Άρθρα

Και με τη λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

(Κωνσταντίνος Καβάφης, «Θεόφιλος Παλαιολόγος»)

Το 1449, όταν ο Κωνσταντίνος o 11ος ο Παλαιολόγος εγκαταλείπει το Μυστρά για να διαδεχθεί τον αδελφό του Ιωάννη Η ́, η Κωνσταντινούπολη, η Βασιλεύουσα, ήταν πρωτεύουσα μιας εξαιρετικά συρρικνωμένης αυτοκρατορίας. Μόλις στα όρια της Πόλης μπορούσε να κινηθεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας και οι υπήκοοι δύσκολα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο κι αυτό με την προστασία του στόλου των Γενουατών και των Ενετών. Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία από τους πολέμους κατά των Αράβων τον 7ο και 8ο αιώνα, τους φατριασμούς αλλά προ πάντων από τις Σταυροφορίες που ενώ οργανώθηκαν με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων υπέκρυπταν, με το προκάλυμμά της δογματικής αντίθεσης, την αντιπαλότητα Δύσης και Ανατολής και την οδήγησαν σε 60 χρόνια κατοχής της πρωτεύουσας. Η μεγαλύτερη και μακροβιότερη αυτοκρατορία στην ιστορία της ανθρωπότητας έφθινε συνεχώς.

Στο μεταξύ, η οικονομική ανάπτυξη από τον ενδέκατο έως το δέκατο τέταρτο αιώνα επέφερε ανατροπή στις σχέσεις εξουσίας καθώς οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες αύξησαν τη δύναμή τους, προκαλώντας τον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας και την αποδυνάμωση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τα σκανδαλώδη φορολογικά τους προνόμια, αποστέρησαν την κεντρική εξουσία από πολύτιμους πόρους για τη διατήρηση αξιόμαχης στρατιωτικής δύναμης. Στις επαρχίες η εξουσία της κεντρικής εξουσίας υποχώρησε από την αυξημένη επιρροή των τοπικών φέουδων σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πως λίγο πριν την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, η αυτοκρατορική εξουσία ήταν αισθητή μόνο στην Κωνσταντινούπολη.

Έργο Θεόφιλου

Η εδαφική της συρρίκνωση του Βυζαντίου ήταν δραματική ήδη από τον 11ο αιώνα όσο κι αν είχε κατορθώσει να αποκρούσει τις επιθέσεις των Σελτζούκων Τούρκων. Τα Βαλκάνια των Σέρβων, Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν ήδη υπό Οθωμανικό έλεγχο. Μόλις ο Μωριάς είχε απομείνει ως ανάμνηση μιας Αυτοκρατορίας που ψυχορραγούσε. Κι αν στη Μικρά Ασία η διείσδυση των Οθωμανών ήταν αργή, δεν οφείλονταν τόσο στη δύναμη της Αυτοκρατορίας όσο στη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων που έστεκαν προμαχώνας επωφελούμενοι όμως από τη σοβαρή ήττα που είχαν υποστεί οι εισβολείς από τον Ταϊμερλάνο το 1402.
Το 1453, στην Κωνσταντινούπολη, συνυπήρχαν οι χριστιανοί της ανατολικής παράδοσης και οι Λατίνοι που προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία και αναγνώριζαν την εξουσία του Πάπα και της Ρώμης. Συνυπήρχαν ακόμη και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, Έλληνες, Σλάβοι, Τούρκοι, μια κοσμοπολίτικη κοινωνία που ιδρύθηκε μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου Πελάγους. Στην Πόλη ήδη λειτουργούσαν Μουσουλμανικά τεμένη, πολύ πριν γίνει τόσο απειλητική η παρουσία των Οθωμανών στην περιοχή. Εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές ανάγκες των εμπόρων από τα βάθη της Ασίας. Δείγμα απτό της ανεκτικότητας που χαρακτήρισε την αυτοκρατορία.

Η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία της Πόλης, ο συνασπισμός Καθολικών και Ορθοδόξων, δηλαδή Δύσης και Ανατολής ήταν αντικειμενικά χαμένη υπόθεση όσο κι αν σήμερα εικάζουμε πως οι δογματικές αντιθέσεις επιβράδυναν τη σύγκλιση. Ο εκατονταετής πόλεμος είχε διχάσει τη Δύση και ο τερματισμός του βρήκε όλες τις πλευρές αδύναμες να αναλάβουν μια εκστρατεία εναντίον μιας σφριγηλής, ανερχόμενης δύναμης. Για όσους αναρωτηθούν πως αναδύθηκε μια νέα ισχυρή δύναμη στην περιοχή που εξελίχθηκε σε μια αυτοκρατορία οι ιστορικοί έχουν εντοπίσει συνδυασμένους παράγοντες που συνέβαλλαν στην επικράτηση της νέας ηγετικής παρουσίας στην περιοχή. Η άνοδος των Οθωμανών εξηγείται από τη γεωστρατηγική τους θέση που τους προφύλαξε από τις επελάσεις των Μογγόλων αλλά κυρίως από την κοινωνική τους δομή και την πολεμική τους ισχύ. Ισχυρό κίνητρο όμως που οδήγησε στη σύνταξη των διάσπαρτων φυλών κάτω από την αρχή του Οθωμανού ηγέτη αποτέλεσαν και τα λάφυρα του πολέμου. Η αναμέτρηση μιας δύναμης, σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, με μια αυτοκρατορία που είχε καιρό πριν απαρνηθεί τη φροντίδα και την ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας ήταν μοιραία προβλέψιμη. Η ανάπτυξη της αστικής ζωής με την άνοδο της βιοτεχνικής και εμπορικής τάξης αποστέρησε από μάχιμες δυνάμεις τον στρατό. Η Βυζαντινή αριστοκρατία που διαβιούσε στην πρωτεύουσα και σε μεγάλες πόλεις δεν διαπνέονταν ποτέ από πολεμική διάθεση. Για την επάνδρωση των αυτοκρατορικών δυνάμεων η στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων, ιδιαίτερα Τούρκων ήταν μια συνήθης πρακτική. Απέναντι στη διαφαινόμενη απειλή η κεντρική διοίκηση προχώρησε στην κατασκευή και ενίσχυση των αμυντικών οχυρώσεων, στην απόκρουση επιθέσεων με επικεφαλής τους ηγέτες που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και στη διανομή ανεκμετάλλευτης γης σε καλλιεργητές της επαρχίας. Εξαντλημένη όμως οικονομικά και πολιτικά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στη συνεχή και αυξανόμενη πίεση.

Ας μην υποτιμήσουμε το αβυσσαλέο μίσος που διατηρούσαν οι δυο πλευρές και καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη κάθε συμφωνία. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως η αντιπαλότητα και ο φθόνος απέκρυπταν τη σοβαρότητα του κινδύνου που απειλητικά άγγιζε και τη Δύση. Μπορεί το 1438-1439, οι σύνοδοι της Φλωρεντίας και της Φεράρα να κατέληξαν στην ένωση των εκκλησιών, αλλά η σταυροφορία, με επικεφαλής τον βασιλιά της Ουγγαρίας, γνώρισε τη συντριβή στη Βάρνα το 1444 ακυρώνοντας κάθε άλλη στρατιωτική συνδρομή. Μόνον Ενετοί και οι Γενουάτες αντιλήφθηκαν τον επερχόμενο κίνδυνο και παραμέρισαν προσωρινά τη μακροχρόνια αντιπαλότητά τους για να αντιμετωπίσουν με τον ισχυρό στόλο τους την άμεση απειλή. Ήταν όμως αργά!
Το σκηνικό της προσπάθειας των πλοίων τους να εφοδιάσουν με σιτηρά την πολιορκημένη Πόλη κάτω από τα αγωνιώδη βλέμματα των κατοίκων της είναι η ύστατη ενέργεια της τελευταίας πράξης του δράματος.

Η αντίσταση ήταν περισσότερη σθεναρή απ’ όσο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς για έναν πληθυσμό εξαθλιωμένο από την πείνα και τις κακουχίες. Η κατάληψη διήρκεσε λίγο περισσότερο από μία ημέρα αντί για τις τρεις ημέρες, καθώς τα λάφυρα εξαντλήθηκαν γρήγορα, και όσοι κάτοικοι επέζησαν σκλαβώθηκαν. Ο απολογισμός βαρύς για τους πολιορκημένους: πέντε χιλιάδες υπερασπιστές λέγεται ότι έχασαν τη ζωή τους και πενήντα χιλιάδες κάτοικοι έγιναν σκλάβοι. Κάποιοι από τους Λατίνους κατάφεραν να διαφύγουν δια θαλάσσης, επωφελούμενοι της εγκατάλειψης των πλοίων από τους ναυτικούς του τουρκικού στόλου για να συμμετάσχουν στη λεηλασία. Ο σουλτάνος μπήκε κατακτητής στην πόλη το απόγευμα της 30ης Μαΐου και κατευθύνθηκε στην Αγία Σοφία, που μετέτρεψε σε τζαμί, εκπληρώνοντας το όνειρο των Μουσουλμάνων από την εποχή των πρώτων χαλίφηδων. Όπως σωστά επισήμανε ένας επιφανής Γάλλος Βυζαντινολόγος η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σηματοδοτεί για την Πόλη μια νέα αρχή, την υπόσχεση να γίνει και πάλι η πρωτεύουσα μιας αχανούς αυτοκρατορίας που θα επεκτείνεται, όπως και η προκάτοχός της, σε δύο ηπείρους. Ο Μωάμεθ ο Β’ θα ολοκληρώσει την κατάκτηση των τελευταίων Βυζαντινών εδαφών καταλαμβάνοντας το Μυστρά το 1460 και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το επόμενο έτος. Θα παραμείνουν όμως νησίδες της ζώσας μαρτυρίας του Βυζαντίου μέχρι σήμερα, αυτές που η εργολαβική λαίλαπα του Νεοελληνικού κράτους θέλει να ενταφιάσει.
Η άλωση της πόλης είναι ένα ιστορικό συμβάν που δεν προσφέρεται για οιμωγές, αλλά για μια σοβαρή μελέτη που θα αναδείξει τις πολλαπλές αιτίες και τις χαμένες ευκαιρίες που οδήγησαν τη Βασιλεύουσα στο βασίλεμά της. Αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο ιστορικό και πολιτισμικό για να αντλήσουμε διδάγματα που θα ενισχύσουν την αυτοσυνειδησία μας και θα διευρύνουν το πεδίο της πολιτικής μας αντίληψης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το