Πολιτισμός

Καλοκαιρινές πρακτικές στη Μεσόγειο – Σκέψεις ενός ψυχογεωγράφου

Του Νεοκλή Μαντά,
διδάκτορα Πολεοδομίας-Ψυχογεωγραφίας,

Τα καλοκαίρια στη μεσογειακή πολιτεία μας είναι βαριά σημαδεμένα από τις παχιές σκιές που ρίχνει ο παγανιστικός ορεινός όγκος του Πηλίου στον αστικό ιστό, αλλά και από τις τραχιές αχτίδες, οι οποίες καταφέρνουν κατά τόπους να διαπερνούν την ατμόσφαιρα για να φωτίζουν ντεκιρικονιανά τα λιγοστά πια συνοικιακά πεζοδρόμια, που έμειναν να είναι φτιαγμένα από πέτρες Νεοχωρίου. Μέσα από αυτές τις περίτεχνες διαδρομές εναλλαγής μεταξύ δροσερής σκιάς και εκτυφλωτικού φωτός, έχουμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια να επιβιώνουμε στις υψηλότερες θερμοκρασίες. Κι αν τις περισσότερες φορές, η κάθοδός μας στην ακτογραμμή των αλμυρών νερών αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς λύσεις αντιμετώπισης του καύσωνα στην ευρύτερη παγασητική περιοχή, αξίζει να σταθούμε για λίγο και σε κάποιες λιγότερο διαδεδομένες – αλλά εξίσου φωτογενείς – πρακτικές. Είναι πρακτικές άρρηκτα συνδεδεμένες με τη σύγχρονη εθνογραφία του ελληνικού επαρχιακού καλοκαιριού και επιστρατεύονται συχνά για τη βιωσιμότητα της θερινής ραστώνης.
Πρώτη στο μυαλό έρχεται η λυτρωτική συνήθεια όσων παραμένουν εντοιχισμένοι στην πόλη για τις προχωρημένες μέρες του καλοκαιριού να αψηφούν τις επίσημες συστάσεις για εύρεση σκιερών υπόστεγων. Κάποια καμένα μεσημέρια λοιπόν, πολλοί τολμηροί – μα ξεχασμένοι στα σκυροδέματα της μεγάλης πόλης – δεν ψάχνουν διακαώς να προφυλαχθούν από το μεταφυσικό φως. Αντιθέτως, πιστεύουν ακράδαντα στον θρύλο που θέλει τις ηλιακτίνες να κεντάνε τα μάτια τους, πλέκοντας μέσα στο βλέμμα τους ξεθωριασμένες γαλακτερές δαντέλες και ρετρό σεμεδάκια. Κι αν για πολλούς η επιλογή αυτών αποτελεί διαχρονικό σημείο συμπονετικής αποφυγής, λίγοι βλέπουν πως βλέπουνε λυτρωμένοι αυτά τα καυτά τσιμέντα που μας περιβάλλουν σαν χώρα κυκλαδικά ασβεστωμένη. Λένε μάλιστα πως είναι τόση η χαρά τους, που φέρεται να βάζουν στη διαπασών τα ραδιόφωνα σε ώρες κοινής ησυχίας.

Μια ακόμη αγαπημένη συνήθεια των καλοκαιρινών στιγμών της πόλης είναι αυτή του ρεμβασμού της νύχτας από τα παγκάκια. Στις λιγότερο τσιμεντοποιημένες γειτονιές υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένα παγκάκι και δίπλα του ένας στύλος με το φως του κόσμου. Είναι εκεί για όσους δεν αντέχουν τα σκοτάδια των αφόρητα ζεστών καλοκαιρινών βραδιών. Άνεργοι και πολυάσχολοι, χαρούμενοι και καταθλιπτικοί, τεχνοκράτες και καλλιτέχνες, εν γένει φτερωτές ψυχές που η θνητή συνθήκη τούς αναγκάζει να έρπονται μέσα σε άχαρες καθημερινότητες, όλοι αυτοί σε κάποια στιγμή του μεγάλου καύσωνα χρειάζεται να απλώσουνε τις ιδρωμένες σάρκες τους πάνω στα πράσινα ξύλα, απολαμβάνοντας ένα αναψυκτικό τύπου Cola και χαζεύοντας τα περαστικά αυτοκίνητα. Κι αν δεν ήταν καταπραϋντική η ίδια η δραματικοποίηση των τόπων μας κάτω από τις λάμπες της πόλης, ίσως να κλαίγαμε γοερά που κανένα ξένο αμάξι δεν σταμάτησε ώς τώρα μπρος για να μας πάρει να φύγουμε μακριά. Και κάπως έτσι, ελπίζοντας σε όνειρα διαφυγής, συνεχίζουμε να ζούμε δίπλα στους ανεμιστήρες. Έπειτα, μας τσιμπάνε τα κουνούπια. Τελικά, υπάρχουμε.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το