Θ Plus

Η Κούτρα της Τσαγκαράδας

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Λοιπόν σήμερα θα μιλήσουμε για μια από τις πιο αεροδυναμικές θέσεις – εξώστες που δεσπόζει στο πηλιορείτικο κρεμαστάρι. Μια θέση θέας που αποτελεί συναρπαστικό μυστικό για όσους την ξέρουν και όσους την αναζητούν.
Πριν όμως προχωρήσουμε στην αποκάλυψη αυτής της θέας, ας δώσουμε μια περίληψη από τις εξοχότερες θέσεις στο ελλαδικό χοροστάσι.
Κορυφαία ίσως θέση θέας στον ελλαδικό χώρο, κατά την ταπεινή μου άποψη, αποτελεί το μπαλκόνι της Καλαμιώτισας, στον ομώνυμο βράχο της Ανάφης.
Εξίσου σημαντικά (και πανοραμικά) μπαλκόνια προσφέρουν η Οία και η Θηρασιά, η Χοζοβιώτισα της Αμοργού, η Σιμωνόπετρα στο Αγιονόρος, η Αγια-Σοφιά της Μονεμβασιάς, η Βαράσοβα της Αιτωλίας, ο Αγιαντώνης του Ολύμπου (εκτός από το θρόνο του Δία), το Φεγγάρι της Σαμοθράκης, ο Δίκαιος Χριστός της Κω, η ακρόπολη των Αλαλκομενών της Ιθάκης, η Γραμβούσα και τ’ Αστερούσια της Κρήτης. Ένας πρόχειρος αριθμός σπουδαίων φυσικών μνημείων που σμίλεψε με το καλέμι του ο θεός της Ελλάδας, για να ζηλεύουν τ’ αλλοπαρμένα δαιμόνια της υφηλίου.
*
Τη μισή ιδέα για την τιμητική αυτής της θέας (της Κούτρας) την άντλησα από τα παιδικά μου χρόνια και την άλλη μισή από τα παιδικά χρόνια του φίλτατου Πέτρου Κυπριωτέλη.
Ήταν τότε που έβγαινα από το χωριό, παρέκαμπτα τον Αη-Σπυρίδωνα κι έμπαινα σ’ ένα δάσος μυστηριακό, απ’ όπου ξεπετάγονταν ξωτικά και τελώνια, έτοιμα να με παρασύρουν στο πιο ωραίο παραμύθι του Πηλίου. Στη συνέχεια έπεφτα σε μια διχάλα που η μια της κατεύθυνση κατηφόριζε ώς τα χθόνια παλάτια του Μυλοποτάμου και η άλλη ανηφόριζε ως την άκρη τ’ ουρανού, εκεί όπου μια βραχώδης έξαρση άγγιζε τη βασιλεία της συναρπαστικής ύλης.
Όταν λοιπόν πέρυσι βρεθήκαμε στο Παγκράτι, με τον Πέτρο, και μου μίλησε για την Κούτρα, νόμιζα πως άκουγα την ψυχή μου. «Μονάχα όποιος έχει όμοιο παρελθόν», γράφει κάπου ο Σεφέρης, «μπορεί να έχει και όμοια ψυχή»(*).
Ο Πέτρος όμως μιλούσε μισοσοβαρά – μισοαστεία – όπως πάντα – κατειλημμένος από τα θεϊκά του δαιμόνια, κυριολεκτώντας όταν έλεγε «η Κούτρα είναι ο θεός μου»…
Kαι καπάκι μου ανέφερε ένα σπαρταριστό επεισόδιο από μια κοινή ανάβαση στην Κούτρα με τον Κώστα Λιάπη. Ήταν 26 Απριλίου 1956, όταν εκεί συναντήθηκαν ο Κυπριωτέλης με τον Λιάπη και ο τελευταίος απείλησε τον Τσαγκαραδιώτη να τον γκρεμίσει από την άκρη του πέτρινου εξώστη…
Τα ίδια πάνω κάτω χρόνια – κι ας είμαι νεότερος και από τους δυο – περιπλανιόμουνα κι εγώ στα μυστικά της ωραίας αυτής «ακρόπολης» των βράχων.
Εκεί που τα χαλάσαμε βέβαια με τον Πέτρο ήταν όταν του είπα για τα «πέντε μπαλκόνια» της Κούτρας.
Έξυσε την κούτρα του και προσπάθησε να εννοήσει τι εννοούσα. Φυσικά δεν θα μπορούσε του Πέτρου η κούτρα, παρόλες τις προσπάθειες, να φτάσει ώς τις πέντε διαφορετικές εκδοχές μιας οριακής θέας που ενέπνεε ο βράχος της Κούτρας.
Όταν ξαναβρεθήκαμε πριν λίγες μέρες στην Τσαγκαράδα και του πρότεινα να πάμε ως την Κούτρα, για να του δείξω τα πέντε μπαλκόνια της, εκείνος προτίμησε να κρατήσει τη θέα της όπως την είχε εγκλωβισμένη στο στηθαίο της μνήμης του και να θυμάται την Κούτρα με τη νοσταλγία των παιδικών του χρόνων. Αρνήθηκε!
Τότε του θύμισα ένα απλοϊκό στιχούργημα για την Κούτρα:
Η Κούτρα συσπειρώνεται / πίσω από εσμούς και στοίβες / περιττών μηνυμάτων / έτοιμη να εκτοξευτεί / σε ουρανούς και πέλαγα / με τη βοήθεια του Λόγου.

Άποψη του Άθωνα από την Κούτρα

*
Ύστερα από αυτό κάθισε να με ακούσει. Να του μιλώ για την Κούτρα. Και ιδίως για τα μπαλκόνια της. Κι από τότε μου τηλεφωνεί συχνά, για να με ρωτήσει αν η Κούτρα εξακολουθεί να είναι στη θέση της και αν τα μπαλκόνια δεν τα μόλεψε κανείς ακόμη…
Επιτέλους, εκείνο που δεν φανταζότανε ο ίδιος ήταν: Τι τάχα να έβλεπε κανείς πέρα από τη χαράδρα, τα κλιμακωτά πρανή του Μυλοπόταμου και το Αιγαίο; Ως πού τάχα σκορπάει το βλέμμα κι ως πού βυθίζεται στην ύλη;
Όχι, αγαπημένε Πέτρο, δεν βλέπει κανείς μονάχα αυτά που «βλέπει». Γιατί υπάρχουν κι άλλα που μπορεί να παρατηρήσει κανείς, αλλά να μη τα δει ούτε με την πρώτη ούτε με τη δεύτερη ματιά. Ούτε και με την προσεκτική ματιά του ερευνητή ή του εκσκαφέα εικόνων κι εντυπώσεων…
Γιατί η Κούτρα είναι πέρα από τα εσκαμμένα των συνηθισμένων τοπίων, αλλά και πέρα από τις θέσεις εκείνες που απομαγεύουν τον θεατή. Χρειάζεται «άλλο» βλέμμα η Κούτρα, όπως και πολλές άλλες Κούτρες, ανά την Ελλάδα.
Αποφάσισα λοιπόν να γράψω για την Κούτρα γιατί ήθελα να επικοινωνήσω με τον Πέτρο και όσους Πέτρους «πηγαίνουν παντού». Αρκεί να είναι ασκημένοι στο βλέμμα και στην παρατήρηση.
*
Κάποτε ρώτησαν τον Μπαλζάκ πότε προλαβαίνει να παρατηρεί όσα καταγράφει με τις πολλαπλές του παρατηρήσεις. Κι εκείνος έδωσε την εξήγηση: «Δεν έχω τον καιρό να παρατηρήσω»…
Έτσι κι φίλος μου ο Πέτρος. Δεν έχει τον χρόνο να «παρατηρήσει»… Όμως είχε – και δόξα τω Θεώ έχει ακόμη – την ικανότητα να παρατηρεί, έστω και αν απέχει (τελευταία) από την ποιητική παρατήρηση.
Έβαλα λοιπόν για στόχο την Κούτρα. Και βαδίζω μεσ’ από σήραγγες καστανωτών, αλλά και εν μέσω μιας ερπετοπανίδας που πλειοδοτεί ανάμεσα σε θερισμούς περσινών και προπέρσινων φύλλων, της οξιάς, των πρίνων και της αγριοκαστανιάς. Και χαράζει αυλακιές, όπως ετούτη η δεντρογαλιά, που αγκουσεύει ανηφορίζοντας στον κορμοστάτη ουρανό. Κι αναμοχλεύει ρόζους, κεφαλάρια κι εξογκώματα. Θα φτάσει στον προορισμό της;
*
Η πορεία την οποία ακολουθώ, εδώ και περίπου έξι δεκαετίες, είναι η ίδια: Καμιά εκατοστή μέτρα νοτιότερα από το γενέθλιο κονάκι του Πέτρου, όπου μια θαυμάσια πέτρινη κρήνη, που στάζει ακόμα το νάμα της, ξεκινούσα περνώντας διαστήματα πράσινης σκέψης και λυμένων αισθήσεων, για να φτάσω ώς την άκρη των θεαματικών προβόλων, εκεί όπου η τύχη και οι άνθρωποι βάφτισαν την Κούτρα.
Ο δρόμος μου έχει κάτι το ξεχωριστό. Οι οξιές είναι εκτός συναγωνισμού. Λατρεύουν το ύψος και προσκυνούν τη γη. Θύουν ευλαβικά στο χώμα. Μα θύουν και στους στυλίτες θεούς.
Κι αφού διασχίσω ένα πανέμορφο δρομάκι, όλο μυστικήν ευωχία βγαίνω στο μαγευτικό δάσος του Αη-Σπυρίδωνα κι από κει κατηφορίζω για διακόσια περίπου βήματα, ίσαμε να διακρίνω δεξιά μου ένα ανύποπτο φαρδύ μονοπατάκι που ξεφεύγει από τον δασικό δρόμο και χώνεται στην εξουσία του πηλιορείτικου δρυμού. Κερασιές, πρέμνα, καστανιές και λιόπουρνα, ζωγραφίζουν με την παλέτα τους – χειμώνα καλοκαίρι – τον θαυμαστό κόσμο της πηλιορείτικης εξοχής.
Φτάνω ύστερα από άλλα διακόσια βήματα ώς το χείλος της αβύσσου. Εκεί διακρίνω μιαν αδιόρατη διχάλα. Το δεξιό σκέλος της διχάλας κατηφορίζει, μέσα από δύσβατη κι απόκρημνη πλαγιά προς τα παλάτια του Μυλοπόταμου. Το αριστερό, αντίθετα, ανηφορίζει ακολουθώντας τριάντα πέτρινα σκαλοπάτια.
Ανηφορίζω λοιπόν ώς την κορυφή του λόφου. Το βλέμμα μου πέφτει πρώτα σε έναν ωραίο πέτρινο καναπέ και σε ένα κιόσκι που βλέπει στο βουνό. Ύστερα από λίγο φτάνω στο ψηλότερο σημείο του εξώστη. Εκεί δεν ξέρω κατά πού να κάνω. Όπου και να ρίξω το βλέμμα μου ο ορίζοντας διαλύεται και σκορπάει στους πέντε ανέμους.
Σκορπίζω λοιπόν κι εγώ το βλέμμα μου στους αέρινους γκρεμούς.
Η στάση μου οιονεί βηματοδότης του μετρικού συστήματος μα και των ωραίων παρατακτικών λυγμών. Από τέτοιο ύψος καταφέρνω ν’ αγναντέψω. Όσα δε δύναται να σκάψει ο βαθύς αμφίβληστρος του φτωχού οπτικού μου σκάμματος. Kι όσα μπορέσει ο νους με την αίσθηση να συνταιριάσει από τον έξω στον μέσα κόσμο της ευδαιμονίας.
Απέραντη θάλασσα των ματιών. Βλέμμα οξυγονούχο μεγάλης περιεκτικότητας σε συγκινήσεις και νάτριο. Όσα οραματίζομαι σπινθιρίζουν από εικόνες, μνήμες, ενοράσεις. Μαγειρεύονται στο καζάνι του ψυχικού βρασμού.
Μένει όμως ο αέρας της ερημιάς, ο ήχος που κάνει το φτερούγισμα μιας ξεχασμένης γερακίνας που της σκουντάει το μάγουλο η κοίτη του λεβάντε και οι σκήτες που κατέχουν εδώ και αιώνες οι μοναχοί – φιλόσοφοι των ονείρων…
Θα έπρεπε ίσως κάποτε να βρεθεί ένα είδος ναού που να αξιοποιεί το φως, παραφράζουμε τον ποιητή (**).

Εκπληκτική άποψη της τομής του Μυλοπόταμου από την Κούτρα

*
Απέναντί μας τα νησιά και οι χαράδρες. Ο Άθως, η Αλόννησος, η Σκιάθος, η Σιθωνία, τα Σποραδόνησα, οι ρεματιές, τα δάση, τα γκρεμίδια. Πάνε όλα μαζί, πλάι-πλάι.
Κάθομαι λοιπόν σε μιαν άκρη και από κείνη τη γωνιά σβαρνίζω το βλέμμα στην άποψη που «παρατηρεί». Ύστερα το γυρίζω σε άλλη προοπτική και σε άλλο βάθος. Το ίδιο κάνω σε πέντε διαφορετικές θέσεις του βράχινου εξώστη της Κούτρας. Σε καθεμία από αυτές τις θέσεις, ανατολική, νότια δυτική, βόρεια και εγκάρσια, οι απόψεις ποικίλλουν και διίστανται.
Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε ο Πέτρος να εννοήσει ποια είναι επιτέλους τα πέντε μπαλκόνια της Κούτρας, από τα οποία και έχεις διαφορετική οπτική του κάτω και του πέρα κόσμου, των αισθητών μα και των νοητών πραγμάτων της ζωής…
Γιατί η Κούτρα βρίσκεται μέσα σε μια από τις πιο εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής.
Φίλε Πέτρο,
Η Κούτρα συσπειρώνεται.
Πέρα από εσμούς και στοίβες.
Περιττών μηνυμάτων.
Έτοιμη να εκτοξευτεί.
Σε ουρανούς και πέλαγα.
Με τη βοήθεια του Λόγου.

Δεκέμβρης του ’17

(*) Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές
(**) Oδυσσέας Ελύτης, Ο Κήπος με τις Αυταπάτες.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το