Πολιτισμός

Κώστας Ακρίβος: Τα πάντα στη φόρα για τα βάρβαρα γούστα της τηλεοπτικής δημοκρατίας

Δύο χρόνια μετά τα «Τελευταία νέα από την Ιθάκη», ο Κώστας Ακρίβος επανέρχεται με το μυθιστόρημα «Γάλα Μαγνησίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Κεντρικοί ήρωες είναι οι μαθητές του Οικοτροφείου της πόλης του Βόλου ,που ζουν ένα ιδιόμορφο καθεστώς κι ενώ η ζωή τους κυλάει ήρεμα, ένα τραγικό γεγονός το καλοκαίρι του 1975 θα τους σημαδέψει για πάντα.
Πρόσωπα, καταστάσεις, μνήμες συνθέτουν το λογοτεχνικό παζλ, προϊόν βιωμάτων αλλά με φανταστικούς χαρακτήρες, αναβιώνοντας την πόλη του Βόλου αλλά και την Μαγνησία της εποχής εκείνης.
Το βιβλίο του βολιώτη συγγραφέα από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του έχει αγγίξει ήδη το αναγνωστικό κοινό.
Στη συνομιλία που ακολουθεί αναφερθήκαμε και στην ηθογραφία της μεταδικτατορικής εποχής ,στην εποχή της αθωότητας αλλά και στη διάδραση του συγγραφέα με τον αναγνώστη.

«Γάλα Μαγνησίας», ο ευρηματικότατος τίτλος του μυθιστορήματός σας, με άξονα την πόλη του Βόλου το 1975. Τι ακριβώς συμβαίνει στην παρέα των ηρώων σας;
Ό,τι συνήθως συμβαίνει σε δεκαεφτάχρονους κάθε εποχής: Φιλίες, ανησυχίες, έρωτες, φάρσες, γέλια, αγωνίες, όνειρα για το μέλλον… Η συγκεκριμένη παρέα ωστόσο έχει μια επιπλέον ιδιαιτερότητα, καθώς μεγαλώνει εσώκλειστη σε οικοτροφείο και μάλιστα εκκλησιαστικό. Η εφηβεία είναι μια περίοδος δύσκολη, από κάθε άποψη. Το πρώτο που αντιπαθεί, για να μην πω μισεί, ένας έφηβος είναι τα μη και τα όχι, τους περιορισμούς από τις κάθε λογής εξουσίες. Αυτό το στοιχείο είναι ίσως που την κάνει και τόσο γοητευτική. Οι πρωταγωνιστές στο «Γάλα Μαγνησίας» ζουν σ’ ένα τέτοιο ιδιόμορφο καθεστώς, είναι μαθητές στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου και η ζωή τους κυλάει ήρεμα, μέχρι που ένα τραγικό γεγονός το καλοκαίρι του 1975 θα τους σημαδέψει για πάντα.

Ήταν από καιρό στη σκέψη σας να την μεταφέρετε συγγραφικά την ιστορία που περιγράφετε;
Σαν ιδέα με απασχολούσε αρκετές δεκαετίες, ίσως πριν κι απ’ το πρώτο μου βιβλίο. Χρειάστηκε ωστόσο να κάνει υπομονή και να περιμένει τη σειρά της, γιατί καταλάβαινα ότι για να καταπιαστώ μ’ αυτό το θέμα, από τη στιγμή μάλιστα που έχει να κάνει με ένα τόσο λεπτό ζήτημα, έπρεπε πρώτα να καταλαγιάσουν μέσα μου πολλά αντιφατικά συναισθήματα και να ξεκαθαρίσει η ομίχλη από τις προσωπικές μνήμες.

Η ιστορία είναι αυτοβιογραφική σε ό,τι αφορά την ηθογραφία της εποχής, είναι ωστόσο και αυτοαναφορική;
Η αλήθεια είναι ότι στα αρχικά μου σχέδια ήταν να αναπλάσω μυθιστορηματικά τα χρόνια που ήμουν κι εγώ οικότροφος. Να ξαναζωντανέψω πρόσωπα, καταστάσεις και σχέσεις που βίωσα μαθητής τη δεκαετία του ‘70. Στην πορεία όμως τα πρόσωπα που επέλεξα να κουβαλήσουν στους ώμους τους την όποια μυθοπλασία γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχό μου, απέκτησαν δική τους προσωπικότητα και τέτοια δυναμική, που τις όποιες συγγραφικές προθέσεις τις έκαναν στην άκρη, σηκώνοντας το δικό τους λογοτεχνικό μπαϊράκι. Άλλωστε το επισημαίνω και στην αρχή του βιβλίου: κανένα από τα πρόσωπα και κανένα από τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα δεν υπήρξε ή συνέβη ποτέ, παρά μονάχα στη διάσταση που η λογοτεχνία ξέρει να δημιουργεί.

Η μεταδικτατορική εποχή ήταν αρκετά σκληρή για τα νέα παιδιά, πόσο περισσότερο για τα παιδιά του Οικοτροφείου;
Όταν επιστρέφω σ’ εκείνα τα χρόνια, όλα μοιάζουν ωραία και τα νοσταλγώ. Αν ωστόσο μπω στον πειρασμό να θυμηθώ λεπτομέρειες, τότε βγαίνει στην επιφάνεια ένας κόσμος σκληρός, με συμπεριφορές αυταρχικές, αναίτιες απαγορεύσεις και άδικες τιμωρίες. Μπορεί η μνήμη μας τις περισσότερες φορές να εξωραΐζει τα περασμένα και να θάβει δυσάρεστα πράγματα, όμως οι έφηβοι εκείνης της εποχής δοκίμασαν στο πετσί της ψυχής τους απαγορεύσεις και αδικίες που σήμερα μοιάζουν απίστευτες κι αλλόκοτες.

Αλήθεια, τι αναπολεί κάποιος από τη «σκληρή» εποχή της αθωότητας;
Αναλόγως την ποιότητα αθωότητας που βίωσε κανείς και προπάντων πόσο τρυφερή ή πόσο σκληρή ήταν αυτή. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, εκατό τοις εκατό αθώος είναι κάποιος μόνο τη στιγμή που γεννιέται΄ από εκεί κι έπειτα, μέρα με τη μέρα, αυτό το ποσοστό όλο και χαμηλώνει. Και μια και μιλάμε για αθωότητα, ένα από τα βασικά ερωτήματα που διατρέχει το μυθιστόρημα είναι το αν είναι έγκλημα ή όχι όταν μπορείς να απλώσεις το χέρι για να σώσεις κάποιον και δεν το κάνεις. Είσαι αθώος σ’ αυτή την περίπτωση; Τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου;

Ανάμεσα στα κεφάλαια που περιγράφουν τις περιπέτειες των ηρώων σας, παρεμβάλλονται και οι σελίδες που αφορούν ένα τραγικό γεγονός που αναχαίτισε τη χαρά και την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Είναι οι μελανές σελίδες σε αντίθεση με την ήρεμη περίοδο. Είναι κι ένας τρόπος να αφήσετε τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα;
Πρόκειται για ένα στοιχείο της συγγραφικής μου ταυτότητας που το έχει επισημάνει εδώ και καιρό η κριτική. Πως δηλαδή πολλές φορές αφήνω τη δράση ανοιχτή, έτσι ώστε να εντάξω και τον αναγνώστη στο παιχνίδι της μυθοπλασίας, να καταθέσει και ο ίδιος την οπτική του. Γράφω έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα ότι ο συγγραφέας είναι ο μάγειρας, το έργο του το πιάτο που σερβίρει και οι αναγνώστες εκείνοι που θα πιάσουν στα χέρια τους τα μαχαιροπίρουνα.

Σήμερα μιλάμε για bullying. Ήταν πιο άγρια τα πράγματα εκείνη την εποχή;
Η βία δυστυχώς πάντα υπάρχει, είναι στη φύση του ανθρώπου. Έχουμε πάμπολλες μαρτυρίες από σελίδες της ιστορίας, όπου άνθρωποι φιλήσυχοι και ειρηνικοί, όταν έπιασαν όπλο στα χέρια τους έπραξαν τα ανομολόγητα, ακόμα και σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Την περίοδο της εφτάχρονης δικτατορίας αλλά και τα αμέσως επόμενα χρόνια η ενδοσχολική και η ενδοοικογενειακή βία θέριευε. Αλλά ποιος ανήλικος ή ποια γυναίκα να βγει και να καταγγείλει το παραμικρό περιστατικό; Όλα τα έσκιαζε ο τρόμος μήπως στιγματιστούν από το «τι θα πει ο κόσμος». Πολύ φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και στις μέρες μας, με αντίστροφη όμως φορά: Τα πάντα στη φόρα για να ικανοποιηθούν τα βάρβαρα γούστα της τηλεοπτικής «δημοκρατίας».


Πόσο εύκολο είναι να περάσουμε από τη θέση του θύματος στη θέση του θύτη;
Θίγετε το ζήτημα της αυτοδικίας. Αυτό ίσως είναι και το πιο γερό crash test στη ζωή κάποιου, όταν δηλαδή έρθει στη θέση να πατήσει ο ίδιος τη σκανδάλη, τις περισσότερες φορές για να εκδικηθεί ή να αμυνθεί. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δοκιμάζεται η παιδεία και ο ανθρωπισμός του καθενός.

Γράφετε: «Οι φυσιολογικοί άνθρωποι ξεπερνούν τις δύσκολες συγκυρίες και προχωρούν». Τι θεωρείτε ότι είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί και να μας αφήσει να προχωρήσουμε;
Για να είμαι ειλικρινής, αυτά είναι λόγια που τα λέει ένας φίλος στον πρωταγωνιστή του βιβλίου, θέλοντας να τον ντοπάρει ψυχολογικά – δεν ξέρω αν κατά βάθος τα πιστεύει. Άμα ήταν τόσο εύκολο για τον καθένα να ξεπερνάει τις δυσκολίες, τότε θα ζούσαμε σε μια ονειρεμένη κοινωνία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει στριμωχτεί στα σκοινιά του ρινγκ, να μην έχει φάει η μούρη του χώμα. Στη ζωή μία φορά κερδίζεις, δύο ταπεινώνεσαι. Αν τώρα μπορείς να νικήσεις τους μέσα και τους έξω εχθρούς σου και να κάνεις έστω κι ένα βήμα μπροστά, μπράβο σου. Η ζωή χρειάζεται τσαγανό, αλλά καλό είναι να έχεις και την τύχη με το μέρος σου.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, ένιωσα ότι θέλατε να περιγράψετε με νοσταλγία αλλά και με απόλυτη ειλικρίνεια την εποχή εκείνη. Ποια θετικά της εποχής σάς λείπουν από τη σημερινή εποχή;
Τα οικογενειακά γλέντια, ο «Κύκνος», τα πάρτι, ο Μικρός Σερίφης, το φοινίκι στα διαλείμματα, η μπάλα στις αλάνες, τα καραβάκια για τις Αλυκές, το «Σαββατόβραδο» του Καζαντζίδη, το χασάπικο που χόρευαν οι γονείς μου, το οικοτροφείο…

Και ποια δεν θα θέλατε να επανέλθουν με τίποτα;
– Οι καθηγητές που έτρεμαν τον επιθεωρητή, τα καρφώματα στον χωροφύλακα, ο αναγκαστικός εκκλησιασμός, το υποχρεωτικό κούρεμα, η βέργα του δάσκαλου, τα Αρρένων και Θηλέων σχολεία, η αδιάβατη σε κάθε βροχή Αναλήψεως, τα οικοτροφεία…
Η χρονική απόσταση λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός ή σμικραίνει τις αναμνήσεις;
Ο χρόνος αλλοιώνει τις μνήμες ή η μνήμη διαστέλλει τον χρόνο; Ιδού το ερώτημα.

Τι σημαίνει η Μαγνησία για εσάς;
Ό,τι λόγου χάρη μπορεί να σημαίνει για έναν Λαρισαίο η Λάρισα. Θέλω δηλαδή να πω ότι με το πέρασμα του χρόνου ο καθένας αναπτύσσει κάποια ιδιαίτερη σχέση (αγάπες, εμμονές, αντιπάθειες κ.ά.) με την περιοχή του και, είτε το θέλει είτε όχι, προσδιορίζεται από την πολιτισμική της ταυτότητα. Προσωπικά, χάρηκα όταν είδα σε κάποιο βιβλίο μου που μεταφράστηκε στην Ελβετία ο επιμελητής της έκδοσης να σημειώνει ότι μου αρέσει να ανακαλύπτω «καινούργιες τεχνικές στη γραφή» επειδή γεννήθηκα «στην πόλη του πρώτου ταξιδευτή, του Ιάσονα και των Αργοναυτών». Μεγάλη η ιστορία της Μαγνησίας λοιπόν, σπουδαίοι και οι άνθρωποι που την έχουν τιμήσει στο παρελθόν, ασχέτως αν σήμερα υπάρχουν κάποιοι που την αμαυρώνουν με τη χυδαιότητα των λόγων και των έργων τους.

Είναι το «Γάλα Μαγνησίας» μια κατάθεση ψυχής στα χρόνια της χαμένης αθωότητας;
Θα χαιρόμουν αν διαβάζοντάς το οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θυμηθούν τον παλιό αθώο εαυτό τους και οι νεότεροι δουν στις σελίδες του τα όνειρα που κάνουν κι αυτοί για τη ζωή και τον κόσμο.

Συνέντευξη:
Χαριτίνη Μαλισσόβα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το