Άρθρα

Κοινωνικές ανισότητες και εργασία – Έλεγχος των πολιτικών που προωθούν μορφές ευέλικτης απασχόλησης

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Στη σημερινή εποχή όπου οι αναπτυγμένες οικονομίες βαδίζουν προς την «5G εποχή», ενώ παράλληλα η ανθρωπότητα προετοιμάζεται για την 4η βιομηχανική επανάσταση που θα στηρίζεται στην ευφυή εκμάθηση, την επιστήμη των δεδομένων και την τεχνητή νοημοσύνη, παραμένει ζητούμενο το δικαίωμα στην εργασία χωρίς διακρίσεις. Αν και έχουνε περάσει 73 χρόνια από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), άρθρο 23, σύμφωνα με την οποία «καθένας έχει δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες δουλειάς και να προστατεύεται από την ανεργία. Όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, έχουν το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής, που να εξασφαλίζει σε αυτόν και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Καθένας έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικάτα και να συμμετέχει σε αυτά για την προάσπιση των συμφερόντων του», δεν έχουν αλλάξει και πολλά στις σύγχρονες κοινωνίες. Οι κοινωνικές ανισότητες στον χώρο της εργασίας παραμένουν διευρυμένες και το περιεχόμενο της εργασίας αλλάζει ανάλογα με τους τρόπους παραγωγής μιας κοινωνίας (δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός, μετακαπιταλισμός).
Η εργασία ασφαλώς και αποτελεί και σήμερα μια αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης, αλλά και ένα αναφαίρετο δικαίωμα όλων, το οποίο και πρέπει να προστατεύεται από την πολιτεία. Σήμερα όμως οδηγηθήκαμε στη διόγκωση ανισοτήτων σε σχέση με το δικαίωμα της εργασίας, το οποίο και αντικαταστάθηκε από την εμβαλωματική πολιτική των επιδομάτων ανεργίας και φτώχειας.

Έτσι, εύλογα προκύπτουν αρκετά ερωτήματα σε σχέση με το δικαίωμα στην εργασία, τα οποία παράλληλα είναι και συνυφασμένα με τις αιτίες της ανεργίας.
Φταίει λοιπόν ο ελλιπής επαγγελματικός προσανατολισμός που οδηγεί στη μαζική διεκδίκηση συγκεκριμένων επαγγελμάτων και επίσης στην ταυτόχρονη απουσία ζήτησης κάποιων άλλων επαγγελματικών επιλογών; Μήπως υπάρχει αδυναμία σύνδεσης της αγοράς εργασίας με τον χώρο της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι απόφοιτοι να μην κατέχουν την επιθυμητή κατάρτιση και τα επιθυμητά προσόντα; Τελικά μήπως η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει ως αποτέλεσμα την αυτοματοποίηση εργασιών που άλλοτε απασχολούσαν ανθρώπινο δυναμικό και οι νέες θέσεις εργασίας σήμερα απαιτούν υψηλή ειδίκευση και γνώσεις που συνδέονται με συγκεκριμένες εμπειρίες; Μήπως λόγω της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης που διανύουμε σήμερα ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας εξωθήθηκαν σε μείωση του ανθρώπινου δυναμικού; Τελικά μήπως η εγκατάλειψη της υπαίθρου προκάλεσε την αύξηση του αστικού πληθυσμού και την αποδυνάμωση ενός οικονομικού τομέα, του γεωργικού; Μήπως η εργασία σήμερα εξασφαλίζεται μέσα από ισχυρές γνωριμίες, δίκτυα εξουσίας και οικονομίας τα οποία μεταβιβάζονται από τους γονείς στα παιδιά; Τελικά υπάρχει αξιοκρατία στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα όταν οι νέοι ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία; Μήπως τελικά συντηρείται μια ολόκληρη στρατιά νέων με επιδόματα φτώχειας, συγκρατώντας τα στατιστικά νούμερα των κυβερνήσεων που δεν κάνουν πράξη την ανάπτυξη και τις νέες θέσεις εργασίας;
Πολλά τα ερωτήματα που συνεχώς αναπαράγονται εδώ και πολλά χρόνια, καταστρέφοντας όμως συστηματικά μια νέα γενιά που έχει βασικές σπουδές υψηλού επιπέδου, μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης, διδακτορικές και μεταδιδακτορικές σπουδές και τέλος αρκετά πιστοποιητικά διά βίου εκπαίδευσης. Έτσι έχουμε κατά γενική ομολογία ένα υψηλό επιστημονικό προσωπικό που μεταγγίζεται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική οικογένεια προσπαθεί να στηρίξει τα παιδιά της με εξειδικευμένες σπουδές, συνοδευόμενες με πολλές στερήσεις, και στη συνέχεια οι χώρες της Ε.Ε. αποκτούν εξειδικευμένο προσωπικό χωρίς καμία προηγούμενη επένδυση.
Ένα άλλο επίσης φαινόμενο της εποχής, που δεν συνδέεται με το δικαίωμα της μόνιμης και σταθερής εργασίας, είναι η εμπέδωση της λογικής πως η εργασία μπορεί να είναι και ένα είδος ημιαπασχόλησης. Έτσι όποιοι/ες νέοι/ες αφιερώνουν ορισμένες ώρες την ημέρα (υποαπασχόληση) αυτό μπορεί να τους δίνει την ψευδαίσθηση ότι δεν αποκόπτονται πλήρως από την αγορά εργασίας και έτσι η διεκδίκηση μιας νέας θέσης εργασίας αναβάλλεται διαρκώς.

Μια άλλη αντίληψη, που επίσης τείνει να εξαπλωθεί στην ελληνική κοινωνία, είναι οι γνωριμίες ως εφαλτήριο απόκτησης μόνιμης εργασίας ή ημιαπασχόλησης. Έτσι έχοντας εξαντλήσει οι νέοι/ες τις προσπάθειες εξεύρεσης εργασίας ωθούνται στην αναζήτηση εργασίας μέσω συγγενικών και κοινωνικών δικτύων, αποδεχόμενοι ότι στην παρούσα συγκυρία όλοι δυσκολεύονται και ότι ο καθένας προσπαθεί να διασφαλίσει πρώτα τα κοντινά συγγενικά του πρόσωπα. Όμως, ως κοινωνία, υιοθετώντας την παραπάνω λογική, έστω και έμμεσα, οδηγούμαστε σε περαιτέρω ανισότητες ή και παρανοήσεις στο πώς διεκδικούμε το δικαίωμα στην εργασία. Επίσης, αλίμονο αν επικρατήσει αυτή η λογική του «γνωστού» ή της «γνωριμίας» στην εξεύρεση της εργασίας, αφού όποιοι/ες μέσω των γονέων ή των συγγενών τους διαθέτουν ισχυρά και διευρυμένα δίκτυα γνωριμιών, μπορούν να αποκτήσουν πιο εύκολα πρόσβαση στην εργασία.

Ένα άλλο επίσης ζήτημα κοινωνικών ανισοτήτων στον χώρο της εργασίας, είναι η ανασφάλεια και η απαισιοδοξία που δημιουργούνται ως προς την εύρεση εργασίας στην περίπτωση άνεργων μεγαλύτερης ηλικίας. Έτσι σταδιακά η αποθάρρυνση οδηγεί σε σταδιακή απομάκρυνση από την εργασία και σε έξοδο από την απασχόληση.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ειδικά στην περίοδο της οικονομικής και της υγειονομικής κρίσης που σήμερα βιώνουμε, αρκετοί άνθρωποι έχουν εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό με τις παραχωρήσεις. Έτσι γενικώς οι υποχωρήσεις στον χώρο εξεύρεσης της εργασίας συχνά συνδέονται με την υιοθέτηση οποιασδήποτε εργασίας με οποιοδήποτε αμοιβή. Έτσι αν επικρατήσει αυτή τη λογική αρκετοί εργαζόμενοι πιθανά θα μπορούσαν να δεχτούν να εργαστούν σε δουλειές που στο παρελθόν θα απέρριπταν και γενικά δεν τους ικανοποιούν σήμερα.
Σίγουρα δεν θα πρέπει να υιοθετήσουμε παθητικά ως κοινωνία τη λογική πως η σημερινή δυσμενής κατάσταση στην αγορά εργασίας απλά επηρεάζει τους πάντες και έτσι κάθε πολίτης ως μέρος αυτού του συστήματος πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Επίσης δεν πρέπει να αμβλυνθούν τυχόν αισθήματα αποτυχίας ή ανικανότητας που οδηγούν στην ταπείνωση και στο συμπέρασμα ότι η ανεργία είναι αποκλειστικά προϊόν προσωπικής διαδρομής και λαθών.

Συμπερασματικά, όταν συζητούμε για τις κοινωνικές ανισότητες στον χώρο της εργασίας δεν θα πρέπει να δίνουμε έμφαση μόνο στο ζήτημα της ανεργίας, υποβαθμίζοντας έτσι το ζήτημα των επισφαλών μορφών απασχόλησης. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι με αυτόν τον τρόπο παρέχουμε «ασυλία» σ’ αυτούς που εφαρμόζουν αντίστοιχες πολιτικές που αδυνατούν ή απλά δεν θέλουν να κατανοήσουν και στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Ας συμβάλουμε όλοι λοιπόν στο να ελεγχθούν και να επαναξιολογηθούν πολιτικές για την εργασία που σχετίζονται με τα ευέλικτα ωράρια εργασίας, τον εξατομικευμένο χρόνο εργασίας ή τους ατομικούς λογαριασμούς χρόνου, την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τον μειωμένο χρόνο εργασίας, τη συμπιεσμένη εργάσιμη εβδομάδα, τη συνεχή τηλεργασία, τη χωρο-ευέλικτη εργασία (απασχόληση εκτός χώρου εργασίας), την κυκλική εργασία, τη διαμοιραζόμενη εργασία και τη μερική συνταξιοδότηση.
Και μην ξεχνούμε ότι όλοι και όλες δικαιούμαστε αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 22 του Ελληνικού Συντάγματος: «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».

Πηγές:
-Καρακιουλάφη Χ., Σπυριδάκης, Μ., Γιαννακοπούλου Ε., Καραλής Δ., Σωρός, Γ. (2014). Μελέτες (31) Ανεργία και εργασιακή επισφάλεια, Διαστάσεις και επιπτώσεις σε καιρό κρίσης. Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων. Αθήνα: Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ. Διαθέσιμο στο: https://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2015/07/MELETH-31_.pdf (τελευταία ανάγνωση 29 Ιανουαρίου 2021).
-Σύνοψη έκθεσης «Διερεύνηση των μορφών ευέλικτης απασχόλησης που εφαρμόζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο». ΕΚΚΕ, ΙΙΚ, Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου. Διαθέσιμο στο: http://www.mlsi.gov.cy/public/mlsi/pffe/iwebsr.nsf/Lookup/Proothisi-brochure-1-12-F.pdf/$file/Proothisi+brochure+1-12+F.pdf (τελευταία ανάγνωση 29 Ιανουαρίου 2021).

* Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το