Τοπικά

Κόπωση και πόνος επιμένουν μετά το εξιτήριο με κορωνοϊό – Αποτελέσματα μελέτης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

Κόπωση και πόνος εξακολουθούν να ταλαιπωρούν μεγάλο μέρος των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με Covid-19 κατά την πρώτη τους επίσκεψη στο ιατρείο παρακολούθησης, ένα με δύο μήνες μετά το εξιτήριο.
Ένας στους τέσσερις δηλώνει επίσης πως εξακολουθεί να έχει δύσπνοια ή υπνηλία, ένας στους πέντε δερματικά συμπτώματα, απώλεια μαλλιών, απώλεια γεύσης ή αλλοιώσεις στην όραση, ενώ χαμηλότερα ποσοστά αναφέρουν άλλα επιμένοντα συμπτώματα. Μικρότερο ποσοστό ασθενών αναφέρει ψυχική συμπτωματολογία, η οποία έχει άμεση σύνδεση με σωματικά συμπτώματα, αλλά και με δημογραφικά χαρακτηριστικά, ενώ η συνολική αξιολόγηση της ποιότητας ζωής είναι ικανοποιητική. Τα παραπάνω προέκυψαν από τη μελέτη επιστημόνων του Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Ε. Φραδέλος, Ε. Τσιμιτρέα, Ι. Παπαθανασίου) και της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας (Στ. Μπούτλας, Α. Σίστου, Κ. Τουρλακόπουλος, Κ. Γουργουλιάνης) και δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό. Στη μελέτη πήραν μέρος 145 ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί με COVID-19 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας. Κατά την πρώτη τους επίσκεψη στο ιατρείο παρακολούθησης του νοσοκομείου, μετά την παρέλευση ενός ως δύο μηνών από το εξιτήριο, οι ασθενείς κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτηματολόγιο τριών μερών, που αφορούσε αντίστοιχα α) τα δημογραφικά τους στοιχεία, β) την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής τους και γ) την συμπτωματολογία τους κατά την επίσκεψη στο ιατρείο. Επίσης, καταγράφηκαν οι τιμές της σπιρομέτρησης και άλλες παράμετροι της αναπνευστικής τους λειτουργίας, ενώ συναξιολογήθηκαν το τμήμα νοσηλείας, η διάρκειά της και οι μέρες μετά το εξιτήριο. Κριτήρια για ένταξη ήταν πως οι ασθενείς δεν χρειάζονταν οξυγόνο, δεν είχαν πυρετό για τουλάχιστον 48 ώρες χωρίς την χορήγηση φαρμάκου, ενώ δεν είχαν διαγνωστεί με ψυχική ασθένεια ή ανίατη ασθένεια. Το 9% του δείγματος νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ, και η μέση διάρκεια νοσηλείας του συνόλου ήταν 11,2 ημέρες. Το 43,4% είχε δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις πριν από τη λοίμωξη με κορωνοϊό.

Συχνά συμπτώματα
Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα, όπως καταγράφονται αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα, ήταν η κόπωση (67,6%) και ο πόνος (44,8%), ενώ τα λιγότερο συχνά συμπτώματα ήταν η ναυτία (3,4%) και η απώλεια όρεξης (8,3%). Όσον αφορά στην ψυχική συμπτωματολογία, σύμφωνα με τις αυτοαναφορές των ασθενών το 11,7% αντιμετώπιζε ψυχολογική καταπόνηση. Οι μελετητές προχώρησαν σε πολυπαραγοντική ανάλυση των συμπτωμάτων και με δημογραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών, αναζητώντας τη συσχέτισή τους με την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής. Όπως προέκυψε από την ανάλυση, οι αναρρώσαντες ασθενείς που κατά την πρώτη εξέτασή τους στο ιατρείο είχαν επιμένουσα απώλεια όσφρησης, απώλεια μαλλιών και κόπωση, είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν ψυχολογική καταπόνηση και έκφραση ψυχικής συμπτωματολογίας. Αντίστοιχα, η κακή σωματική ποιότητα ζωής όσων έχουν αναρρώσει από COVID – 19 συσχετίστηκε επίσης με τον πόνο και την απώλεια όσφρησης, καθώς και με την εμφάνιση δερματικών διαταραχών. Επίσης, υπάρχει συσχέτιση με την εισαγωγή στη ΜΕΘ, ενώ είναι συχνότερη στους ασθενείς γυναικείου φύλου, αλλά και σε όσους έχουν χαμηλότερο επίπεδο μόρφωσης (υποχρεωτική εκπαίδευση). Σε ό,τι αφορά στο σκορ της ψυχικής ποιότητας ζωής, η απώλεια όσφρησης, η εισαγωγή στη ΜΕΘ και η εμπειρία αλλοίωσης της όρασης σχετίζονται με κακή ψυχική ποιότητα ζωής. Συνυπολογίζοντας την σωματική και ψυχική υγεία των ερωτηθέντων, ο δείκτης SF – 36, που αξιολογεί με αξιόπιστο τρόπο την ποιότητα ζωής των ερωτηθέντων, κατέγραψε μέση βαθμολογία υψηλότερη από το 50, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες βιώνουν γενικά μια καλή ποιότητα ζωής μετά το εξιτήριο. Η ψυχική υγεία ανέδειξε καλύτερο σκορ από τη σωματική, ενώ στο σύνολο της αξιολόγησης τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν με άλλες έρευνες που έδειξαν σημαντική επιδείνωση της ποιότητας ζωής ασθενών COVID μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο εύρημα οι μελετητές το αποδίδουν αφενός στην υποστήριξη που έχουν οι αναρρώσαντες ασθενείς από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, καθώς και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συγκεκριμένη μελέτη είχε ήπια ως μέτρια βαρύτητα νόσου, με μικρό ποσοστό να έχει περάσει βαριά λοίμωξη.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το