Άρθρα

Κώστας Παλαιογιάννης: «Έφυγε» μια μεγάλη ψυχή

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου*

Κατέβηκε ψες από το τρένο, ύστερα από ένα πολύ όμορφο ταξίδι με υπέροχους σταθμούς, στα εκατόν ένα του χρόνια ο πάνσοφος γέρος της Λάιστας, ο αθόρυβος κι ονομαστός μπαρμπα-Κώστας…
Με όσο γίνεται συντομότερα λόγια θα απεικονίσουμε τη ζωή του ηρωικού αυτού ανθρωπάκου που τείνει να προσλάβει μυθικές διαστάσεις αποτελώντας μοντέλο ζωής για πολλούς από μας…
*
Μικρόσωμος με μεγάλη ψυχή ο καλοκάγαθος αυτός ανθρωπάκος πέρασε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και περιπλανήσεις.
Ο μπαρμπα-Κώστας γεννήθηκε στα μέρη της Τριχωνίδας. Το 1920. Η οικογένειά του αγροτική. Από μικρός έγινε καπνεργάτης και καλλιεργητής. Ύστερα μαγεύτηκε από τη δουλειά ενός βαρελά και βάλθηκε να γίνει βαρελοποιός. Την έμαθε για τα καλά. Κάπου σε μια γωνιά της Τριχωνίδας πήρε το μάτι του κι έναν οπλουργό. Ζήτησε κι έμαθε την τέχνη του. Πώς να λειαίνει το ξύλο, να λυγίζει το σίδερο, να το προσαρμόζει σε κείνο, να τρυπάει την κάνη, να φκιάνει τον κόκορα, τη σκανδάλη, το σημαδούρι.
Όταν έγινε είκοσι χρονών έφυγε για πρώτη φορά από το χωριό του. Περιπλανήθηκε στη Ρούμελη. Όμως ξαναγύρισε, γιατί έφτασε ο πόλεμος. Με τον τερματισμό του πολέμου, γύρισε στο χωριό του, που όμως δεν τον κρατούσε. Κι ενώ δεν ήξερε σχεδόν να διαβάζει, εκτός από τα λίγα κολλυβογράμματα της εποχής, μελετούσε και αποστήθιζε αρχαίους.

Κάποια στιγμή, γύρω στο ’45 μπήκε στο στόχαστρο των ανθρωποκυνηγών, συνελήφθη και εκτοπίστηκε στη Γυάρο ως επικίνδυνος, για τη δημόσια ασφάλεια.
Στη Γυάρο έμελλε να μείνει για κάμποσα χρόνια. Οι «διακοπές» του σε αυτό το κυκλαδονήσι χρωματίζονται από ένα σωρό περιπέτειες, αλλά και εκμάθηση διάφορων τεχνών και επαγγελμάτων. Κατ’ αρχάς κάνει τον οικοδόμο. Μεταφέρει υλικά, δηλαδή πέτρες ή χώματα για να χτίσει, όπως όφειλε ο καθένας, την προσωπική του φυλακή. Δουλεύει την πέτρα, μαθαίνει την τέχνη του πετρά.
Έμενε στον τέταρτο Όρμο της Γυάρου. Δίπλα του, στον τρίτο Όρμο, ήταν εγκατεστημένοι οι διανοούμενοι. Ήρθε σε επαφή με αρκετούς από δαύτους. Έμαθε και σώρευσε ιδέες, γνώσεις και πληροφορίες.
Κάποιος στρατονόμος τον λυπήθηκε και τον μετέφερε στο πρόχειρο νοσοκομείο του καταυλισμού. Έγινε νοσοκόμος. Έμαθε άριστα τα βασικά γιατρικά και την πρόχειρη περίθαλψη, έγινε υγειονομικός.
Ύστερα από τρία χρόνια στη Γυάρο ήρθε εντολή μεταγωγής του στις Φυλακές της Κεφαλονιάς. Εκεί έμεινε ως το ’52. Βγήκε με τις μαζικές απολύσεις του Πλαστήρα.
Έτσι ο μπαρμπα-Κώστας έκαμε διακοπές τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο…

Μόλις απολύεται από τα τάγματα ανάνηψης εγκαταλείπει την Τριχωνίδα, παίρνει τα βουνά και τους κάμπους και φτάνει ταλαίπωρος στα Φάρσαλα. Εδώ ριζώνει. Γνωρίζει τη σύντροφό του, παντρεύεται κι το ’59 αποκτάει το μοναχογιό του. Με τον κουνιάδο του ξεκινούν να στήσουν ένα ζαχαροπλαστείο. Γίνεται ζαχαροπλάστης, περίτεχνος ζαχαροπλάστης. Πλάθει, ζυμώνει και βράζει. Αλλά δεν ξεχνά και την τέχνη του οικοδόμου. Έτσι ξεκινά να χτίσει ένα σπιτικό. Στον ελεύθερο χρόνο του κατασκευάζει ένα βιολί. Χωρίς καλούπι, με μόνη τη λατρεία που αρχίζει να γεννιέται μέσα του για το ξύλο. Ξαναφτιάχνει βαρέλια. Παίρνει τις δούγες (κομμάτια ξύλου που απαρτίζουν το σκάφος του βαρελιού), τις χαράζει, τις πλανίζει, ώστε να γίνει η κοιλιά του βαρελιού, τις ζεσταίνει, τις βρέχει για να μαλακώσουν και γραδάρει στο τέλος τις άκρες με ειδικό γραδοτήρι. Το βαρέλι είναι έτοιμο.
*
Η σύντροφός του, όπως παραπολλοί Φαρσαλινοί, έχει καταγωγή από την Ήπειρο. Εδώ στα Φάρσαλα ξεχειμωνιάζουν και το καλοκαίρι ανεβαίνουν είτε με τα κοπάδια τους είτε μόνοι, πεζή πάντοτε, περπατώντας επί μέρες, μέσα από το θεσσαλικό κάμπο και τα κακοτράχαλα μονοπάτια της Πίνδου φτάνοντας στα χωριά τους σε πέντε ή έξη μέρες. Πολλοί απ’ αυτούς κατάγονται από το Στεφάνι, το Χαλίκι, την Ανθούσα, τη Σαμαρίνα, το Περιβόλι, το Γαρδίκι, αλλά και από πολλά άλλα πινδοχώρια.
Έτσι κι η γυναίκα του μπαρμπα-Κώστα. Κατάγονταν από ένα μακρινό, πολύ μακρινό Πινδοχώρι. Το ’60 ο μπαρμπα-Κώστας ανηφορίζει για πρώτη φορά στο χωριό της γυναίκας του. Μαγεύεται από την άγρια, παρθένα φύση. Φεύγει, μα η ψυχή του παραμένει πίσω σε αυτή. Πλουτίζει από τον κάμπο, αλλά ο πλούτος του βρίσκεται πια σ’ εκείνη την αξεπέραστη εικόνα.

Το ’83 χάνει τη σύντροφό του. Αναγκάζεται ν’ ακολουθήσει τις περιπλανήσεις του γιου του. Εκείνος γίνεται δικηγόρος κι εγκαθίσταται στο Βόλο. Έρχεται μετά από λίγο κι ο μπαρμπα-Κώστας. Τού αρέσει η πόλη, αλλά δε φεύγει η ιδέα μιας μονιμότερης εγκατάστασης στην Πίνδο. Το ’85 αγοράζει ένα μικρό οικόπεδο στο χωριό κι αρχίζει να χτίζει, όπως ήξερε. Πέτρα την πέτρα. Κάνει τον ξυλουργό, τον πετρά, το μαραγκό, το χτίστη, τον υδραυλικό, τον ηλεκτρολόγο. Ανεγείρει αργά, αλλά με τα χέρια του, το κονάκι της ζωής του, στην Πίνδο.
Στον Βόλο αγοράζει με το γιο του μες στο κέντρο της πόλης ένα παλιό πέτρινο σπίτι, πίσω από τη Μεταμόρφωση. Το «ξύνει» από τους σοβάδες, αφαιρεί τα χωρίσματα, προσθέτει ξύλινη οροφή, αποκαλύπτει τα δοκάρια. Σε λίγο μες στο κέντρο της πόλης εμφανίζεται ένα μικρό αριστούργημα, με πόρτα σιδερένια, που δεν έχει πειραχθεί κι ένας αυλόγυρος – χάρμα ειδέσθαι.

Ωστόσο εκεινού η ψυχή ταξιδεύει στα δάση και τις χαράδρες της Πίνδου. Κι έτασι παίρνει την απόφαση να μετακομίσει εκεί.
Επιπλώνει τη ζωή του. Με βιβλία, τσίπουρα και γιόγκα. Αρδεύει έναν κηπάκο, καλλιεργεί, αποστάζει τσάμπουρα, τα βράζει, πήζει τυρί, φτιάχνει γιαούρτι. Μαζεύει χόρτα και βότανα. Ζωγραφίζει, με πινέλα, με σφυριά και ματσακόνια. Φτιάχνει πόρτες, βιβλιοθήκες, μουσικά όργανα, γκλίτσες, ντουλάπες. Ωριμάζει σαν το κρασί. Πιάνει φιλίες, ακούει κι αφουγκράζεται.
Κάθε πρωί ανεβαίνει το βουνό, τραβάει στον Αϊ-Χαράλαμπο. Δεν έχει πάθη. Φιλιώνει με τους νέους. Αφουγκράζεται πάντα.
Κάθε πρωί σηκώνεται στις έξη. Γυμνάζεται πάνω από μισή ώρα. Ύστερα ανηφορίζει ως τα μαντριά. Πάει και αγοράζει φρέσκο γάλα. Το βράζει, το βάζει στο ψυγείο. Βγαίνει στον κήπο του. Σήμερα έχει ντομάτες, κολοκύθια, καρότα. Αύριο καρπολάχανα, κρεμμυδάκια, κουνουπίδια. Μεθαύριο έχει ο Θεός.
Κάθε Κυριακή πάει στην εκκλησιά, στον Αϊ-Ταξιάρχη, ανάβει το κερί του στους αγίους, προσεύχεται… Μένει ως το δι ευχών, απλώνει το χέρι του, χουφτιάζει το αντίδωρο απ’ τον παπα-Θόδωρα. Ύστερα πιάνει κουβέντα στο καφενείο, ακούει σιωπηλός. Δεν αποδοκιμάζει, δεν αγωνιά, δε φοβάται. Τους χαιρετάει όλους, ανεβαίνει στο λημέρι του.

Πιάνει την πλάνη, πλανίζει μία τάβλα. Αναγαλλιάζει. Με τούτα τα άψυχα, που τάκανε να έχουν ζωή.
Μαγερεύει ο ίδιος, φακές, φασόλια ή ρύζι. Ρίχνει μυρωδικά, από τον κήπο, τα τρίβει. Βγαίνει στην αυλή. Στρώνει το τραπέζι, έχει αυγά, τυρί, σαλάτα από αγγούρια του κήπου κι ένα μπουκάλι τσίπουρο, για ένα ποτήρι μονάχα. Δεν πίνει παραπάνω. Τόχει για τους «ξένους» του. Που έρχονται από τα πέρατα της Ελλάδας, για να τον ιδούν.
Κοιμάται δυόμιση ώρες το μεσημέρι. Βλέπεις, είναι ενενήντα ο μπαρμπα-Κώστας. Ξυπνάει χαρούμενος, που είναι γερός, όρθιος κι αλώβητος. Παίρνει τον ανήφορο. Γυρίζει ύστερα από δυό ώρες. Η θητεία του στα βουνά έχει τελέψει. Αρχίζει μια άλλη θητεία τώρα. Στα γράμματα. Ξεφυλλίζει ένα μυθιστόρημα πρώτα. Γλυκαίνεται, ταξιδεύει. Πιάνει ύστερα τον Παλαμά, τον ξεκοκαλίζει. Τραβάει μετά στους αγρούς, μαζεύει κράνα και κορόμηλα. Τα μιξάρει, κάνει μαρμελάδα. Βγαίνει τέλος στον κήπο του. Κοιτάζει το έλατο που φύτευσε πριν δεκαπέντε χρόνια, πόσο μεγάλωσε, πόσο ύψος πήρε τάχα;
Ξεβοτανίζει, μιλάει στα κηπευτικά του, του καθενού με τη γλώσσα του. Ανακατώνει το χώμα. Θειαφίζει, με χαλκό κι ασβέστη.
Το βράδι αρμολογάει μια βέργα από κρανόξυλο.
«Την παίρνω μαζί μου», απολογείται, «Ε! Μην πέσω σε καμιάν αρκούδα και δεν ξέρω τι να της πω…».
Το βράδι έρχεται ο γιος του από την πόλη. Φέρνει μαζί του και δυο τρεις φίλους. Κάποια στιγμή, όλων τ’ αυτιά παίρνουν μια φασαρία. Μα γιατί τσακώνονται πατέρας και γιος; Ο γιος μόλις έχει αποπερατώσει έναν μπαγλαμά κι ο μπαρμπα-Κώστας του λέει πως έχει σφάλμα το καλούπι. Ο μπαγλαμάς τελικά σινιάρεται από τα χέρια του μπαρμπα-Κώστα, φεύγει το ψεγάδι και χαμογελάει του γιου του…
*
Το χωριό αριθμεί λίγες ψυχές πια ζωντανές. Λιγότερες απομένουν το χειμώνα. Σκαρφαλωμένο στα χίλια πενήντα μέτρα περιβάλλεται από ένα άγριο και καταπληχτικό σκηνικό.
Σε αυτό τον τόπο διάλεξε ο πολυτεχνίτης μπαρμπα-Κώστας, να ζήσει, παρέα με τις εικόνες της μέσα κι έξω ψυχής των βουνών.
Το βουνό διαποτίζει την ψυχή του ευεργετικά, όπως και την ψυχή όλων των πραγμάτων που περιβάλλουν τον μπαρμπα-Κώστα.

(*) Το κείμενο αυτό αποτελεί περίληψη της ζωής του μπαρμπα-Κώστα και δημοσιεύτηκε στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ στις 22-2-2009. Ψες, έκλεισε έναν αιώνιο κύκλο ολοκληρωμένης Ζωής…

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το