Θ Plus

Κυρα-Παναγιά – Μποτίλια στο πέλαγος

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Εν αρχή ην η Κυρα-Παναγιά. Νησί στη μέση του πελάγου. Εξ ολοκλήρου ιδιοκτησία της Μεγίστης Λαύρας. Μ’ ένα άσπιλο και διαρκές φωτοστέφανο να επικυρώνει τα γαλάζια και πράσινα νερά του Αιγαίου.
Ύστερα έρχεται η «Γοργόνα». Όμορφο σκαρί ολόξυλο μες στο μίνιο, την πορφύρα και την μπλε μπογιά.
Και τέλος ο τιμονιέρης, ο θαλασσόλυκος. Πολύμητις και πνευματώδης. Στοχαστικός, νευρώδης, αλλά και δύσπιστος. Ένας Οδυσσέας παντός καιρού δηλαδή.
Αχνίζει ο ήλιος από αστραφτερές αναθυμιάσεις. Ο ουρανός, ίδιος ατσάλι, δίχως κοφτήρες, επικυρώνει την ελπίδα μιας δυνατής μέρας. Κι η ευεργεσία μιας ζεφύριας πνοής έρχεται να ευοδώσει το περασμένο μίνιο κατάστρωμα της «Γοργόνας».
Σιγά – σιγά και καθώς βγαίνει το τρεχαντήρι απ’ το Πατητήρι, αρχίζω να οσμίζομαι τις ευωδιές της ζωής, την άρμη, το τσίριγμα του γλάρου και την αυθεντία του αληθινού ταξιδιού.
*
Κι επειδή ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων επάνω στη γη, αλλά και η ψυχή από την οποία πηγάζει η αξιοσύνη, ο νους και το ταλέντο, άρρηκτες προϋποθέσεις για το ελληνικό «ταξίδι», από αυτόν αρχίζουν και με αυτόν τελειώνουν όλα.
Μαζεύει τα σκοινιά και την άγκυρα. Σκορπάει λέξεις ναυτικές, πλεούμενες. Πλευρίζει τις ψυχές των ταξιδευτών του, που κρατάνε από χώρες της Δύσης και του Βορρά, τις κανακεύει και τις ντύνει με θρύλους μεσογειακούς.
Χειροτονεί το κύμα και τον άνεμο. Τρέχει απ’ το τιμόνι ίσαμε την κουπαστή, τη χαϊδεύει σα να χαϊδεύει γυναίκα πολυπόθητη.
Καταστρώνει, με εργαλείο τον λόγο και τον πόθο για περιπέτεια, ένα «ταξίδι» γεμάτο περιπέτεια. Ένα ταξίδι βαθιά μέσα στομ μύθο και στην προϊστορία (1).
Εκφράζεται με σιωπές κι αρχοντικά νεύματα, καθώς περνάει τον κάβο της Μηλιάς και το Κοκκινόκαστρο κι επωμίζεται τον γαλήνιο πλου του ταξιδιού.
Δεσπόζει στον άνεμο και στο κύμα, χειρονομεί εξίσου στο μπόντζι και στο αντιμάμαλο, εξουσιάζει θυμούς, αφρόνερα και πάθη.
Ανάμεσα από δυο λυγμούς της θάλασσας σφηνώνει την ήρεμη κυριαρχία του λόγου του.
Περνώντας έξω από τη Στενή Βάλα νεύει στους πέντε ανέμους, κατευνάζοντας μικρά ολόσωμα πάθη.
Κάνει την πρώτη στάση στον Αϊ-Δημήτρη, αγκυροβολεί πάνω απ’ τη συρτή βοτσαλιά του μικροκάβου και δίνει το πρόσταγμα για μια εναέρια βουτιά στα οινοπνευματί νερά.
Ύστερα ξαναπιάνει τη ρότα της ακτογραμμής και βγαίνει στο ανοιχτό πέλαγο συναντώντας αλλοπρόσαλλες διευθύνσεις ανέμων και κυμάτων.
Θολοί και στιβαροί όγκοι ξαμώνουν από παντού. Λεχούσα, Φαγγρού, Πελαγονήσι, Γιούρα και Πιπέρι.

Η ακτή του Άη Δημήτρη

Τα μαλλιά του καπετάνιου φουσκώνουν και παίρνουν το σχήμα του Προφήτη Ηλία, όταν βγαίνει από το στενό της Περιστέρας κι ο μαϊστρος αρχίζει να μας ραπίζει καταπρόσωπο.
Η θάλασσα το χαβά της. Με γαλάζιες πέρλες ντύνει τα κύματα και μοσχοβολάει το στιλπνό και φανελένιο της ρούχο, ρούχο υφασμένο από γνήσιο καμβά αρμύρας και ιώδιου.
Στο μεταξύ ο οικολόγος καπετάνιος αρχίζει την ξενάγηση. Με απτά θαλασσινά λόγια και σε άπταιστα εγγλέζικα υποτάζει το θέμα του σα ν’ απομαγεύει το κύμα και να το ηρεμεί.
Ο λόγος του διασχίζει θάλασσες και στεριές, αφηγείται κύμα το κύμα την περιπέτεια της θαλασσινής αρμάδας των νησιών.
Ξετυλίγοντας ως δια μαγείας όλα τα μυστικά των Σποράδων βγαίνουν στην επιφάνεια σπηλιές και φώκιες, κάβοι κι αραξοβόλια, μικρά μοναστηράκια, γλάροι και καλλικατζούνες.
Ένας βράχος έρχεται να φράξει τη ρότα της Γοργόνας. Τον λένε Φαγγρού ή Πελέρισσα. Συγκαιρινό μα συνάμα κι αρχαιόπρεπο όνομα.
Ξοδεύονται οι όρμοι κι αποκαλύπτονται καθεδρικοί των βράχων πάνω απ’ το κύμα, παλιές τοιχοποιίες και θραύσματα μνήμης και ιστορίας.
Ο λόγος του καπετάνιου λειαίνει τις εσοχές και τα ύφαλα, αποκαθιστά το μυστήριο φως που πηγάζει από τα βάθη της ίδιας της ζωής, την ίδια ώρα που μαζεύει την άγκυρα από τον Άγιο Πέτρο.
Γυροφέρνει το νησιδάκι που φράζει τον κόλπο και τραβάει πια για τα μελανόπτερα βράχια, τα στεγνά και κατάκοπα βράχια της ελληνίδας στεριάς.
Στο βάθος ξαμώνει ένα μοναχικό Πιπέρι, απρόθυμο για πάρε-δώσε, η τραχιά τομή των Γιούρων κι η χαμηλή θωριά του Παππού με τις φονικές αράχνες και την τόση δα σκεπούλα της πέτρινης στέγης.

Το ναυάγιο στην Περιστέρα

Ολοπέτρινοι καταρράχτες μας συνοδεύουν σε όλη την ανατολική κοψιά της Κυρα-Παναγιάς. Βουτηχτάδες κορμοράνοι, κυνηγοί ασημόγλαροι, αρτέμηδες και μύχοι προμηθεύουν εικόνες για ένα πέλαγος εν κινήσει.
Τριγυρνάμε την ακτογραμμή της Κυρα-Παναγιάς. Με άξονα τον ήλιο του μεσημεριού προσπερνάμε τους χαμηλούς λόφους, τους μικρούς όρμους, τις σκούρες κιονοστοιχίες της βραχοτομής, τ’ αγριοπερίστερα, τον κυματισμό που αλλάζει διαρκώς πρόσωπο, το μέτωπο του αέρα με τις ζωφόρες του αύρες, τα περιστύλια των νεφών με τ’ αετώματα που φιλοτεχνεί και υποθάλπει ο μπερμπάντης ο αίολος.
Πιάνουμε τον κάβο Μαλάμη. Πίσω από τον όρμο της Παναγιάς ξεκορμίζουν πενηνταπέντε εναέρια σκαλοπάτια που μας ανεβάζουν στον ουράνιο θόλο της μοναστικής ζωής.
Ύστερα πατούμε τα σπασμένα λιθάρια παρατηρώντας αυτό το ξεχωριστό φαινόμενο των λυγισμένων πουρναριών, θύματα του κόφτη ανέμου. Εισχωρούμε στην επικράτεια του μοναστηριού. Στους άγιους χώρους της απόκοσμης γαλήνης, του ιερού τοπίου.
Μπαίνοντας καιροφυλαχτεί ο βαρύς ίσκιος του Χαρίτωνα, μιας μοναχικής κι αλύγιστης καρδιάς.
«Κάπου σε ξέρω εσένα», μου αποτείνει τον λόγο.
«Μπορεί από τη Λαύρα» του κάνω.
«Μα ναι, δεν ήσουνα ο νομικός της Λαύρας;»
«Καλά θυμάσαι», του λέω και με τραβάει απ’ το μανίκι για να με μπάσει κατευθείαν στο αρχονταρίκι. Εκεί, στο ιδιόχωρο μαγερειό, με καθίζει σ’ ένα σκαμνί, τραβάει μια μποτίλια τσίπουρο και με τρατάρει ένα σφηνάκι.
«Αϊ-Λαυρίτικο είναι, πατέντα των μοναχών του Όρους»…
Η μποτίλια, ίδια με κείνη του αείμνηστου Καβούρα, στο στενό της Εθνικής δε με μεθά, αλλά με ανεβάζει τρεις στροφές πάνω από την πλάνη. Του λέω «θέλω να βγω ν’ αγναντέψω το

Πιπέρι», και μου λέει «τράβα ώς την άκρη του γκρεμού, έχω φτιάξει έναν εξώστη μονάχα για θεούς… (ύβρη ή υπερβολή;) …από κει θ’ αγναντέψεις ολόκληρο το πέλαγο του θεού» αποκαθιστώντας έτσι τη θεία τάξη.
Ακολουθώ τη συμβουλή του, ανοίγω το πορτέλι της μονής, κι ύστερα από πενήντα μέτρα βρίσκομαι στη βόρεια αιχμή της στεριάς, κατάντικρυ του απόρθητου Αιγαίου και σύγκαιρα αναλογίζομαι πώς ο άνθρωπος έχασε το μέτρο της ζωής κι έβαλε «άλλα» σημάδια να του δείχνουν μια πορεία «σατανική»…
Οι εικόνες από τα βόρεια γκρεμνά της Κυρα-Παναγιάς καταπάνω στο Πιπέρι και τα Γιούρα με το Στρογγυλό και τον Παππού στη μέση, αλλά και πιο βαθιά, ώς το φάρο της Ψαθούρας, τον Αθωνα κι ίσαμε την αθανασία της ψυχής, ολοκληρώνουν τον κύκλο του θαλασσινού θαύματος, μιας φύσει και θέσει ευδαιμονίας…
Με κοιτά καχύποπτα ο Χαρίτωνας όταν του ζητώ να μου πει πού έχουν αποθηκεύσει εκείνες τις βόμβες βυθού από τον Δεύτερο Πόλεμο και μου δείχνει αόριστα ένα σκουπιδαριό, όταν άξαφνα μου πετά την πρόταση:
«Εσύ πρέπει νάρθεις να μείνεις εδώ κανα-μήνα, ν’ αποθρησκευτείς άνθρωπε, από τέτοια δαιμόνια»…
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε ο μοναχός, αλλά του υποσχέθηκα πως θάρθω, με την πρώτη ευκαιρία, μαζί με τον Θεόφιλο, ν’ αφουγκραστούμε τα καινά δαιμόνια της νέας ηθικής των πραγμάτων…
Έφυγα με μια μποτίλια τσίπουρο δώρο του Χαρίτωνα, ενώ οι άλλοι είχαν ήδη κατηφορίσει το χωμάτινο στρατί για την αποβάθρα όπου είχε αράξει η «Γοργόνα».
Η Μονή τη Κυρα-Παναγιάς είναι όντως ένα αντιστύλι της καθαρής ορθοδοξίας στον πελαγίσιο στρόβιλο των παθών και λέω νάρθουμε κάποια μέρα με τον Θεόφιλο ν’ αποκαθαρθούμε στα νάματα της νέας αισθητικής.

Ο μοναχός Χαρίτων στην Κυρά Παναγιά

*
Σαλπάραμε για Περιστέρα. Σάλταρε το κύμα μια σπιθαμή, φτέρωσε ο άνεμος, αντιστάθηκε το πηδάλιο, ο κυβερνήτης όρθιος απάνω στην καβάτζα του – την τιμονιέρα -, να συγκρατεί τη «Γοργόνα» του ίσαμε που θα παρακάμψει το στενό για να μπει σε νερά γαληνεμένα.
Πλώρισε την Περιστέρα που οι ντόπιοι τη λένε και Ξηρό, ζύγωσε το Ναυάγιο κι έριξε την άγκυρα δυο απλωτές από δαύτο.
Βούτηξαν οι λευκώλενες παρθένες του βορρά κι ομόρφυνε ο ξανθός γιαλός.
«Το ναυάγιο «Αlonnisos» εκπέμπει μια στυφή ηλεκτρόλυση», μας λέει ο θυμόσοφος καπετάνιος «μέχρι την απέναντι Βάλα. Ενώ το άλλο ναυάγιο, το αρχαίο, που είναι βυθισμένο ως σαράντα οργιές κάτω από τη θάλασσα δεν προξενεί κινδύνους και περιβαλλοντικά προβλήματα»…
Ωρα την ώρα γλύκαινε το φως, μέρευε το μαϊστράλι κι ακόνιζαν οι θείες ώρες το γλυκό κι άνισο τόξο τους.
«Αντέστε παιδιά», ακούστηκε η φωνή του Πάκη, «ώρα να σαλπάρουμε για το τελικό μας αραξοβόλι» και μάζεψε τις τελευταίες αναλαμπές των κοριτσιών που ενέδιδαν ακόμη στα χάδια του ξανθού θεού των ελληνικών γιαλών…
Μαζώχτηκαν όλοι γύρω-τριγύρω της κουβέρτας, κάτω από το κεντρικό ιστίο, μην τους ραντίσει τ’ ανεμοσούρι και πλοηγήθηκαν από τον θαλασσόδαρτο Δυσσέα ως το ακρολίμανο του «Ικου», όπως άκουγε το νησί στα χρόνια του Ομήρου τ’ όνομά του…
*
Τα χάδια του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης θα συνοδεύουν τους ταξιδευτές, με τη μαγιά του Αλοννησιώτη πλοηγού, για καιρό στις κρύες και υγρές ημέρες του ευρωπαϊκού χειμώνα…
31-5-2018
(*) Τίτλος ποιήματος του Γ. Σεφέρη από το «Μυθιστόρημα» που αρχίζει ως εξής:
«Tρεις βράχοι, λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει»

(1) Αιγαίος αποκλήθηκε από τον G. Glotz ο αρχαιότερος πρωτοελληνικός πολιτισμός κι Αιγαίοι ονομάστηκαν οι αυτόχθονες κάτοικοι του κεντρικού Αιγαίου που ανήκουν στον homo meditettaneus, σε αντίθεση με τους Αχαιούς και τους Δωριείς, που κατέβηκαν από τον βορρά.

Σημείωση:
Βόρειες Σποράδες αποκαλούνται όλα τα νησιά, κατοικημένα κι ακατοίκητα, γύρω από την Πεπάρηθο (Σκόπελο), μαζί κι η Σκύρος, ενώ Νότιες Σποράδες θεωρούνται τα νησιά γύρω από τη Δήλο, δηλαδή τα Κυκλαδονήσια.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το