Του Δημήτρη Σιάτρα
προλεγόμενα
Ως κράτος νοείται η ανώτατη ρυθμιστική λειτουργία στη ζωή μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Πρόκειται για την υπέρτατη δύναμη επιβολής που ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και προς το κράτος. Κάθε μορφή κράτους απαιτεί τα στοιχεία της συνειδησιακής ενότητας, της εσωτερικής διάρθρωσης, της πολλαπλής δυναμικής και του αυτοελέγχου.
Στην ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, χαρακτηριστικές μορφές κράτους υπήρξαν οι εξής:
Το κράτος ως εθνική παράσταση
Πολλές κοινωνιολογικές αναλύσεις καταλήγουν στην παραδοχή ότι το κράτος είναι δημιούργημα μιας ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία θέλει να διασφαλίσει τα στοιχεία της ύπαρξής της: την ενότητα, την αυτοοργάνωση και την ευρυθμία της ζωής των μελών της. Αυτό προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση της ίδιας ότι αποτελεί ιδιαίτερη οντότητα με ουσιώδη χαρακτηριστικά τη γλώσσα, την ιστορική προέλευση και διαδρομή, την πολιτισμική ταυτότητα, την πνευματική σύνδεση με το παρελθόν, το επικρατούν θρήσκευμα και κάθε άλλο στοιχείο εντάξιμο στην έννοια του έθνους. Η άποψη αυτή επικαλείται σχετικά τους αγώνες για εθνική ανεξαρτησία και για συγκρότηση αυτόνομου κράτους.1
Το κράτος ως θρησκευτική συγκρότηση
Είναι εξόφθαλμο ότι το σχήμα Κράτος – Θρησκεία αποδίδει τη μορφή και την ουσία της θεοκρατικής πολιτείας, στην οποία η θέληση του Θεού εκλαμβάνεται και ως κυρίαρχη πολιτική (κρατική) θέληση. Σε μια θεοκρατική πολιτεία, ό,τι ορίζει ο Θεός είναι και νόμος της πολιτείας. Θεοκρατικές πολιτείες συνέστησαν: α. ο Ιουδαϊσμός, ο οποίος αποτέλεσε μια θρησκευτικο-πολιτική κοινότητα δομημένη πάνω σε κανόνες που δεν συγκροτούσαν απλώς μια εκκλησία, αλλά στήριζαν και ένα κρατικό μόρφωμα, το οποίο, με τη σειρά του, τους επέβαλλε ως κοσμικούς νόμους (δέκα εντολές), β. το Ισλάμ, στο οποίο η θέληση του «κυριάρχου» (θεού) θεωρείται ότι είναι διατυπωμένη στον «Ιερό Νόμο» (ser ή seri’ at). Το Κοράνιο, εκτός των θρησκευτικών παραγγελμάτων, περιέχει αστικές και ποινικές ρυθμίσεις της ζωής. Γενικά, το Ισλάμ αποτελεί θεωρητικά έναν σύνθετο θρησκευτικο-πολιτικό οργανισμό. Αυτή τη σύνθεση εκφράζει χαρακτηριστικά η εμβληματική ρήση: «Al Islam din wa dawla» (= το Ισλάμ είναι θρησκεία και κράτος).2
Το κράτος ως ιδεολογικο-πολιτική επιβολή
Το κράτος αποτελεί έκφραση και όργανο της κυριαρχίας που ασκείται πάνω στη ζωή ενός λαού. Η άσκηση της κυριαρχίας αυτής προϋποθέτει: α. την ύπαρξη ενός κοινωνικο-πολιτικού σχεδίου, η αποδοχή του οποίου συνιστά, σε θεωρητικό επίπεδο, την πολιτική ιδεολογία, και β. την εφαρμογή του σχεδίου αυτού καθ’ υποταγή ή κατά προτίμηση του λαϊκού σώματος. Σ’ ένα δημοκρατικό κράτος, οι φορείς των διαφόρων πολιτικών ιδεολογιών (κόμματα) βρίσκονται σε διαρκή αγώνα για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Εννοείται ότι η κατακτώμενη εξουσία χρησιμοποιείται για την υλοποίηση των ιδεολογικών παραδοχών του επικρατήσαντος διεκδικητή (κόμματος).
Σχέση Κράτους και Επιστήμης
Στην εποχή μας, πραγματοποιούνται πολλές και βαθιές επιστημονικές διεισδύσεις: α. στην ανθρώπινη ζωή και στο φυσικό περιβάλλον, με διαγνωστικούς, προστατευτικούς και επανορθωτικούς στόχους, β. στις ανάγκες, στην οργάνωση και στις λειτουργίες της κοινωνικής ζωής, με σκοπό την οικονομική παραγωγικότητα, τη δημόσια υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την παιδεία, τη δικαιοσύνη, τις τεχνικές διευκολύνσεις της πρακτικής ζωής των ανθρώπων. Η αντιμετώπιση όλων αυτών των θεμάτων, κατά τομείς, είναι πλέον υπόθεση του κράτους, το οποίο αντλεί τις απαιτούμενες πληροφορίες από την επιστήμη και ακολουθεί τα υποδείγματα εφαρμογών που αυτή έχει καθορίσει. Πράγματι, δεν μπορεί σήμερα να νοηθεί πρόγραμμα και εφαρμογή οικονομικής δράσης, οργάνωσης της δημόσιας υγείας, εξασφάλισης της δημόσιας εκπαίδευσης, ύπαρξης δημόσιας διοίκησης, λειτουργίας δικαιοδοτικού μηχανισμού, προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, αξιοποίησης των κατακτήσεων της υψηλής τεχνολογίας κ.λπ., χωρίς τη γνωστική υποδομή και χωρίς τα υποδείγματα εφαρμογών που παρέχει η επιστήμη. Γεννάται, επομένως, μια αξίωση επιστημονικοποίησης της οργάνωσης και των λειτουργιών του Κράτους.3
Η αξίωση της επιστημοσύνης σ’ ό,τι αφορά τις κρατικές δραστηριότητες μεταφέρεται από την αφηρημένη έννοια του κράτους στους διοικούντες το κράτος και στους συμβούλους – συμπαραστάτες τους. Η αξίωση αυτή είναι πανάρχαιη. Ο Πλάτων διέκρινε τα πρόσωπα που καλούνται να ανταποκριθούν σ’ αυτή την αξίωση, σε δύο κατηγορίες: α. στους «φύλακες», που ασκούν τη διακυβέρνηση της πολιτείας,4 και β. στους «επίκουρους», δηλαδή στους συμπαραστάτες των «φυλάκων», που είναι επιφορτισμένοι με την προστασία της πολιτείας από εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους και που πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον την «ορθή δόξα» (σωστή γνώμη), αν όχι την εξειδικευμένη επιστημονική γνώση των πραγμάτων.5 Η άποψη του Πλάτωνα για την πολιτική διακυβέρνηση μετά λόγου γνώσεως αποκρυσταλλώνεται στην παραδοχή του: «…ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλείς φιλοσοφήσωσι γνησίως και ικανώς και εις ταυτόν ξυμπέση δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία…» (…ή να κυβερνήσουν τις πόλεις οι φιλόσοφοι ή οι κυβερνήτες να φιλοσοφήσουν γνήσια και ικανοποιητικά, ώστε να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία…).6 Και στο ερώτημα ποιος είναι ο αληθινός φιλόσοφος; ο Πλάτων αποσαφηνίζει: ο έχων «διάνοιαν γιγνώσκοντος» (γνώση) και όχι απλώς «δόξαν» (γνώμη).7
Από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όρισε αρχές και κανόνες για τη σύσταση, την οργάνωση και τη λειτουργία της ιδανικής πολιτείας. Δεδομένου δε ότι η φιλοσοφία κάλυπτε τότε την ανάγκη της θεωρητικής επιστημονικής γνώσης, τέθηκε από την εποχή εκείνη το ζήτημα της σχέσης μεταξύ κράτους και επιστήμης.
Είναι σαφές ότι η μελέτη του φαινομένου και των επί μέρους λειτουργιών του κράτους, με τις αυτονόητες αξιολογήσεις, αποτελεί επιστημονικό εγχείρημα. Το εγχείρημα αυτό αναπτύσσεται σε τρεις σφαίρες: α. στη σφαίρα της οντολογίας, της σύστασης και των γενικών εκφάνσεων του κράτους, οπότε συγκροτεί την επιστήμη της «πολιτειολογίας», β. στη σφαίρα των απ’ ευθείας (άμεσων και ουσιαστικών) κρατικών ρυθμίσεων πάνω σε ορισμένες κατηγορίες κοινωνικής ύλης, οπότε συγκροτεί τις λεγόμενες «πολιτικές επιστήμες», γ. στη σφαίρα του σχεδιασμού προοπτικών, της εκτέλεσης έργων και της εξασφάλισης πρόσφορων συνθηκών εκ μέρους του κράτους, για την οικονομική, την τεχνολογική, τη συμβιωτική και την πολιτιστική ανάπτυξη της ζωής, οπότε συγκροτεί τις «κοινωνικές επιστήμες».
πεδία επιστημονικών εφαρμογών
Οι επιστημονικές εφαρμογές ενσωματώνονται στις λειτουργίες της ανθρώπινης ζωής, ατομικής και κοινωνικής, ως θεραπευτικά μέσα των αναγκών της. Τέτοιες εφαρμογές αποτελούν:
– τα μέσα βελτίωσης της διατροφικής συνθήκης (μέθοδοι παραγωγής και διανομής των οικείων προϊόντων),
– τα μέσα προστασίας της υγείας και της ζωής (ιατρική, φαρμακευτική),
– τα μέσα επικοινωνίας και μεταφορών,
– τα εκπαιδευτικά συστήματα,
– οι ρυθμίσεις των ανθρώπινων σχέσεων και διαφορών,
– η εναρμόνιση της ανθρώπινης ζωής προς τις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος.
κρατική διαχείριση
Το κράτος, ως δύναμη οριοθετημένη συμβατικά από τα στοιχεία: έδαφος (επικράτεια), λαός, κυριαρχία, καθίσταται διαχειριστής ενός κρίσιμου ζητήματος που εκκρεμεί ανάμεσα στις ποικίλες ανάγκες του λαού και στις υπάρχουσες δυνατότητες αντιμετώπισης των αναγκών αυτών. Οι ανάγκες αποτελούν στοιχεία εμπειρικής διάγνωσης, ενώ οι δυνατότητες θεραπείας τους αποτελούν αντικείμενα επιστημονικών εκτιμήσεων.
Ανεξάρτητα από το σύστημα διακυβέρνησης μιας χώρας (λαού), που στις νεότερες εποχές είναι απότοκο μιας κοινωνικο-πολιτικής βούλησης, οι κρατικές μέθοδοι αντιμετώπισης των αναγκών του λαού τελούν καταρχήν υπό την κρίση της επιστήμης και, τελικά, της πολιτικής ιστορίας. Η απαίτηση της επιστήμης είναι εξ αρχής παρούσα σε τρία επίπεδα: α. στο επίπεδο της στελεχιακής συγκρότησης του κράτους, δηλαδή της κατανομής σε κυβερνητικούς και σε υπηρεσιακούς ρόλους του απαιτούμενου προσωπικού, που πρέπει να επιλέγεται και να αξιολογείται μόνο με επιστημονικά κριτήρια καταλληλότητας, β. στο επίπεδο της οργάνωσης των μηχανισμών του κράτους, με επιστημονικές εγγυήσεις εύρυθμης λειτουργίας και αποτελεσματικότητας, γ. στο επίπεδο του σχεδιασμού των τρεχουσών δράσεων και προοπτικών ανάπτυξης (οικονομικής και τεχνικής), καθώς και των μέσων αντιμετώπισης πιθανών κινδύνων (φυσικών καταστροφών, λοιμών, στρατιωτικών επιθέσεων κ.λπ.).
επιλεγόμενα
Η επιστημονική αρτιότητα των λειτουργιών του κράτους δεν εξαντλεί το ιδεώδες της ύπαρξης αυτού του φορέα. Το κράτος, από την υποθετική απαρχή του «κοινωνικού συμβολαίου», είναι προορισμένο να εξασφαλίζει την ευρυθμία των κοινωνικών σχέσεων (ατόμων και ομάδων), την ευημερία και την αξιοπρέπεια των πολιτών. Το τελευταίο αυτό αφορά τα ατομικά δικαιώματα (ελευθερίες) των προσώπων, που είναι κατοχυρωμένα με καταστατικά κείμενα εθνικής και διεθνούς ισχύος. Ως προς αυτό, είναι ευνόητο ότι η εμπέδωση της θεωρίας και οι εφαρμογές των σχετικών νομικών προβλέψεων απαιτούν την πλήρη επιστημονική επάρκεια, όπως άλλωστε αυτή απαιτείται, σε ευρύτερη κλίμακα, και για την εφαρμογή του κράτους δικαίου.
Είναι πρόδηλο ότι οι επιστημονικές δυνατότητες αποτελούν πανίσχυρο όπλο μιας πολιτικής διακυβέρνησης που θέλει να επιβάλει τα ιδεολογικά της οράματα στο σύνολο της κοινωνίας, ανεξάρτητα από την έκταση και τον βαθμό των απηχήσεών τους σ’ αυτή.
Κατά την αρχαιοελληνική πολιτική φιλοσοφία, η πολιτεία πρέπει να εξασφαλίζει τον «άριστο βίο», που είναι ο ίδιος για κάθε άνθρωπο και για κάθε πόλη. Κατά τον λόγο του Αριστοτέλη, «περί δε πολιτείας αρίστης… ανάγκη διορίσασθαι πρώτον τις ο αιρετώτατος βίος…» (= σχετικά με την άριστη πολιτεία, πρέπει να προσδιορισθεί καταρχήν ποιος είναι ο προτιμότερος τρόπος ζωής…).8 Είναι πρόδηλο και ερμηνευτικά πιστοποιημένο ότι «αιρετώτατος βίος» είναι το «ευ ζην», που συμπίπτει με τον ενάρετο βίο του ανθρώπου, όχι απλώς στον ατομικό του κύκλο, αλλά και στην πολιτική συμπεριφορά του μέσα στην κοινωνία. Κοντολογίς, τα στοιχεία του «αιρετώτατου βίου» είναι η αρετή και η φρόνηση, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τόσο την τάξη της πολιτείας όσο και τους πολίτες.
Σημειώσεις
1. Πρβλ. F. Chatelet – E. Pisier – Kouchner, Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα, μτφ. Σ. Καράς – Μ. Κρητικός, Αθήνα 1982, σελ. 412.
2. Δ. Σιάτρα, Κοινωνία και Δίκαιο, Αθήνα 2016, σελ. 100, 104-106.
3. Πρβλ. F. Chatelet – E. Pisier – Kouchner, όπ.π., σελ. 494 επ.
4. Πλάτωνος, Πολιτεία, Βιβ. Δ’, 428 c-d.
5. Πλάτωνος, Πολιτεία, Βιβ. Δ’, 434 c, XI.
6. Πλάτωνος, Πολιτεία, Βιβ. Ε’, 473 d.
7. Πλάτωνος, Πολιτεία, Βιβ. Ε’, XX, 476 d.
8. Αριστοτέλους, Πολιτικά, Βιβ. 7ο, 1.323 α, 14-16.