρικη φιγούρα. Που «τσαμπουκαλεύεται» σε δημόσιους χώρους. Που παρκάρει όπου γουστάρει. Που θέλει να ακούει μόνο τη φωνή του, ακόμη κι όταν εκστομίζει τις μεγαλύτερες φανφάρες. Οι άλλοι είναι, τάχα, οι ελίτ, οι «διακόσιες οικογένειες που λυμαίνονταν τον Βόλο», οι γραβατωμένοι, οι κουλτουριάρηδες. «Όποτε ακούω για κουλτούρα, απασφαλίζω το όπλο μου», είχε πει ο Χανς Γιοστ, θεατρικός εκφραστής του ναζισμού.

Μια δημοτική αρχή μπορεί να επιτύχει ή να αποτύχει στην αποστολή της. Δεν έχει όμως δικαίωμα να μετατρέπει τη δημόσια ζωή σε βούρκο. Κι ας μην κάνουμε το λάθος. Το αυθεντικά λαϊκό δεν είναι ποτέ χυδαίο. Ενώ ο βούρκος είναι πάντα βούρκος. Και αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με μια κατηχητικού περιεχομένου ηθικολογία, ούτε με μια αφ’ υψηλού περιφρόνηση στη «μαζική κοινωνία». Κάθε άλλο. Η δημοκρατία, άλλωστε, είναι ένα σύστημα φτιαγμένο για ατελείς ανθρώπινες υπάρξεις, και όχι για αγγέλους και ήρωες.
Οι ερχόμενες δημοτικές εκλογές στον Δήμο Βόλου έχουν μοναδικό ιστορικό βάρος. Γιατί η επιλογή δεν αφορά απλά τη μία ή την άλλη δημοτική παράταξη. Αφορά πρωτίστως «το της πόλεως όλης ήθος», σύμφωνα με τον Ισοκράτη.
Σε μια τέτοια αναμέτρηση, που θα την παρακολουθεί ολόκληρη η Ελλάδα, ο καθένας και η καθεμιά ξεχωριστά είναι «κυρίαρχος της μοίρας του και καπετάνιος της ψυχής του», όπως επαναλάμβανε ο Νέλσον Μαντέλα από τη φυλακή του Ρόμπεν Άϊλαντ.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το