Πολιτισμός

«Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι»: Ιστορία με αστυνομική πλοκή κατά τη δικτατορία από τον Γιάννη Μόσχο 

Το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μόσχου, το οποίο τιτλοφορείται «Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι» (εκδόσεις Τόπος), υπόσχεται μία αναγνωστική απόδραση στη Θεσσαλία κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, αλλά και λίγο μετά τη Μεταπολίτευση. Ο 39χρονος συγγραφέας από τη Γάβριανη Μαγνησίας στη νέα δουλειά του στήνει το σκηνικό της δράσης στην εποχή της χούντας, η οποία στιγματίστηκε από μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα και τη διαφθορά που ευδοκίμησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταραγμένης επταετίας.

Ο σχεδιασμός του εξώφυλλου εξάπτει το ενδιαφέρον και κάνει ακόμη πιο ελκυστικό το τελευταίο πόνημα του Μόσχου. Η αισθητική του που υπαγορεύεται από το περιεχόμενο του βιβλίου παραπέμπει ευθέως στην εποχή που πραγματεύεται, καθώς ξεχωρίζει η στολή ενός άντρα του διαβόητου ΕΑΤ-ΕΣΑ (σ.σ. Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας), που έμεινε στη συνείδηση του ελληνικού λαού για τις βάναυσες ανακριτικές μεθόδους του και τη βιαιότητα των βασανιστηρίων του. «Η συγκεκριμένη επιλογή δεν έγινε τυχαία. Το ΕΑΤ-ΕΣΑ συμβολίζει στην ουσία όλη τη βία που άσκησαν τα Σώματα Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της επταετίας. Κι εφόσον η υπόθεση διαδραματίζεται εκείνη την εποχή, ένα από τα μηνύματα που θέλησα να περάσω με το βιβλίο, ήταν η αναφορά στην κατάχρηση εξουσίας από όλους εκείνους που θέλησαν τότε να διατηρήσουν το καθεστώς εκείνο με δόλια μέσα κυνηγώντας χωρίς έλεος κάθε αντίθετη φωνή», θα πει ο Γιάννης Μόσχος, ο οποίος στη συνέχεια μίλησε για τα σκάνδαλα που σημάδεψαν τη χούντα: «Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το «Τάμα του Έθνους»; Την Εγνατία οδό με τον ΜακΝτόναλντ, τους επενδυτές της Litton, τον Τομ Πάπας με το διυλιστήριο της ESSO ή τον Μπαλόπουλο που καταδικάστηκε για τα παράνομα κρέατα από τη Ροδεσία; Δυστυχώς, οι δοσοληψίες με την τότε επιχειρηματική ελίτ δεν είχαν τελειωμό».

Δύο χρόνια μετά το πρώτο του έργο με τίτλο «Τοκορόρο», στο οποίο ασχολήθηκε με την αμερικανική μαφία και την Κούβα, ο πολλά υποσχόμενος δημιουργός επιχειρεί στροφή 180 μοιρών και «προσγειώνεται» στην ελληνική πραγματικότητα με μία ιστορία καθαρά μυθοπλαστικού χαρακτήρα. «Όταν έγραψα το «Τοκορόρο», έπειτα και από ένα ταξίδι μου στην Κούβα πριν από μία τετραετία, καταπιάστηκα με τον αμερικανικό Νότο και την πολιτική των ΗΠΑ να καταστήσουν «δορυφόρους» τους όλα τα κράτη, με τα οποία συνορεύουν. Αν και απόλαυσα το συγκεκριμένο βιβλίο, στο νέο μου μυθιστόρημα προτίμησα να παίξω… εντός έδρας. Γι’ αυτό και διάλεξα τη Θεσσαλία, απ’ όπου κατάγομαι. Ο Βόλος, το Τρίκερι, η Καλαμπάκα, τα Φάρσαλα και η Λαμία είναι τα μέρη που περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Πέρα από τη βιβλιογραφία, που άντλησα στοιχεία για το ιστορικό πλαίσιο, στο πνεύμα της εποχής με έβαλαν κυρίως οι διηγήσεις από γονείς και φίλους που έζησαν τότε», τόνισε.

Η δολοφονία του διορισμένου από τους χουντικούς πρώην Νομάρχη Μαγνησίας, λόγω παράνομων δοσοληψιών που είχε με τη μοναστική κοινότητα των Μετεώρων, φέρνει τον υπομοίραρχο Γιάννη Πετράκη που ανέλαβε την υπόθεση, αντιμέτωπο με ένα μεγάλο σκάνδαλο των έκπτωτων πραξικοπηματιών. Μόνο που ο αξιωματικός, στον οποίον ανατέθηκε η διαλεύκανση του εγκλήματος, είναι ένας… παρίας του συστήματος. Απέχει από τα «σκοτεινά» αλισβερίσια πολλών συναδέλφων του, κάτι που στάθηκε αφορμή για τον παραγκωνισμό του στο Σώμα της Αστυνομίας.

«Ο πρωταγωνιστής είναι ένας τύπος, ο οποίος συμβολίζει το διαφορετικό και η στολή του χωροφύλακα μοιάζει περισσότερο με κόντρα-ρόλο. Η ίδια η κοινωνία τον εξοβελίζει, αλλά παρόλα αυτά αποτάθηκαν σ’ εκείνον για να αποδώσει δικαιοσύνη, όταν τα πράγματα σκουραίνουν. Μέσα απ’ όσα διαδραματίζονται, νιώθει πως αλλάζει, αλλά στο τέλος κατορθώνει να λειτουργήσει με βάση την ηθική του, κάτι που θεωρώ αναγκαίο να κάνουμε και σήμερα», κατέληξε ο Γιάννης Μόσχος.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το