Ο Κώστας Πούλιος γεννήθηκε στον Βόλο, όπου και κατοικεί. Είναι παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών. Φιλόλογος στο επάγγελμα, εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ποιήματα και άρθρα του – για εκπαιδευτικά και γενικότερου ενδιαφέροντος θέματα – έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά της πόλης. Έχει βραβευτεί σε πανελλήνιους ποιητικούς διαγωνισμούς, καθώς και με το 1ο βραβείο διηγήματος στον Δ’ Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Αντώνης Σαμαράκης» (η σχετική Ανθολογία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). «Το Εργοστάσιο» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Συνέντευξη Χαριτίνη Μαλισσόβα
«Το Εργοστάσιο», ο τίτλος του πρώτου σας μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Το Εργοστάσιο του μυθιστορήματος είναι η ναυαρχίδα της «Α.Ε.Τ. ΠΥΡΡΟΣ», της μεγαλύτερης τσιμεντοβιομηχανίας της Ελλάδας. Βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από μια μεγάλη επαρχιακή πόλη και πρωτεύουσα Νομού, την οποία μολύνει με τους ρύπους του, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να οργανωθούν και να αντιδράσουν. Την κατάσταση εκμεταλλεύονται συμφέροντα ντόπια – Δήμος, Μητρόπολη, Κυβέρνηση – και ξένα – διεθνή funds, αποσταθεροποιητικοί γεωπολιτικοί παράγοντες – που επιδιώκουν ίδια οφέλη.
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο σας;
Υπήρξαν περισσότερες από μία αιτίες για τη συγγραφή του «Εργοστασίου». Το συγκεκριμένο θέμα με απασχολούσε από καιρό και ήθελα, αισθανόμουν υποχρεωμένος κατά κάποιον τρόπο, να γράψω κάτι γι’ αυτό. Επιπρόσθετα, θα ήταν η ευκαιρία να δοκιμαστώ και στη μεγάλη φόρμα, αφού ώς τότε είχα καταπιαστεί μόνο με ποιήματα και διηγήματα. Είχα και μια υποτυπώδη πλοκή στο μυαλό μου. Όμως η αφορμή ήταν μόνο μία και συγκεκριμένη. Και είχε σάρκα και οστά. Ήταν κάποιος πολύ δικός μου άνθρωπος που με παρότρυνε, που πυροδότησε μέσα μου τον εκρηκτικό μηχανισμό της συγγραφής. Αυτός, λοιπόν, με έκανε να καταλάβω πως αφού το μυθιστόρημα είχε «συλληφθεί», έπρεπε και να «γεννηθεί». Μου έκανε, λοιπόν, ένα πολύτιμο δώρο και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.
Οικολογικές ανησυχίες, πολιτική, οικογένεια, βιομηχανική κατασκοπεία, στοιχεία θρίλερ, Αλτσχάιμερ, με έντονο το στοιχείο του συμβολισμού, όλα μέσα στη μυθοπλασία του βιβλίου σας. Τι περιμένετε από τον αναγνώστη;
Θρίλερ, ε; Αν χρησιμοποιείτε τον όρο με την αγγλική του σημασία, ότι έχει σασπένς, θα συμφωνήσω. Όπως και για τα υπόλοιπα που αναφέρετε. Θα πρόσθετα επίσης ότι στον φόντο βρίσκεται ο έρωτας τεσσάρων γυναικών, μέσα από τα μάτια των οποίων βλέπουμε τα τεκταινόμενα. Γι’ αυτό, λοιπόν, από τον αναγνώστη περιμένω να «εξαπατηθεί»! Περιμένω να παρασυρθεί στην ανάγνωση, όπως παρασύρεται κάποιος από ένα απολαυστικό βίωμα – μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, ένα ξεχωριστό γεύμα, την ακρόαση ενός αγαπημένου μουσικού κομματιού – και να νομίσει ότι αντιλαμβάνεται εξαρχής τι ακριβώς γίνεται στο βιβλίο. Ώσπου, ξαφνικά – και αυτό, πιστέψτε με, θα συμβεί – να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του μυθιστορήματος, να χτυπήσει το μέτωπό του με την παλάμη του και να αναφωνήσει: «Αν είναι δυνατόν! Πώς δεν το είχα καταλάβει μέχρι τώρα!».
Οι εξελίξεις του μυθιστορήματός σας κορυφώνονται την 25η Μαρτίου 2021, όπως γράφετε και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Θέλετε να μας εξηγήσετε γιατί;
Το βιβλίο το ολοκλήρωσα πριν από δύο χρόνια περίπου. Νόμιζα τότε ότι έβλεπα μακριά. Προσωπικοί όμως λόγοι, ανάμεσά τους και οι αμφιβολίες, αν αυτό που εγώ θεωρώ «καλό», αξίζει να διαβαστεί από το ευρύ κοινό – δεν θα ήθελα να απογοητεύσω κανέναν – καθυστέρησαν την έκδοσή του. Πρόλαβε, ευτυχώς, την ημερομηνία – ορόσημο, την οποία επέλεξα για τον ξεκάθαρο συμβολισμό της: Την επανάσταση, αφού όσα διαδραματίζονται στο «Εργοστάσιο» είναι επαναστατικά, δηλαδή ανατρεπτικά. Τόσο για τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, όσο και για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Με τον όρο, για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ μια αλλαγή και έναν επαναπροσδιορισμό στις αξίες μας, τη σύνδεσή μας με την ουσία της ζωής, που «την αφήσαμε να κατρακυλήσει στην εισπνοή και την εκπνοή», όπως επισημαίνει και η κεντρική αφηγήτρια στο μυθιστόρημα.
Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;
Πολλούς αγάπησα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να διαβάζει. Και όχι μόνο λογοτέχνες με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά συγγραφείς άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά, δοκιμιογράφους, φιλοσόφους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, σημειολόγους. Τους τελευταίους τους θαυμάζω για την αναλυτική σκέψη τους. Σ’ αυτούς όμως που πάντα επιστρέφω – κι αυτό δείχνει μάλλον μεγαλύτερη αγάπη – είναι οι συγγραφείς – Ουγκώ, Βερν, Κούπερ, μεταξύ άλλων – των κλασικών εικονογραφημένων – Άθλιοι, Μιχαήλ Στρογκώφ, Ο Τελευταίος των Μοϊκανών, μεταξύ άλλων – αυτοί της Ντίσνεϊ, της Μάρβελ και της Γουόρνερ, των κόμικς του Δραγούνη, του Τερζόπουλου και του Ανεμοδουρά, ο Ουντερζό, ο Γκοσινύ και ο Μορίς.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Το ότι υπήρξε χρόνος για διάβασμα ήταν από τα θετικά της καραντίνας. Διάβασα, λοιπόν – ανάμεσα σε άλλα – όλα τα «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη, για προθέρμανση μάλλον, και κατόπιν την «Οδύσσειά» του. Ναι, αυτή των 33.333 17σύλλαβων. Στην αρχή είχα δίπλα μου, στον υπολογιστή, το απαραίτητο λεξικό, σχεδία σ’ έναν ωκεανό ιδιωματισμών, νεολογισμών και ιδιολέκτων, αλλά πολύ γρήγορα αναγκάστηκα να το εγκαταλείψω και κολύμπησα στα βαθιά (γλώσσα – νοήματα). Εξουθενώθηκα, κινδύνεψα, αλλά επιβίωσα. Ήταν μια μοναδική εμπειρία.
Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την αξία του παιχνιδιού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φράση του Νίτσε πως «ωριμότητα του ανθρώπου είναι τούτο: Να ξαναβρεί τη σοβαρότητα που είχε μικρός, όταν έπαιζε». Αν λοιπόν συνταχτούμε με τον Γερμανό φιλόσοφο, που δήλωνε επίσης ότι «σε κάθε αυθεντικό άνθρωπο υπάρχει ένα παιδί που θέλει να παίξει», τότε θα καταλάβουμε καλύτερα ακόμα και τους λογοτέχνες!
Είστε φιλόλογος και εργάζεστε στη δημόσια εκπαίδευση. Τα παιδιά αγαπούν τη λογοτεχνία; Ποια η αποτίμησή σας;
Πράγματι, ασκώ αυτό το επάγγελμα 30 χρόνια τώρα, 10 στον ιδιωτικό τομέα και 20 στο δημόσιο. Δυστυχώς ή ευτυχώς – πάντα κάτι κερδίζει και πάντα κάτι χάνει κάποιος – εδώ και αρκετό καιρό ζούμε στην ψηφιακή εποχή. Έτσι, όσον αφορά τη σχέση των παιδιών με τη λογοτεχνία ισχύει το «κάθε πέρσι και καλύτερα». Τα περισσότερα παιδιά σήμερα μικρή σχέση έχουν με το βιβλίο. Και αυτό έχει σίγουρα επιπτώσεις στη σκέψη και στον λόγο τους. Δεν θα υποστηρίξω, ωστόσο, ότι οι σημερινοί μαθητές και αυριανοί πολίτες θα καταντήσουν άνοες και άλαλοι, έχουμε καιρό για κάτι τέτοιο. Ξέρω, επίσης, ότι η αναζήτηση ήταν και είναι πάντα μειοψηφική και αυτήν προσπαθώ – κι εγώ και οι περισσότεροι συνάδελφοί μου – να εμπνεύσω, για να τους εμπλέξω στο μάθημα, όταν διδάσκω κείμενα. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Και, ξέρετε, ενίοτε βλέπω αποτέλεσμα.
Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Και ναι και όχι! Τι εννοώ; Πως μου συμβαίνει ό,τι και με το «Εργοστάσιο»: Θέλω να γράψω, έχω το θέμα, έχω μάλιστα σκεφτεί και τον τίτλο – είναι μία και μόνη λέξη – αλλά μου λείπει η αφορμή. Πάντως, μέχρι αυτή να βρεθεί, σκέφτομαι να προχωρήσω στην έκδοση μιας συλλογής διηγημάτων που προηγήθηκαν χρονικά του «Εργοστασίου», αλλά η θεματολογία τους δεν σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή κάποιο «ιστορικό» γεγονός. Διαβάζονται, κατά τη γνώμη μου, ανεξάρτητα από τέτοιους περιορισμούς.