Τοπικά

“Κύκνος”: Το θρυλικό σκαρί που έγραψε ιστορία στον Βόλο – Συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το πρώτο του δρομολόγιο

Εβδομήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το πρώτο δρομολόγιο του «Κύκνος» στις ελληνικές θάλασσες. Οι αναμνήσεις από το μακροβιότερο πλοίο που δρομολογήθηκε στην ακτοπλοϊκή σύνδεση του Βόλου με τις Βόρειες Σποράδες παραμένουν σημείο αναφοράς για τους παλιότερους που πάτησαν πάνω στο κατάστρωμά του. Ο Στέργιος Μιχελής, συνταξιούχος ναυτικός σήμερα και μέλος του πληρώματος του «Κύκνος», θυμήθηκε χαρακτηριστικές ιστορίες από το θρυλικό σκαρί, το οποίο διαλύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά παραμένει «ζωντανό» στη μνήμη των χιλιάδων επιβατών του.

Ο Σκοπελίτης ναυτικός όπως είναι σήμερα

Η ιστορία του «Κύκνος» ξεκίνησε στις ΗΠΑ. Ναυπηγήθηκε το 1930 στο Μέιν και το πρώτο όνομα που δόθηκε στο σκάφος ήταν «Sylvia». Σύμφωνα δε με παλαιότερη έρευνα του αείμνηστου βουλευτή Μαγνησίας Χρήστου Αντωνίου, ο οποίος καταγόταν από τη Γλώσσα Σκοπέλου, ένας από τους ιδιοκτήτες του στα χρόνια του Μεσοπολέμου φέρεται πως ήταν ο δήμαρχος Νέας Υόρκης, Φιορέλο Χένρι Λα Γκουάρντια. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε από το αμερικανικό ναυτικό ως βοηθητικό σκάφος με την ονομασία «USS Tourmaline» έχοντας βάση το Μπρούκλιν. Το 1945 έπαψε η στρατιωτική χρήση του πλοίου και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους πέρασε σε ελληνικά χέρια, αφού αποκτήθηκε από τους εφοπλιστές Ανδρέα Εμπειρίκο και Μανώλη Κουλουκουντή. Ο τελευταίος από το 1940 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αμερική, ενώ ήταν πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης. Το 1946 έφερε την ονομασία «Adelphic», όταν και διέσχισε τον Ατλαντικό μεταφέροντας τρόφιμα και υγειονομικό υλικό της αμερικανικής βοήθειας για λογαριασμό της UNRA. «Έπιασε» λιμάνι στον Πειραιά και από το 1947, αφού έγιναν οι αναγκαίες μετασκευές και μετονομάστηκε σε «Κύκνος», δρομολογήθηκε από τη ναυτιλιακή εταιρεία «Σαρωνικός». Το «παρθενικό» του δρομολόγιο στην Ελλάδα καταγράφηκε πριν από 70 χρόνια και πιο συγκεκριμένα τον Μάιο του 1947. Τότε κατέπλευσε για πρώτη φορά στην πόλη μας και ξεκίνησε το δρομολόγιο Βόλος –Αιδηψός-Χαλκίδα. Το 1952 ανέλαβε και την σύνδεση με τις Βόρειες Σποράδες. Τα ταξίδια του «Κύκνος» διήρκησαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1974.

Χαρακτηριστική φωτογραφία του «Κύκνος» στο λιμάνι του Βόλου (Πηγή: http://www.arxipelagos.com)

Ο θρύλος του συντηρείται μέχρι και σήμερα κι ας έχουν περάσει 43 χρόνια από τότε που αποσύρθηκε από το νηολόγιο, με τον Στέργιο Μιχελή να επιχειρεί ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο και να ανασύρει από τη μνήμη του θύμησες από τα ταξίδια του «Κύκνος». Ο συνταξιούχος ναυτικός, 67 ετών σήμερα, αρχικά θυμήθηκε πώς βρέθηκε στο πλήρωμα του πλοίου, όταν ακόμη ήταν έφηβος: «Γεννήθηκα το 1950 στη Γλώσσα Σκοπέλου. Όταν ήμουν πιο μικρός βοηθούσα στα κτήματα του πατέρα μου. Ήμασταν οκτώ αγόρια κι ένα κορίτσι. Εγώ ήμουν ο τρίτος στη σειρά. Μια ημέρα ο πατέρας μου με πλησίασε και μου είπε: «Δεν πας να γίνεις ναυτικός;». Τότε δεν υπήρχαν και πολλές δουλειές στο νησί. Έτσι το 1964 έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο. Οι τρεις από τους οκτώ δεν γίναμε ναυτικοί. Οι υπόλοιποι βρεθήκαμε στη θάλασσα. Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή για να σε ναυτολογήσουν, έπρεπε να βάλει υπογραφή ένας από τους γονείς. Υπέγραψαν και οι δύο, κι έτσι έπιασα δουλειά. Ξεκίνησα σ’ ένα καϊκάκι που λεγόταν «Σιδέρης». Φορτώναμε εμπορεύματα από τον Βόλο και τα πηγαίναμε στη Γλώσσα. Μετά δούλεψα για λίγο στο «Πασχάλης», ενώ σε ηλικία 14,5 ετών βρέθηκα στο «Κύκνος». Την πρώτη φορά εργάστηκα εκεί το διάστημα 1965-’69, μέχρι που πήγα στον στρατό, ενώ ξαναδούλεψα και την περίοδο 1973-‘74. Υπηρέτησα πρώτα ως καθαριστής, αλλά δεν μου άρεσε η μηχανή. Ανέβηκα στην κουβέρτα, όπου έγινα ναύτης και μετά έγινα μηχανικός. Απολύθηκα τρίτος μηχανικός από τα βαπόρια».
Ο κ. Μιχελής παραδέχθηκε ότι η θητεία του στο «Κύκνος» υπήρξε μία από τις ωραιότερες περιόδους στη ζωή του: «Ένιωθα τυχερός που ανήκα στο πλήρωμά του. Θυμάμαι το ‘66 έπαιρνα 4.500 δραχμές μισθό. Πολύ καλά λεφτά για την εποχή. Νιώθω νοσταλγία κάθε φορά που αναπολώ τα χρόνια εκείνα. Πέρασα πολύ καλά στο «Κύκνος», αφού δουλεύαμε υπό άριστες συνθήκες».
Η φιγούρα του καπετάνιου Κυριάκου Μαστροκόλια κυριαρχούσε στη γέφυρα, με τον Σκοπελίτη απόμαχο ναυτικό να μνημονεύει με αγάπη τον πλοίαρχο του «Κύκνος». «Ήταν ένας πάρα πολύ καλός καπετάνιος. Δεν φοβόταν τη θάλασσα. Μαζί του έχω «φάει» 12 μποφόρ. Από τη Γλώσσα μέχρι την Σκιάθο. Η διαδρομή αυτή ήταν ακριβώς 25 λεπτά με το «Κύκνος». Στο μπουγάζι εκείνο κάναμε τρεισήμισι ώρες. Δεν ξεχώριζες το σκαρί, έβλεπες μόνο θάλασσα. Ήταν, όμως, πάρα πολύ γερό το βαπόρι. Είχε και βαθιά καρίνα. Ήταν καλοσχεδιασμένο. Και ο καπετάνιος πάρα πολύ σκληρός. Τον είχα ξανά στο «Σαντορίνη», όπου πήγε μόλις έφυγε από το «Κύκνος», είπε και πρόσθεσε: «Την πρώτη χρονιά που ήμουν στο «Κύκνος», ήρθε κοντά μου ο καπετάν-Κυριάκος και με έριξε στον κάβο Γουρούνι, καθώς φεύγαμε από τη Γλώσσα με κατεύθυνση την Σκόπελο, για να μετρήσω τον βυθό κι εάν μπορούσαμε να περνάμε από εκεί. Ανοιχτά του κάβου, καθώς πάμε για Σκόπελο, υπάρχει μία ξέρα. Όλα τα βαπόρια περνάνε, εμείς ήμασταν τσίμα-τσίμα. Μου λέει ο καπετάνιος: «Έλα Μιχελάκο, πέσε». Βουτάω την πρώτη φορά, έφτασα στον πάτο και όταν βγήκα στην επιφάνεια του είπα ότι το υπολόγισα κάπου στα 10-11 μέτρα. Δεν πείστηκε και ξαναβούτηξα. Παρότι του είχα πει να πάρω ένα βιλάι, δηλαδή ένα σκοινί κάπου 25 μέτρα μήκος που είχε ένα βάρος στη μία άκρη του για να δένουμε στη στεριά, μου είπε να το μετρήσω με το μάτι».
Εκτός από τον καπετάν-Κυριάκο ο κ. Μιχελής διατηρεί ευχάριστες αναμνήσεις και από το υπόλοιπο πλήρωμα: «Αξιωματικοί και ναύτες ήμασταν πάνω από 30 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν από τα νησιά των Σποράδων. Από Γλώσσα τρεις ήμασταν, ήταν και ο αδερφός μου και ο Χρήστος Τσουκαλάς, που συχωρέθηκε. Από τον Βόλο θυμάμαι δύο συναδέλφους, ο ένας ήταν μηχανικός. Είχαμε κι έναν από τις Σπέτσες».

Τα απρόοπτα δεν έλειψαν από τα ταξίδια του «Κύκνος», με τον Στέργιο Μιχελή να διηγείται: «Όταν πηγαίναμε Σκύρο, φορτώναμε μέχρι και γαϊδουράκια. Μας προσέγγιζε ένας Σκυριανός που είχε μία μαούνα και εκεί κατεβάζαμε τα ζώα. Άλλη μία φορά, τον Δεκέμβριο του 1966, όταν βυθίστηκε στη Φαλκονέρα το οχηματαγωγό «Ηράκλειον», ήμασταν στη Σκόπελο το ίδιο βράδυ. Ο καιρός δεν ήταν καλός και μετακινηθήκαμε στον Αγνώντα. Μαζί με τον Χρήστο Τσουκαλά βουτήξαμε για να δέσουμε το πλοίο. Άλλη μια φορά, θυμάμαι που έγινε το δημοψήφισμα από τη χούντα. Φτάσαμε στη Σκόπελο και μας περίμεναν οι χωροφύλακες στο λιμάνι. Μας έπαιρναν με τη σειρά και μας πήγαιναν να ψηφίσουμε».
Τέλη της δεκαετίας του 1970 γράφτηκε ο επίλογος του «Κύκνος», αφού διαλύθηκε για σκραπ. Ο 67χρονος, πάντως, Σκοπελίτης, φρόντισε να κρατήσει ένα ενθύμιο από το πλοίο: «Όταν το έστειλαν για παλιοσίδερα, κράτησα ένα φωτιστικό. Το έχω στο σπίτι μου μέχρι σήμερα, πάνω σε μία πέργκολα. Κρίμα που είχε ετούτη την κατάληξη. Ήταν ένα από τα καλύτερα πλοία που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα. Όταν είχα πρωτοπάει, είχα ακούσει μία ιστορία πως μέχρι και ο Κένεντι είχε ταξιδέψει μ’ εκείνο, την εποχή που βρισκόταν στην Αμερική. Εάν αλήθευε ή όχι αυτό, δεν ξέρω να πω. Τέλη του ’70 βρέθηκε ένας Βολιώτης, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, ο οποίος θέλησε να το μετατρέψει σε πλωτό εστιατόριο και καφετέρια. Το ενοικίασε για λίγο. Δεν ήθελε πολλές παρεμβάσεις. Όμως το σχέδιο του δεν τελεσφόρησε και τελικά το «Κύκνος» οδηγήθηκε στο διαλυτήριο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το