Τοπικά

Ιστορίες μέθεξης με τσίπουρα στον Βόλο από τον Αλέξανδρο Ψυχούλη 

Το καλό τσίπουρο ενδεχομένως να μην αρκεί, για να εξελιχθεί σε μυσταγωγία η επίσκεψη σ’ ένα τσιπουράδικο του Βόλου. Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης στο τελευταίο βιβλίο του, που τιτλοφορείται «Τα τσίπουρα στον Βόλο» και κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Νήσος, επιχειρεί να «σπάσει» τους κρυφούς κώδικες για όσους θέλουν να μυηθούν στην… τσιπουροκατάνυξη.
Το τελετουργικό, που άρχισε να διαπλάθεται πριν από έναν περίπου αιώνα, με την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων στον Βόλο και συνεχίζει να εξελίσσεται μέχρι τις μέρες μας, μπήκε στο μικροσκόπιο του Βολιώτη εικαστικού και καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο οποίος με την πένα του περιγράφει γλαφυρά τις συνθήκες… απογείωσης της παρέας που θα καθίσει στο τραπέζι του τσιπουράδικου.
Μέσα από τις 82 σελίδες του βιβλίου, που ολοκλήρωσε με περίσσιο μεράκι ο 53χρονος καλλιτέχνης και τις «ζωντανές» περιγραφές του, αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά της επαφής των Βολιωτών με το αγαπημένο τους ποτό.

Φυσικά, για να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής στα γραφόμενά του, φρόντισε να πραγματοποιήσει αρκετές «αυτοψίες» στα τσιπουράδικα του Βόλου. «Αυτό που θέλω κυρίως να πω, είναι πως ό,τι έγινε, έγινε επί τόπου. Είναι βιωματικό το βιβλίο. Παρατηρούσα επί χρόνια και συνεχίζω να παρατηρώ, όλα αυτά που κάνουμε στα τσιπουράδικα, τα χαρακτηριστικά που μπορούν να διατυπωθούν, για να έχει νόημα αυτό. Δεν είναι πάντα οι συνευρέσεις για το τσίπουρο, το ίδιο καλές. Μπορεί είναι λιγότερο καλές, περισσότερο καλές ή πάρα πολύ καλές. Για να φτάσουμε στο τελευταίο, απογειωτικό στάδιο, πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Αυτές τις προϋποθέσεις ψάχνει το συγκεκριμένο βιβλίο», σημείωσε με νόημα ο κ. Ψυχούλης.
Τον Νοέμβριο του 2016, ο βραβευμένος καλλιτέχνης παρουσίασε σε γκαλερί της Θεσσαλονίκης την έκθεση «Πρωτόκολλο συλλογικής ζάλης», με την οποία επιχείρησε να προσεγγίσει με ιδιαίτερο τρόπο την αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από τη λειτουργία διάσημων τσιπουράδικων της γενέτειράς του. Τριάντα δύο μήνες αργότερα επανήλθε με ένα πολύτιμο εγχειρίδιο για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τη μυσταγωγία που κρύβουν τα τσίπουρα στον Βόλο: «Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτονται πράγματα που μπορείς να κάνεις για να απολαύσεις τη διαδικασία. Τα τσίπουρα στον Βόλο σε οδηγούν σε μία κατάσταση προσωρινής ευτυχίας. Αυτό το λέω, γιατί σίγουρα η πόλη μας παρουσιάζει αυτή τη φοβερή και πολύ ιδιαίτερη γαστρονομική συνθήκη, που είναι σπάνια σε όλη την Ελλάδα. Μια κατάσταση κοινωνικής αποσυμπίεσης και κοινωνικοποίησης. Αυτό είναι τα τσίπουρα. Μία τέτοια κατάσταση, όχι μόνο «τρώω και πίνω». Μεταφράζεται σε «επικοινωνώ» κυρίως».

Τα… μυστικά συστατικά για να χαρακτηριστεί επιτυχημένη μία τσιπουροκατάνυξη ποικίλλουν. Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης αναφερόμενος στις παραμέτρους, που καθορίζουν εν πολλοίς το αποτέλεσμα, στάθηκε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που γνωρίζουν μονάχα οι μερακλήδες τσιπουράδες του Βόλου, μα και της Νέας Ιωνίας: «Οι προϋποθέσεις ξεκινούν από τη σύσταση της παρέας, τον αριθμό των ατόμων που θα πάνε για τσίπουρο, το σωστό μαγαζί, την ποιότητα του τσίπουρου και των μεζέδων, μέχρι την ώρα που θα πας, τον τόπο που θα είσαι, το θέμα της συζήτησης και τον χαρακτήρα του σερβιτόρου ή του μαγαζάτορα. Στα σωστά τσιπουράδικα, ο ιδιοκτήτης τους προφανώς γνωρίζει το αντικείμενο του, γιατί υπάρχουν και μαγαζάτορες που δεν ξέρουν βασικά στοιχεία για την τελετουργία αυτή. Δεν ξέρω για παράδειγμα, πόσοι έχουν παρατηρήσει, ότι στα παραδοσιακά τσιπουράδικα φέρνουν ένα μαχαίρι. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό; Τα τσιπουράδικα έχουν καταγωγή από τους πρόσφυγες, ιδιαίτερα τους ψαράδες πρόσφυγες που έφερναν τα ψάρια που δεν πούλησαν, να τα ψήσουν και να τα μοιραστούν με ένα τσιπουράκι με τους φίλους τους. Ο ψαράς που έφερνε τα ψάρια είχε ένα μαχαίρι μαζί του. Δεν χρειαζόταν να κουβαλούν οι υπόλοιποι. Τους φρόντιζε εκείνος ως οικοδεσπότης. Λίγοι είναι που το γνωρίζουν αυτό πραγματικά. Είναι μια συνήθεια που έχει μείνει από τότε. Κι αυτοί που δεν ξέρουν, αρχίζουν και μπερδεύονται. Είτε φέρνουν πιο πολλά μαχαίρια, ή φέρνουν δύο αντί για ένα, για να μη φαίνονται τσιγκούνηδες. Θέλω να πω ότι υπάρχουν τσιπουράδες που ξέρουν τι να κάνουν. Υπάρχουν και καταστηματάρχες, όμως, που κάνουν πολύ τυπικά τη δουλειά τους, άρα όχι με γνήσιο τρόπο που μπορεί να σε οδηγήσει σε μία προσωρινή ευτυχία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το