Τοπικά

Ιστορίες στην υγρή «αγκαλιά» της Κάρλας… από τον 82χρονο Λεωνίδα Χατζηζήση

Ο κ. Λεωνίδας Χατζηζήσης, 82 ετών σήμερα, στα νιάτα του ασχολήθηκε με το ψάρεμα στα νερά της Κάρλας. Με καταγωγή από τα Κανάλια Μαγνησίας, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ακολούθησε την ίδια διαδρομή με σχεδόν όλους τους συγχωριανούς του ψαρεύοντας στη λίμνη. Μία συνήθεια που ακολουθούνταν από γενιά σε γενιά μέχρι την αποξήρανση της Κάρλας πριν από μισό και πλέον αιώνα.

Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1938 κι όταν μπήκε στην εφηβεία, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τα ίδια βήματα που έκαναν όλοι στα Κανάλια. Άλλωστε, οι κάτοικοι των παρακάρλιων χωριών μέχρι το 1962, που σημειώθηκε η παρέμβαση στο οικοσύστημα, βιοπορίζονταν από την αλιεία, για να υποχρεωθούν αργότερα να αλλάξουν επάγγελμα και να ασχοληθούν με τη γεωργία. Αποτελούσε μέλος των αλιευτικών ομάδων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, τις οποίες οι ντόπιοι αποκαλούσαν «ντουκιάνια». «Κάθε ομάδα είχε μέχρι οκτώ άτομα και μέναμε στις καλύβες που φτιάχναμε. Βέβαια υπήρχαν και ελάχιστοι, που ήθελαν να μένουν μόνοι τους. Κάθε «ντουκιάνι» άλλαζε χρόνο με τον χρόνο, δεν ήταν σταθερή η σύνθεσή του. Πιο παλιά η εκάστοτε ομάδα είχε τον αρχηγό της, τον «καπετάνιο» της. Συνήθως επιλεγόταν ο πιο έμπειρος και μεγαλύτερος σε ηλικία ψαράς, αν και τα τελευταία χρόνια όλοι ήμασταν ισότιμα μέλη. Στην εποχή μου είχε ατονήσει αυτή η συνήθεια», σημείωσε ο 82χρονος Καναλιώτης.

«Από το 1953 μέχρι το 1960 που έφυγα από το χωριό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική θητεία μου, τα πρόλαβα όλα αυτά. Το ψάρεμα στη λίμνη ήταν υπόθεση όλου του χωριού. «Εάν γεννιόταν αγόρι πήγαινε στη λίμνη κι εάν ήταν κορίτσι γινόταν υπηρέτρια». Έτσι έλεγαν στα χρόνια μου. Ήταν άγραφος κανόνας για τα Κανάλια μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ‘60», τόνισε ο κ. Χατζηζήσης, φέρνοντας στη θύμησή του τις δύσκολες συνθήκες ζωής στη γενέτειρά του πριν από πενήντα και πλέον χρόνια.

Οι παλιές φωτογραφίες είναι αδιάψευστος μάρτυρας της ζωής των ψαράδων κάποτε στην Κάρλα

Ο κ. Χατζηζήσης από τις αρχές Αυγούστου μέχρι την Κυριακή των Βαΐων, περνούσε τη ζωή του στις καλύβες της Κάρλας. Εννιά μήνες τον χρόνο διαβιούσε στον οικισμό που είχε αναπτυχθεί στις βορινές ακτές της λίμνης. Στις αχανείς εκτάσεις με τις καλαμιές και τα ραγάζια, όπως έλεγαν το φυτό ψάθα, οι ψαράδες κατασκεύαζαν τις στρογγυλές καλύβες τους επάνω στην επιφάνεια της λίμνης, δημιουργώντας έτσι σε ετήσια βάση μία μοναδική «πλωτή» πολιτεία. «Σταματούσαμε όταν ξεκινούσε η αναπαραγωγή των ψαριών. Αφήναμε τον γόνο να μεγαλώσει. Ήταν η λεγόμενη «απεργία» για τους ψαράδες της Κάρλας. Κοντά στο ένα τρίμηνο κρατούσε», είπε στη συνέχεια. Κατά τη διάρκεια της «απεργίας», οι Καναλιώτες αλιείς στρέφονταν σε αγροτικές εργασίες, ενώ επισκεύαζαν τόσο τις καλύβες, όσο και τις βάρκες τους, που ήταν γνωστές ως «καράβια» της Κάρλας. «Η συντήρηση ήταν απαραίτητη. «Τσουπώναμε», δηλαδή στριμώχναμε τα ψαθιά και κλείναμε τις τρύπες στα καλύβια με ραγάζι. Επίσης βγάζαμε στη στεριά τα «καράβια», που τα κατασκεύαζαν μαραγκοί από τα Κανάλια. Θυμάμαι τον Γιώργο Βέργο, τον Γιάννη Βαΐτση, τον Απόστολο Λαγό και τον Νίκο Παπαϊωάννου. «Εφοπλιστές» τους λέγαμε χαϊδευτικά. Τα σκαριά εκείνα δεν είχαν καρίνα, ήταν με «πλατσίδα», δηλαδή με επίπεδο πυθμένα. Στην απεργία στήναμε τις βάρκες στα κτήματα κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, για να τις προφυλάσσουμε από τον ήλιο και τις καλαφατίζαμε με πίσσα».

Κλείνοντας, ο κ. Λεωνίδας Χατζηζήσης μίλησε για τις μεθόδους ψαρέματος. Πέρα από τη χρήση των διχτυών στα μεγαλύτερα βάθη, ήταν εκτεταμένη η χρήση των «κατικιών». Έτσι ονόμαζαν τις καλαμένιες παγίδες που άπλωνε κάθε ομάδα στο «φουντάνι» της, τον χώρο δηλαδή που ψάρευε: «Τα κατίκια ήταν μία σειρά από καλάμια, που τα πλέκαμε και τα στήναμε όρθια στο νερό. «Λυσιά» λεγόταν ο διάδρομος που σχηματιζόταν, μέσα στον οποίον το ψάρι δεν μπορούσε να διαφύγει κι έμπαινε μέσα στο «κεφάλι», μία στρογγυλή κατασκευή επίσης καλαμένια. Έπειτα πηγαίναμε στη σκάλα της Πέτρας, μία περιοχή ανάμεσα σε Στεφανοβίκειο και Σωτήριο, όπου πωλούσαμε τα ψάρια. Θυμάμαι πως έρχονταν από την Κάπουρνα κι έπαιρναν με τα ζώα πενήντα-εκατό οκάδες ο καθένας, αλλά οι Λαρισαίοι ήταν εκείνοι που αγόραζαν σχεδόν τα πάντα. Τα καρλίσια ψάρια ήταν άριστης ποιότητας και είχαν τεράστια ζήτηση, λόγω της νοστιμιάς τους».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το