Θ Plus

Καβάσιλα – Στο γενέσιο της Θεοτόκου και στις πηγές του μεθανίου

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ναι! Βρομάω ακόμη και τώρα, 24 ώρες μετά την απαλοιφή μου από τη λάσπη, βρομάω σε όλο το σώμα, μα και κάθε πτυχή των ρούχων μυρίζει ακόμη. Αναδύουν μια βαριά οσμή που προέλευση έχει το μεθάνιο…
Είναι η βαριά μυρωδιά της ανακατωμένης λάσπης που ξεβράζει ο Σαραντάπορος, σε μιαν άκρη που δεν τη βάζει ο νους σας!
Βρίσκομαι ένα βήμα από τη μεθοριακή γραμμή, κάτω από το όρος Λεσκοβίκι, στην πέρα όχθη του ποταμού Σαραντάπορου, πασχίζοντας να τα βγάλω πέρα με τη λάσπη του μεθανίου. Εκεί όπου ο φίλος μου ο Μάνθος, την τελευταία ωραία Κυριακή του Σεπτέμβρη, επινόησε μια βουτιά στα θολόνερα της παρακοίτης του ποταμού. Και με οδήγησε σε αυτή εδώ τη σπουδαία εμπειρία.
Εγώ τον είχα οδηγήσει έως τη Μονή του Γενεσίου, στα Καβάσιλα, κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε να με βουτήξει στη λάσπη του Σαραντάπορου.
*
Εδώ δεν είναι τοπίο του καλού καιρού, εδώ είναι μια γωνιά της εξωτερικής λειψανοθήκης της Πίνδου, στη δυτική της εσχατιά, είναι μια σφήνα ανάμεσα στις όμορες χώρες που αλληλοϋποβλέπονται και αλληλομισούνται.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, όπως γράφτηκαν εκείνη την ημέρα.
Επιστρέφοντας από Λάιστα για Βόλο είπαμε να παρεκκλίνουμε το δρομολόγιό μας, όπως κάνουνε πάντα και να εισπράξουμε λίγες στιγμές από την ευωχία των Ωρών, μα και της Εποχής.
Έπεσαν πολλές προτάσεις, αλλά κάπου στην Αρίστη προκρίθηκε η διάσχιση του Αώου πεδίου με προορισμό τον Σαραντάπορο ενόψει – κυρίως της Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου. Μιας μονής η οποία θεωρείται αριστούργημα των Χιονιαδιτών μαστόρων της τέχνης.
Αυτό ήταν το πρόκριμα, η επιλογή και ο τελικός στόχος. Και για κει πήραμε την κατηφόρα από την Αρίστη προς την Κλειδωνιά και την Κόνιτσα, για να στρίψουμε λίγο έξω από την πρωτεύουσα των Μαστοροχωρίων, προς Μπουραζάνι, Ηλιόραχη και Καβάσιλα.
Αφήσαμε την ευθεία που οδηγεί στο ονομαστό Μπουραζάνι και στρίψαμε δεξιά για Ηλιόραχη, ένα μπαλκόνι και μια στέρεα θέα του ακλόνητου τοπίου, από όπου εξαγνίζονται οι σφραγισμένες εικόνες της στενωπού και των ελιγμών Αώου και Τύμφης.
Σταθήκαμε σε μια ράχη κι απομείναμε στήλες άλατος να ρεμβάζουμε αυτό το υπερθέαμα των πλαγιών της Γκαμήλας. Ηλιόραχη, λοιπόν! Ωστόσο καταφέραμε να απεγκλωβιστούμε από τον ρεμβασμό και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για τον επόμενο και τελευταίο σταθμό επί ελληνικού εδάφους, τα Καβάσιλα και το κατάγραπτο μοναστήρι του.
Κάναμε συνολικά δεκατρία χιλιόμετρα από τη στροφή της Κόνιτσας μέχρι το πέτρινο κατώφλι της Μονής Γενεσίου.
Εκεί παρατήσαμε σε μια σκιερή γωνιά τον εκατόχρονο μπαρμπα-Κώστα, τον οποίο σημειωτέον «σέρναμε» μαζί μας προς επανάκαμψη στην πατρώα γη της Θεσσαλίας, ύστερα από το θερινό του λιοστάσι στην Ηπειρώτικη γη.

Εξωτερική όψη της Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου στα Καβάσιλα

Εισχωρήσαμε από ανασφάλιστη είσοδο στο μοναστήρι, δίπλα από τον μαντρότοιχο της Μονής.
Πηδήσαμε στο εσωτερικό της ως διψασμένα ελαφόπουλα και ζητήσαμε την πηγή των χαρίτων και των αγίων αισθήσεων που πλουσιοπάροχα μας επιδαψίλευσαν τα αναπάντεχα κειμήλια του καθολικού και οι τέρψεις των ζωγραφιών που φιλοτέχνησαν οι Χιονιαδίτες αγιογράφοι.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή! Είχε προφανώς ξεχαστεί από κάνα μέθυσο Καβασιλιώτη, καθώς είχε προηγηθεί εκκωφαντικό γλέντι κατά την ημέρα της γιορτής του Γενεσίου.
Κι είχαν απομείνει ολόγυρα κορδέλες, οστά, σκιάδια και λίπη από το πρόσφατο φαγοπότι των πανηγυριστών.
Τι ήταν ετούτο το θάμα, Θέ μου! Πώς να το περιγράψει ο νους κι ο λόγος και να μη σου κοπεί το χέρι που κρατά τη μηχανή ή και η μιλιά ακόμη από τον συριγμό του θαυμασμού…
Ανοίγοντας τη βαριά ξυλοδεσιά μιας σαρακοφαγωμένης πόρτας που ήταν περίπου ανασφάλιστη, υποχώρησε η ξύλινη κάσα και μπήκε μέσα στο καθολικό το ελάχιστο φως από τις χαραμάδες με κάθετη ή οριζόντια τομή, ενώ ταυτόχρονα μας λιάνιζε η δύσοσμη αποφορά της υγρασίας.
Μα υπάρχει τέτοιος ναός, τόσο κατάγραπτος και πολλαπλά αγιογραφημένος στην Ελλάδα; Ποια χέρια τον εκατάγραψαν, ποια μάτια τον εχτένισαν, ποιες αισθήσεις τον περιέβαλαν με στοργικό χρέος και ποια σύλληψη είχαν εκείνοι οι ανώνυμοι εργάτες της λαϊκής τέχνης…
Που με εν δυνάμει τη θρησκευτική έμπνευση, εδημιούργησαν όλα αυτά τα μικροθαύματα της αγιογραφίας. Με μια ποικιλία γραφής και απόδοσης που – υπερβολικά ίσως το λέω – προσομοιάζει με τους κορυφαίους της μεσαιωνικής κρητικής σχολής και της μακεδονικής τεχνοτροπίας.
Αλλά έτσι είναι οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι των αγίων μορφών της χειμαζόμενης εκκλησίας. Απρόβλεπτοι, καταλυτικοί και συνάμα αδικαίωτοι από την ιστορία της τέχνης…
Σύραμε το μεταλλικό μάνταλο στον ξύλινο μεντεσέ, μπας και κάποιο βάρβαρο χέρι το ξεσύρει, αφού το μοναστήρι είναι απροστάτευτο και προσβάσιμο στους κάθε λογής αγιογδύτες και βάνδαλους της ανώνυμης λαϊκής τέχνης.
Μένω εδώ και δεν γράφω περισσότερα, αφού ούτε ειδικός είμαι στα θέματα της εκκλησιαστικής αγιογραφίας ούτε αστυνομικά καθήκοντα διεκδικώ.

Μία από τις πηγές μεθανίου στα Καβάσιλα

*
Την επόμενη στιγμή από το «κλείδωμα» της πόρτας, ο Μάνθος με ξάφνιασε προτείνοντας να συνεχίσουμε το οδοιπορικό μας με ενδεχόμενο κίνδυνο διασχίζοντας τον Σαραντάπορο, έως τις εσχατιές της μεθορίου, να πέσουμε δηλαδή στις πηγές του μαύρου «χρυσού»…
«Μα τι είναι ο μαύρος χρυσός», τον ερωτώ.
«Πάμε και θα δεις» μου απαντάει, ενώ ζητάει ν’ ανοίξω τον χάρτη, ώστε να βεβαιωθούμε ότι δεν θα περάσουμε τα νοητά σύνορα με την Αλβανία, προσεγγίζοντας τη δεξιά όχθη του Σαραντάπορου, όπου βρίσκονται τρεις – τέσσερις πηγές μεθανίου…
Αυτό ήταν! Ήταν αυτό που με έκανε να τον βαφτίσω Αρμόδιο, δηλαδή αρμόδιο επί των πηγών και των θερμών λουτρών της Ελλάδας, στις οποίες εντρυφά μετά μανίας ο φίλος μου.
Εμείς θα σκοτώσουμε τη νωχέλεια και την αδράνεια, βουτώντας βαθιά μέσα στη γης, απ’ όπου αναβλύζει αυτός ο «χρυσός», είπε κι έβαλε στόχο εκείνη την περίεργη κατηφόρα για την κοίτη του Σαραντάπορου.
Δεν τον ερώτησα: Τον ακολούθησα υπνωτισμένος και ταυτόχρονα μαγνητισμένος. Πού με πήγαινε; Πού ήταν αυτά τα διαβόητα στενά του Σαραντάπορου: Kαι εν πάση περιπτώσει τι ήξερε από αυτά που δεν ήξερα εγώ κι αναζητούσε επιμόνως μέσα στη φαρδιά κροκαλωτή κοίτη του ποταμού; Και πέρα, ιδίως, από τους κοινούς χώρους των λουτρών;…
Φτάσαμε στο τέρμα του δρόμου, ένα βήμα έξω από τα επίσημα λουτρά που όμως ήτανε κλειστά.
Κάναμε χρήση της φανταστικής διόπτρας που διαθέταμε, και διακρίναμε το πλατύ ποτάμι, τις κροκάλες και την κοίτη που μισοαφρισμένη τσουλούσε έναν θολό υδάτινο συρφετό, και περ’ απ’ αυτά ένα ερείπιο που έφερνε σε νερόμυλο.
Εισχωρήσαμε μετά φόβου Θεού στην κροκαλωτή κοίτη που έπιανε μιαν απόσταση πλάτους τριακοσίων περίπου μέτρων, με τα παπούτσια στο χέρι, δεμένα από τα κορδόνια στον λαιμό και ισορροπώντας στα ορμητικά νερά του ποταμού εισβάλαμε, οπλισμένοι με πείσμα, σε έναν οριακό χώρο με ασύνορη στέψη.
Ο Μάνθος είχε την αγωνία αν θα ανέβλυζαν οι πηχτοί κρουνοί των μεθάνιων υδάτων, όπως του έλεγαν οι πληροφορίες.
Πλησίασα πρώτος, καθώς πέρασα ευκολότερα από ηρεμότερο σημείο το ποτάμι και αμέσως μετά βούλιαξα μέσα σε μια τελματώδη και πηχτή λευκόχρυση μάζα από άμμο, υγρό καταπέτασμα και βαλτόνερα. Έβαλα κραυγή. Με άκουσε ο φίλος και πλησίασε εμπειρότερος καθώς ήταν από παρόμοιες καταστάσεις.
Πέρασε μπροστά και διέσχισε τον περίεργο εκείνο βάλτο με τα άπατα βάθη, ενώ έψαχνε με το μάτι τις κρυφές πηγές του μεθανίου.
Δεν άργησε να τις βρει μία προς μία και να βουτήξει ολόγυμνος μέσα στην κοχλάζουσα δίνη τους. Ήταν δίνες από άμμο και νερό, εκβαθυσμένες και περίβλητες από κροκαλόπετρες που συγκρατούσαν το εκβλύζον υγρό.

Ένα τμήμα από τις αγιογραφίες της Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου

Ακριβώς έξω από αυτά τα περίβολα – που ήταν εγκαταλειμμένα από χρόνια και αχρησιμοποίητα – το θερμό νερό των πηγών που ερχόταν σε επαφή με τις φερτές ύλες του ποταμού, δημιουργούσε μια πηχτή ύλη με μαύρο επίστρωμα, που ουσιαστικά αποτελούσε τη μεθάνια συνεκτική μάζα της λάσπης.
Έχωσε ο Μάνθος τις παλάμες του μέσα σε αυτή την ολόμαυρη μάζα, την ανέσυρε με τις χούφτες και αλείφτηκε σε όλο το κορμί. Έγινε κατάμαυρος. Ύστερα ξάπλωσε πάνω σε αυτή την υγρή μάζα κι έμεινε έτσι πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος σηκώθηκε και βούτηξε μέσα στον παρακείμενο κρατήρα της πηγής, όπου ξεπλύθηκε, αλλά δεν έφυγε η μεθάνια οσμή του.
Έκανα το ίδιο, ακολουθώντας τα βήματά του, ενώ από πάνω μας τα αόρατα μάτια του Λεσκοβικίου μάς παρακολουθούσαν άγρυπνα.
Τελέψαμε το μυστήριο της αλοιφής και του ξεπλύματος και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, για ν’ ανταμώσουμε όλους εκείνους τους καθημερινούς λουόμενους που έρχονται από τα Γιάννενα, για να λουστούν στους κρατήρες της πισίνας που αναβλύζουν δίπλα από το περιφραγμένο αποδυτήριο της Λουτρικής Εγκατάστασης…
*
Τα παλιά ιαματικά λουτρά του μεθανίου, πέρα από τις σημερινές εγκαταστάσεις των Καβάσιλων αναδύουν μια συγκλονιστική και ξεχασμένη εικόνα λουτρικού μεγαλείου, καθώς δεν έχουν στερέψει και λειτουργούν πια με τους δικούς τους νόμους, στην άκρη του Σαραντάπορου, δυο βήματα από τη μεθόριο Ελλάδας – Αλβανίας, κάτω από την κορυφή του βουνού με το όνομα Λεσκοβίκι…

Σεπτέμβρης του ’19

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το