Άρθρα

Κάποτε θα σημάνει η λήξη …σαν να ’ναι μια νέα αρχή

Του Διονύση Λεϊμονή

Ανοίγουν τα σχολεία; Ή όχι; Στις 8 ή στις 11; Στις 11 ή στα τέλη Ιανουαρίου; Και τα μαγαζιά; Πότε; Θα βγούμε ή θα παραμείνουμε στα σπίτια μας; Θα αναπνεύσουμε ή όχι; Και το μείζον ερώτημα: Θα εμβολιαστούμε ή όχι; Πολλά τα ερωτηματικά και απάντηση δεν έχουν. Ρεπορτάζ επί ρεπορτάζ, συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων, συζητήσεις ατέρμονες κι η ανασφάλεια να αιωρείται, ο φόβος να επικρέμεται ως δαμόκλεια σπάθη από πάνω μας, αδυνατώντας να προγραμματίσουμε οτιδήποτε στο μέλλον. Αυτό νομίζω είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο που βιώνουμε, η αδημονία, η ανησυχία, τα πολλά αντιφατικά κι αλληλοσυγκρουόμενα σενάρια, που μας κρατούν σε εγρήγορση, άλλοτε κάνοντάς μας να ελπίζουμε για μια λήξη του συναγερμού, άλλοτε να μάς καταπλακώνει το άγχος, καθώς πέφτει βαριά πάνω μας η αβεβαιότητα. Μου θυμίζει το μαρτύριο του φυλακισμένου μελλοθάνατου που δεν του ανακοινώνουν ξεκάθαρα την ημερομηνία εκτέλεσης ή το χειρότερο αφήνεται κάθε μέρα να αιωρείται η πιθανότητα της τελευταίας βραδιάς. Πιστεύω παρόλα αυτά πως το φως δεν θα αργήσει να φανεί στο τούνελ, καθώς έχω συνηθίσει να βλέπω ως τώρα το ποτήρι μισογεμάτο. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα, το έχουμε βιώσει καλά αυτό, έχουν υποστεί δυνατό χτύπημα οι εργαζόμενοι, οι επαγγελματίες, το έχουμε υποστεί όλοι οικονομικά, συναισθηματικά, ανάλογα τι χάσαμε, τι μάς λείπει, τι στερούμαστε.

Μια φορά κι έναν καιρό ο δήμαρχος της πόλης ανακοίνωσε στους πολίτες της χώρας ότι πρόκειται να εμφανιστεί ένα φοβερό τέρας συνιστώντας τους να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Κάθε βράδυ οι κάτοικοι άκουγαν φωνές, ουρλιαχτά, σπασίματα κι όλο ζάρωναν από φόβο. Ο καιρός περνούσε κι η ζωή είχε σταματήσει. Τα βράδια ήταν εφιαλτικά, μαύρο σκοτάδι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή. Ένα βράδυ ακούστηκαν περίεργες φωνές, σαν να γινόταν έξω μια πάλη, τα ουρλιαχτά άλλαξαν τόνο, έγιναν λυγμοί, αλλά εικόνα να τα κάνουν οι κάτοικοι δεν μπορούσαν, τους είχε κυριεύσει ο πανικός. Το άλλο βράδυ πάλι τα ίδια. Ξίφη σπάθιζαν στον αέρα, φωνές πνιχτές, θρήνοι και κλάματα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα έφταναν στα αυτιά των κατοίκων της περιοχής. Ώσπου μια μέρα όλοι ξύπνησαν από το μεγάφωνο εκ μέρους του δήμου που τους ανακοίνωνε τη λήξη συναγερμού, την επιστροφή στην κανονικότητα. Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα πόδια τους σέρνονταν μουδιασμένα στο χώμα, μεταξύ τους κοιτάζονταν σαν να γνωρίζονταν για πρώτη φορά αποφεύγοντας αγκαλιές, φιλιά και θερμές συνομιλίες.

Μια φορά βγήκαν κι αυτό ήταν η νίκη τους. Τι έγινε ρωτούσαν σαν χαμένοι. Δεν τους αρκούσε ότι κέρδισαν τη ζωή. ΄Ηταν συνηθισμένοι να παλεύουν για τη ζωή. Πέρασε και η δεύτερη μέρα έτσι μέσα στην επιφύλαξη και η τρίτη και η τέταρτη… Πέρασαν μέρες πολλές μαθαίνοντας την αλήθεια, ψάχνοντας, ερευνώντας για να μην ξανακλειστούν απρόσμενα ούτε να βγουν έξω σαν χαμένοι. Διεκδίκησαν το δικό τους κομμάτι στη «μάχη» με λάφυρο την απελευθέρωσή τους. Οι «ειδικοί» τους αναγνώρισαν την αξία τους, τις θυσίες τους, τη συμμετοχή τους κι εγκαταστάθηκε ξανά η ηρεμία στη ζωή τους. Με τον καιρό ξεθώριασε η ανάμνηση εκείνου του κακού ώσπου η ζωή πήρε ξανά να τραβάει την πορεία της με τους κατοίκους της περιοχής πιο ώριμους και πιο δυνατούς. Κανείς δεν το ξέχασε στην πραγματικότητα. Γιατί τούς χρειαζόταν για το μέλλον. Κάπου απλά κρύφτηκε μέσα τους εκείνο το κακό. Ξετρύπωνε πού και πού να τους υπενθυμίζει πως όλα αλλάζουν ξαφνικά και δεν πρέπει να εφησυχάζουν, αλλά πάντοτε να ελπίζουν και ότι στη ζωή το αναπάντεχο, το καλό και το κακό οφείλουν να το αντιμετωπίζουν όλοι μαζί με σύνεση και υπομονή προσμένοντας την κατάλληλη ώρα να βγουν από τα αμπαρωμένα καταφύγια, να ξαναζήσουν, να ξανανασάνουν, να δημιουργήσουν. Κάποτε θα σημάνει μια λήξη που μπορεί να σημαίνει μια νέα αρχή… Έτσι θα κατάφεραν να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς μιμούμενοι τη στάση τους παίρνοντας τη ζωή στα χέρια μας, καλύτερα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το