Πολιτισμός

Κώστας Ακρίβος: Η Ιστορία να είναι ένα ανοιχτό και διαρκές σχολείο για όλους μας

Ο Κώστας Ακρίβος γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές (Κάπουρνα) Μαγνησίας. Από το 1983 μέχρι το 2017 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Εκτός από αφηγηµατικά βιβλία, έχει γράψει ένα θεατρικό έργο, επιμελήθηκε τρεις ανθολογίες και πήρε μέρος στη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων. Συνεργάστηκε µε το ΕΚΕΒΙ στα προγράμματα Λέσχες Ανάγνωσης και συγγραφείς στα σχολεία. Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Διηύθυνε τη σειρά Μια πόλη στη λογοτεχνία των εκδόσεων Μεταίχμιο. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Σήμερα μιλά στη «Θεσσαλία» με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Πότε διάβολος πότε άγγελος», εκδόσεις Μεταίχμιο, ο οποίος μέσα από την ιστορία του προπάππου του ανασυστήνει την εποχή της Επανάστασης και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δεν είναι ακριβώς ιστορικό, αλλά μάλλον μια σύγχρονη εξιστόρηση που από τη μια ψάχνει να ανακαλύψει ποιος ήταν ο Καραϊσκάκης και από την άλλη τι σημαίνει να είσαι ένας οιονεί απόγονός του.

Για να χτίσετε το μυθιστόρημα «Πότε διάβολος πότε άγγελος», παρουσιάζεται παράλληλα με την πολυτάραχη ζωή του Γεώργιου Καραϊσκάκη και ένα χρονικό της δική σας οικογένειας. Υποστηρίζεται πως «δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα να φωτίζεται αλλιώτικα η ζωή σου, καθώς ανακαλύπτεις ότι μπορεί να είσαι ένας, έστω και «παράνομος», απόγονος του Καραϊσκάκη». Υπάρχει μακρινή συγγένεια; Πώς καταλήξατε στη διαπίστωση αυτή; Τι σημαίνει για σας;
Όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα το εξαιρετικό Εγκυκλοπαιδικό Βιογραφικό Λεξικό Νεότερης Θεσσαλικής Ιστορίας του Αντώνη Α. Αντωνίου, σκόνταψα κατά τύχη πάνω στον βίο ενός αγωνιστή του 1821, του Μήτρου Αγραφιώτη.
Αυτό δεν θα είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία, αν τον παππού της μητέρας μου δεν τον έλεγαν κι αυτόν Μήτρο Αγραφιώτη, άρα, ο εν λόγω αγωνιστής ήταν ο προπάππος της. Όσο λοιπόν διάβαζα και μάθαινα για τον εν λόγω μακρινό πρόγονο, τόσο το ξάφνιασμα μεγάλωνε. Γιατί από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών τον Μήτρο τον πήρε μαζί του στον πόλεμο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν το δεξί του χέρι και, όχι μόνον αυτό, του εμπιστεύτηκε το ταμείο του, ενώ στη διαθήκη του τον ορίζει ως έναν από τους εκτελεστές της, κληροδοτώντας τον μάλιστα και με κάποιες χιλιάδες γρόσια.

Η απορία μου, εκεί απ’ όπου δηλαδή ξεκίνησαν όλα, ήταν για το ποια μπορεί να ήταν η σχέση, μυστική και βαθύτερη, ανάμεσα στον 18χρονο και τον Καραϊσκάκη. Πώς δικαιολογείται η τόση συμπάθεια, η τόση εμπιστοσύνη;
Για να απαντήσω στο ερώτημα, με τον τρόπο της λογοτεχνίας βέβαια, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να ανασυστήσω με ιστορική πιστότητα τον βίο του Καραϊσκάκη. Έτσι, στο βιβλίο ξεδιπλώνεται αφενός η πορεία της ζωής αυτού του κορυφαίου αγωνιστή της Επανάστασης και αφετέρου το χρονικό της οικογένειας του Μήτρου Αγραφιώτη, μέχρι που στο τέλος θα συγκλίνουν και οι δύο στη ζωή του αφηγητή, από την παιδική του ακόμη ηλικία, τη δεκαετία του ’60, έως και σήμερα, όταν πια αποφασίζει να διηγηθεί με μυθιστορηματικό τρόπο την ιστορία της δικής του οικογένειας, με όλες τις φανερές και αδήλωτες πτυχές της.

Απευθυνθήκατε σε έγκριτες ιστορικούς, ενώ παράλληλα επισκεφτήκατε μέρη που έχουν σχέση με τη ζωή του και την πολεμική του δράση. Πώς τα ιστορικά γεγονότα συνδυάζονται με τη μυθοπλασία; Ποια χαρακτηριστικά του ήρωα της Επανάστασης θέλατε να τονίσετε περισσότερο;
Για να συνθέσω το μυθιστόρημα, χρειάστηκε έρευνα και μελέτη πάνω από τρία χρόνια: Εθνική Βιβλιοθήκη, Γεννάδειος, παλαιοβιβλιοπωλεία, ταξίδια στους τόπους που σχετίζονται με τη ζωή και τη δράση τόσο του Καραϊσκάκη, όσο και του Αγραφιώτη, προφορικές και γραπτές μαρτυρίες… Ξεχωριστή συγκίνηση ένιωσα όταν κάποια στιγμή κράτησα στα χέρια μου τη διαθήκη του στο Μουσείο Μπενάκη. Απ’ όλο αυτό το πραγματολογικό υλικό που συγκέντρωσα έπρεπε να κρατήσω μονάχα ό,τι απαιτούσε η μυθιστορηματική αφήγηση και παράλληλα να αποκλείσω ό,τι θα με οδηγούσε στη μονογραφία ενός κλασικότροπου ιστορικού μυθιστορήματος. Για να μπορέσω να «δέσω» τα ιστορικά δεδομένα της ζωής του Καραϊσκάκη με εκείνα που αφορούν την εξιστόρηση του χρονικού της οικογένειας Αγραφιώτη χρησιμοποίησα σαν συγκολλητικό υλικό τη μυθοπλασία. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι για ένα βιβλίο ιστορίας. Όσο δε για το ποιος ήταν ο Καραϊσκάκης, τον καλύτερο χαρακτηρισμό τον έχει δώσει για αυτόν ο Ν. Κασομούλης: «…από το μηδέν, χωρίς πολιτικόν κόμμα, χωρίς τίποτες, αλλά μόνον με την παληκαργιάν του και ειλικρινήν αφοσίωσιν εις το Έθνος – μ’ όλα τα κυνηγήματα οπού τον εκάμαμεν, καθώς ηξεύρεις, όλοι – έφθασεν έως αυτού, οπού ούτε έφθασεν άλλος, ούτε θα φθάση».

Αναδεικνύετε τον αντιφατικό χαρακτήρα του Γεώργιου Καραϊσκάκη μέσα από τις σελίδες του νέου βιβλίου. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του που τον κάνουν σημαντικό;
Ο Μήτρος Αγραφιώτης είναι μια τυπική περίπτωση απλού αγωνιστή, που ναι μεν δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο, αλλά τα κατοπινά χρόνια, μέχρι το 1866 όταν θα πεθάνει στη Χαλκίδα, τα έζησε όπως και χιλιάδες άλλοι αγωνιστές σαν ένας παραγκωνισμένος και πάμφτωχος αγωνιστής του ’21. Ωστόσο, κεντρική φιγούρα του μυθιστορήματος παραμένει και δεσπόζει ο Καραϊσκάκης. Αλλά ένας Καραϊσκάκης γήινος, ντυμένος με τα λάθη και τις αδυναμίες, τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Η αρχή της πολεμικής του δράσης χαρακτηρίζεται από την αγωνιώδη προσπάθεια να κάνει δικό του το αρματολίκι των Αγράφων. Κάτι τέτοιο όμως ήταν ανέφικτο, καθώς πήγαινε με κληρονομικό άγραφο δίκαιο από πατέρα σε γιο, και ο Καραϊσκάκης, όπως όλοι ξέρουμε, πατέρα δεν είχε γνωρίσει. Πολλές μαρτυρίες φανερώνουν έναν πρώιμο Καραϊσκάκη άγριο και αδίστακτο, τις περισσότερες φορές απέναντι στους ομοφύλους του. Παρόμοια η δράση του και κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Και εδώ είναι ένας μανιασμένος πολεμιστής, που πράττει τα ανίερα και τα ανόσια κατά την εισβολή των Ρουμελιωτών στον Μοριά. Εκείνο όμως που με ενδιέφερε, που ενδιέφερε δηλαδή την αφήγηση, είναι πώς κατόρθωσε να κατανικήσει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και, από ένας οπλαρχηγός με διφορούμενη αρχικά στάση, μια διαβολική λίγο πολύ φυσιογνωμία, όπως σωστά τον χαρακτήρισε ένας Υδραίος οπλαρχηγός, να μεταμορφωθεί σ’ αυτόν που όλοι θαυμάζουμε: Έναν στρατηγό με ευφυΐα, οξυδερκή πολεμικό νου και, κυρίως, με πνεύμα αυτοθυσίας. Έναν αγωνιστή του ’21, που όλοι οι Έλληνες και των προηγούμενων χρόνων, αλλά και στις μέρες μας πίνουμε νερό στ’ όνομά του.

Η αφορμή του εορτασμού των 200 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας δίνει ευκαιρία για αναστοχασμό. Ποιο είναι το ισχυρότερο από τα μηνύματα της επετείου;
Το είπε σοφά ένας αληθινός Έλληνας, ο διεθνιστής Ρήγας: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Ελεύθερα από δογματισμούς, εμπάθειες, νεποτισμούς, αλαζονείες, αριστολαγνείες, γιαλαντζί υπερπατριωτισμούς…

Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που παίρνουμε από την Ιστορία μας;
Το ίδιο μάθημα που παίρνει και ο τζίτζικας από τα ανέμελα καλοκαίρια του: Κανένα. Η ιστορία της πορείας του ανθρώπου πάνω στη γη είναι μια αέναη και επαναλαμβανόμενη τραγωδία. Πόλεμοι, γενοκτονίες, βασανιστήρια, φυλακίσεις, ανθρωποδιώξεις, κτηνωδίες… Ο άνθρωπος εφευρίσκει μηχανήματα, επινοεί ιδέες, γράφει ποιήματα και νόμους, αλλά κατά βάθος είναι ένας πλάσμα τραγικό και γελοίο ταυτόχρονα, μιας και είναι συνεχώς ένας δημιουργός ερειπίων. Έχουμε μπει στον 21ο αιώνα, αλλά είναι σαν να μην έχει περάσει μέρα από την εποχή που ο άνθρωπος ζούσε στα σπήλαια ή ο Κάιν έκανε ό,τι έκανε. Πεσιμιστική και στενάχωρη μια τέτοια διαπίστωση; Ίσως. Όμως μακάρι να ήταν τα πράγματα διαφορετικά και να μη γινόμαστε για μια φορά ακόμη μάρτυρες σε σκηνές όπου άνθρωποι πνίγονται στη Μεσόγειο, αναζητώντας μια νέα στέγη στη φιλία βολεμένων εθνών, ή λαοί να σύρονται από εθνικισμούς ή κοινωνίες να εκλέγουν για τοπικούς άρχοντες λαϊκιστές δικτατορίσκους. Αν είχαμε κάτι διδαχτεί από τη φρίκη των μαχών, τότε ο Τρωικός Πόλεμος θα ’πρεπε να είναι ο τελευταίος πόλεμος των ανθρώπων. Σήμερα διαμαρτυρόμαστε και φοβόμαστε για το μέλλον της γης, όμως συνεχίζουμε να βρομίζουμε την αυλή του γείτονα. Καταστρέφουμε με εγωισμό και ασυλλόγιστα το περιβάλλον, χωρίς να σκεφτούμε ότι έτσι αυτοκτονούμε, λες και έχουμε διαγράψει από τη μνήμη μας τη Χιροσίμα και το Τσερνόμπιλ. Με λίγα λόγια, καλό θα ήταν η Ιστορία να είναι ένα ανοιχτό και διαρκές σχολείο για όλους μας και όχι μονάχα το καρφί πίσω απ’ την πόρτα για να κρεμάει κάπου κάπου η λογοτεχνία την κάπα της.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το