Θ Plus

Κράβαρα – Ανάβαση στην Τσεκούρα

Tου Κυριάκου Παπαγεωργίου

Τρίτο μέρος

Mετά την αδρή εισαγωγή του πρώτου μέρους που αφορούσε στα Κράβαρα, ως μια ιδιαίτερη περιοχή της χώρας που αναζητά την ταυτότητα και το δίκιο της, και τον χαρακτήρα των Κραβαριτών στο δεύτερο μέρος, θα επιχειρήσουμε μια ορειβατική διάσχιση του ψηλότερου κορμού της, από το διάσελο του χωριού Κρυονέρια ίσαμε την κορυφή της Τσεκούρας. Γι’ αυτό θα κάνουμε ένα μικρό περιφερειακό ταξίδι από την Αμπελακιώτισσα ώς τις παρυφές των Κρυονεριών κι από κει θα περπατήσουμε σε ό,τι έχει να μας αποκαλύψει ο εξαιρετικά συναρπαστικός δρυμός της.
*
Με τον Κωστή και τον Αντρέα ξεκινήσαμε από τον Βόλο για την Εύβοια, αλλά στον δρόμο ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον Ναυπάκτιο φίλο Πάνο Κανέλλο, που διατηρεί έναν από τους καλύτερους ξενώνες στο ορεινό σύμπλεγμα της Ναυπακτίας, τους «Δρυάδες», στην Αμπελακιώτισσα μας άλλαξε τον προορισμό.
«Ελάτε», μου πρότεινε ο Κανέλος «και θ’ ανέβω από τη Ναύπακτο, για χάρη σας»…
*
Τον Κανέλο τον είχα γνωρίσει το 2000, όταν μονάχος του κατασκεύαζε τη σκεπή του ξενώνα του, που βρίσκεται δίπλα στο διάσημο μοναστήρι της Αμπελακιώτισσας. Μόλις είχα φτάσει τότε από την Άνω Χώρα διασχίζοντας το φαράγγι του Κάκαβου και τον είδα σκαρφαλωμένο πάνω στη στέγη του ξενώνα που τελείωνε…
Γίναμε αμέσως φίλοι και καθώς επέστρεψα στον Βόλο. Τον πρότεινα στο «Ελληνικό Πανόραμα», για να γίνει αφιέρωμα στον τόπο και τον νεότευκτο ξενώνα του.
Ύστερα από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε η αποστολή του περιοδικού στην Αμπελακιώτισσα, διέμεινε στον ξενώνα του Κανέλου και παρουσίασε ένα πανέμορφο οδοιπορικό – αφιέρωμα στον τόπο, στο μοναστήρι και στη διαμονή στους ΔΡΥΑΔΕΣ, τον ξενώνα του Κανέλου.
Φαίνεται πως είχε πέραση το αφιέρωμα, καθώς έγινε γνωστός ο τόπος, το μοναστήρι και ο ξενώνας, που βρίσκεται κάτω από εκείνη την πέτρινη και καθηλωτική καμάρα της Τσεκούρας. (Δείτε «Ελληνικό Πανόραμα», τεύχος… 2004).
Έκτοτε ο Κανέλος με προσκαλούσε από καιρό σε καιρό, για να με φιλοξενήσει, ανταποδίδοντας την ευγνωμοσύνη του για τη γνωριμία που του έκανα με τον περιηγητικό κόσμο, ιδίως της Θεσσαλονίκης.

Στην κόψη της κορυφής

*
Οι δυο φίλοι – συνορειβάτες με ρώτησαν αν η περιοχή, που δεν την είχαν ξανακούσει, έχει …μονοπάτια για περπάτημα αλλά και …κορυφές για να σκαρφαλώσουμε και φυσικά χαμογέλασα.
Εισέπραξαν οι φίλοι το χαμόγελο και αυτόματα ζητήσανε να αλλάξουμε ρότα φεύγοντας για ορεινή Ναυπακτία. Ακόμη δεν ήξεραν πως αυτή η περιοχή, στην οποία κατευθυνόμαστε, ονομαζότανε Κράβαρα.
Από τον Μπράλο στρίψαμε για Παύλιανη ακολουθώντας τον δρόμο για Συκιά, Λιδωρίκι, φράγμα Μόρνου, Λιμνίστα, Ελατού, Άνω Χώρα. Από την Άνω Χώρα (Λομποτινά) άρχισαν τα όργανα να χορδίζονται και οι δαντέλες των βουνών, τα γκρεμοτόπια και οι φυσούνες των στροφών να δημιουργούν στους συντρόφους μου ακατάσχετο πανικό και ολικό τρόμο. Δεν τους παρεξήγησα. Δεν είχαν μέχρι τότε αντικρίσει παρόμοιο σκηνικό που μεταφέρει τους ταξιδιώτες σε εξωτικά τοπία.
Μέχρι να φτάσουμε στην Αμπελακιώτισσα είδα κι έπαθα να τους συνεφέρω. Δεν είχαν ξαναειδεί τέτοια κλεισούρα. Οι πλαγιές των απέναντι κορυφών έπεφταν κρεμαστές και λοξά προς την άβυσσο ίσαμε να γίνουν αντηρίδες κάτω στο μέγα ρέμα.
Μας περίμενε εκεί, στον υπέροχο καταυλισμό του, ο Κανέλος o οποίος αφού μας κέρασε πρώτα ένα ντόπιο τσιπουράκι για το καλωσόρισμα, μας τακτοποίησε ύστερα σε ένα μεγάλο δωμάτιο που η βεράντα του έβλεπε τους γκρεμούς και τα σαροτόπια της Τσεκούρας, αλλά και τις βαθιές ρωγμές του πλατανίτη Κότσαλου.
*
Το πρωί που ξυπνήσαμε, βγήκαμε στη βεράντα και προσευχηθήκαμε σε αυτό τον θεϊκό τοπίο που το κατάκλυζαν όγκοι με αρρενωπή γοητεία. Πήραμε πρωινό χαζεύοντας αμίλητοι αυτό το σκηνικό και ξεκινήσαμε. Ο Κανέλος μας εφοδίασε με πίτες και άλλες λιχουδιές για να βγάλουμε τη μέρα επάνω στο βουνό. Ανηφορίσαμε έπειτα, ανάμεσα από έλατα, βρυσομάνες, κεφαλάρια και ρεματιές για το διάσελο του Προφήτη Ηλία. Από κει εύκολα περάσαμε στο δεύτερο μεγάλο αυχένα της Τσεκούρας και του Αρδίνη κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς Περδικόβρυση. Ως τον αυχένα του Αρδίνη χρειάστηκε να διανύσουμε 7 χιλιόμετρα, από τις «Δρυάδες». Ως την επόμενη διασταύρωση με την Περδικόβρυση το κοντέρ έγραψε 11 χιλιόμετρα. Αφήσαμε αριστερά μας τη διασταύρωση για την κάθοδο στη λίμνη του Εύηνου και πήραμε τον εγκάρσιο δασικό δρόμο για τα Κρυονέρια. Θάπρεπε να έχουμε τις κεραίες μας τεντωμένες για να μη χάσουμε την αρχή του μονοπατιού, που ανηφορίζει από δεξιά μας προς την οροσειρά της Τσεκούρας.
Πράγματι στα 15,5 χιλιόμετρα από τον ξενώνα, την εντοπίσαμε σχετικά εύκολα, αφού στα δεξιά, κατά την πορεία μας αντιληφθήκαμε ένα σηματάκι καρφωμένο σε δέντρο που έγραφε «Προς κορυφή Τσεκούρας, ώρες 2.30».

Στα ερείπια της Φρυκτωρίας στην κορυφή

*
Από δω και κάτω θα χρησιμοποιούμε ενεστώτα, καθώς η μέρα εκείνη βαφτίστηκε στο αέναο παρόν του αξεπέραστου χρόνου και του υπέροχου τόπου. Το carpe diem μάς οδηγεί.
Ασφαλίζουμε το αμάξι, ντυνόμαστε με ορειβατικά, χεριάζουμε τις μαγκούρες και τα μπατόν και μπαίνουμε σε κείνο το ονειρεμένο δασικό μονοπάτι που παίρνει κλίση ανηφορική με κατεύθυνση καθαρά δυτική.
Για μία ώρα και δέκα λεπτά βαδίζουμε μέσα στον πυκνό δασικό λόγγο, πάνω σε ευδιάκριτο και απολαυστικό μονοπάτι. Έλατα, κέδρα, γαύροι, κουμαριές, βατιές, αγριοκερασιές κι ένα σωρό αχαμνοί θάμνοι μας συντροφεύουν. Χανόμαστε μέσα στην ποικιλία των ειδών, σαλεμένοι από τις ευωδιές του δάσους, τις χρωματικές αντιθέσεις, την απόλυτη ζωή που μετασχηματίζεται σε όνειρα, μέσα από κάθε μας βήμα. Φαύνοι μες στον κυκεώνα των ονείρων και ζουλάπια από την άγρια φύση, αναδεύονται αρμονικά μέσα από τις φυλλωσιές και τις ασημένιες ανταύγειες των ηλιακτίνων. Τα περιττώματα των ζαρκαδιών που συναντούμε στο διάβα μας αποτυπώνουν το σχήμα της άγριας φύσης. Νυγμοί ζούμπερων και ζωυφίων αναμετρώνται με τα σουβλίσματα του αέρα. Και τα πετούμενα, κοτσύφια, σπίνοι και μελισσουργοί, μόνιμοι κάτοικοι αυτού του οικοσυστήματος αναπαρθενεύουν τη ζωή κατοχυρώνοντας την ευδαιμονία. Δεν μπορεί, μέσα από δω θα περνάει ασφαλώς η ολική κάθαρση.
*
Βγαίνουμε από το δάσος. Αραιώνουν τα δέντρα, πυκνώνει η διαίσθηση του μεγαλείου, υψώνουμε το βλέμμα στο απέριττο και το επιβλητικό. Και να το πρώτο ξέφωτο. Τα πρώτα γρασιδωτά λιβάδια. Οι αγαπησιάρικες ανοιχτωσιές.
Mαχητικό το μονοπάτι, στρεψοδικώντας, μας οδηγεί κατευθείαν στην κορυφή της γνώσης και της ποίησης. Απομένει να θρησκευτούμε με το επιβλητικό και μεγαλειώδες τοπίο. Η πρώτη σκέψη – φράση που μου έρχεται στον νου είναι η απόδοση του λατινικού στίχου του Οράτιου που προανέφερα: «Άδραξε τη μέρα», ενώ από κοντά έρχεται ανάδελφη γαλλική ρήση vivre pour vivre.
*

Κάτω η Αμπελακιώτισσα και από πάνω της η κορυφογραμμή της Τσεκούρας

Έχω φύγει, άθελα ή συνειδητά, ένα μήκος μπροστά από τους συντρόφους. Εκείνοι καθυστερούν αναμετρώντας καταλεπτώς πληροφορίες που τους παραχωρεί η αδέκαστη κι απονήρευτη φύση, λεπτομέρειες διαβαθμισμένες από κρυμμένα ή φανερά μυστικά και καταναλώνουν αχόρταγα εντυπώσεις, πλειοδοτούν σε αναλώσιμα αγαθά του χρόνου και χωνεύουν την ομορφιά και τη γαλήνη ενός καινούργιου γι’ αυτούς, αστείρευτου κι απόλυτου τοπίου.
Βγαίνω απότομα στο χάος. Μόνος απέναντι στην ταυτότητα του ανέκφραστου. Boυνά ιστιοφόρα τρυπάνε τους ουρανούς κι υποθάλπουν φαράγγια και αβύσσους. Υψικάμινοι που καπνίζουν. Απολύω τις αισθήσεις, προκειμένου να τις συντονίσω. Τις συμπυκνώνω κατόπι. Τίποτα. Αρχίζω απ’ την αρχή. Μόλις που καταφέρνω να συνοψίσω δυο τρεις θεότητες, μέσα σε ένα γιγάντιο οικοδόμημα, που προορίζεται για θρησκευτική χρήση. Εδώ πια έρχονται να ενοποιηθούν οι τρεις αρχέγονες θεωρήσεις της ζωής: Η θρησκεία, η τέχνη κι η ποίηση.
Δε βλέπω παρά την αρχή και το νήμα μιας θαυματουργίας που δεν περιγράφεται. Όλα όσα συλλαμβάνει ο νους, το μάτι η ακοή, η διαίσθηση κι ο έλλογος κόσμος, του πιθανού και του απίθανου, ουσιώνονται στα μεταφυσικά μέτρα της τέχνης, στη γλυπτική, το σχέδιο και τη ζωγραφική.
Μέσα από τη δυνατότητα της θέας αποκαλύπτεται το ιδεώδες κάλλος της φυσικής ετούτης τέχνης.
*
Πιάνω τη νοητή γραμμή για την κορυφογραμμή. Πλησιάζω το θαύμα. Το οσμίζεται άλλωστε η διαίσθησή μου. Ξεσαλώνω. Κι αρχίζει σιγά – σιγά η απορρύθμιση των αισθήσεων, για να συγκεντρωθούν ένα – ένα όλα τα ταμεία της φύσης που θα διαλύσουν κάθε προηγούμενη εμπειρία, μα και κάθε λόγο του εξατομικευμένου βλέμματος.
Βρίσκομαι μπροστά σε ένα κάθετο τοιχίο της κορυφογραμμής, στο μπαλκόνι του θεού. Μια εξωγή της φύσης, μια προβολή κι ένα μετερίζι χαοτικό, ανυπέρβλητο που με παραδίνει στη μέθη και την έκσταση. Όλα όσα δοκιμάζουν οι αισθήσεις μου αναπαρθενεύουν την ίδια τη φύση. Ετούτη η θέα είναι μια μεταφυσική δύναμη που υφαρπάζει τα αισθήματα για να τα αλέσει στο μίξερ των εντυπώσεων και να τα εκσφενδονίσει στο χάος του υπερβατικού.
Αφήνω τις αισθήσεις, ταραγμένες ή ατάραχες, να γευματίζουν εδώ απάνω στη ράχη του υπερβατικού και συνεχίζω ακολουθώντας το υλικό σώμα του βουνού για είκοσι λεπτά ακόμη, περπατώντας επάνω στην πλακώδη κορυφογραμμή. Μια ολομέταξη περαστική ομίχλη με τυλίγει.
Φτάνω γογγύζοντας από χαρές και λύπες (λύπες για την ανθρώπινη υπόστασή μου), στην κορυφή της Τσεκούρας. Το κολωνάκι, η χλόη, τα σκόρπια φανελένια σύννεφα, οι ολόσωμοι γκρεμοί, η γαλάζια πέρλα του Ευήνου, οι σχισμές των φαραγγιών και προπάντων τ’ ουρανού, με υποδέχονται αποθεωτικά. Το μαγιάτικο ηλιοτρόπι εξισορροπεί την αγωνία και το δέος του ουράνιου υπερθεάματος.
Είμαι στα 1.732 μέτρα, πάνω από όλες τις κορυφές των Κραβάρων. Αγναντεύω τους συρμούς των βουνών και των κοιλάδων. Μα και της ανθρώπινης υπόστασης τους συρμούς αγναντεύω. Αφουγκράζομαι τους σφυγμούς της ναυπάκτιας καρδιάς, έξω και πέρα από κάθε γήινο ή σαρκώδες συναίσθημα περιττού και γλοιώδους…
Είμαι κοντά στη φύση του Θεού και περιμένω τους συντρόφους, για να συγχρονιστώ μαζί τους. Κυρίως αν παραδοθήκανε στο δαίμονα της έκστασης και του θριάμβου. Όπως τον έχτισε ο καθένας για την πάρτη του και όλοι μαζί για τον Ένα.
Διερωτώμαι αν είμαι μόνος στον παράδεισο ή μ’ ακολουθούν και άλλοι. Γιατί ποτέ κανένας δεν ευδαιμονίστηκε μονάχος στον παράδεισο…

4-5-2018

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το