Άρθρα

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ – Γυμνός στο Γυμνάσιο

Της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΣΔΡΟΛΙΑ

Και μια που άνοιξαν τα σχολεία και οι κατεργάρηδες επέστρεψαν στον πάγκο τους, ας ασχοληθούμε με το γυμνάσιο, καθώς τα γυμνασιοκόριτσα, οι γυμνασιόπαιδες και γενικότερα τα γυμνασιόπαιδα έχουν πλημμυρίσει τα σχολεία. Γυμνάσιο είναι -εκτός από το κτίριο- τα τρία πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης. Πηγαίνει ακόμη στο γυμνάσιο, λέμε, χωρίς να προσδιορίζουμε σε ποιο ακριβώς. Πρόκειται για λόγιο αντιδάνειο από το γερμανικό Gymnasium, προερχόμενο φυσικά από το αρχαίο «γυμνάσιον» που είναι η σωματική άσκηση ή ο τόπος γυμναστικής που ανήκει σε σχολή φιλοσοφίας. «Κύριε γυμνασιάρχα», επιβιώνει η αρχαιοπρεπής κλητική προσφώνηση. Ο γυμνασίαρχος όμως είναι ο επόπτης αθλητικών αγώνων. Κι αυτό, γιατί τα γυμνάσια είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις. Όταν όμως κάνω γυμνάσια σε κάποιον, τότε τον ταλαιπωρώ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που μου έχει, του κάνω καψόνια.

Βέβαια η αρχική έννοια του ρήματος «γυμνάζω» ήταν «ασκώ γυμνούς», καθώς γυμνοί ασκούνταν οι συμμετέχοντες στις γυμναστικές ασκήσεις, ώστε να γίνουν αθλητές και πολεμιστές. Στην αρχαία Ελλάδα το γυμνό σώμα δεν ήταν ντροπή αλλά υπερηφάνεια. Το σώμα καθρέπτιζε τις ψυχικές αρετές, την ανδρεία και την αφοσίωση στους στόχους. Ντροπή για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν το γυμνό σώμα αλλά το αγύμναστο ή ασύμμετρο σώμα, γιατί έδειχνε άνθρωπο χωρίς μόρφωση και καλλιέργεια. Γυμνάζω και γυμνάζομαι, για να διατηρείται η ευεξία σώματος και νου. Αλλιώς είμαι αγύμναστος. Ακόμη και η μνήμη αναπτύσσεται, όταν γυμνάζεται. Γι’ αυτό υπάρχουν τα γυμνάσματα, ασκήσεις σωματικές ή συνηθέστερα πνευματικές και καλλιτεχνικές, σαν τα μουσικά και πνευματικά γυμνάσματα, για την εκγύμναση του νου. Ο γυμνασμένος είναι ο ασκημένος σε κάτι, ο έμπειρος. Αλλιώς θα φανεί η έλλειψη περιεχομένου, η ένδεια, η πνευματική γύμνια του.

Γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, λέμε, τσίτσιδος, τσιτσίδι. Εξού και γυμνοσάλιαγκας, γυμνοπόδαρος, γυμνόστηθη, μισόγυμνος, θεόγυμνος. Γυμνοσοφισταί είναι οι γυμνοί φιλόσοφοι των Ινδιών, οι Βραχμάνοι. Το γυμνό είναι αναπαράσταση στην τέχνη του γυμνού ανθρώπινου σώματος. Την πήρε γυμνή, λέγανε, την παντρεύτηκε χωρίς προίκα. Γυμνός είναι και αυτός που ντύνεται ελαφρά: Μα πώς τριγυρνάς έτσι γυμνή με τόσο κρύο έξω; Γυμνός είναι και αυτός που δεν καλύπτεται από κάτι, σαν το γυμνό καλώδιο, το γυμνό δέντρο ή τον γυμνό τοίχο. Γυμνισμός είναι η άποψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να ζει γυμνός κοντά στη φύση και η εφαρμογή αυτής της άποψης.

Και η αλήθεια μπορεί να είναι γυμνή, ολόκληρη, χωρίς στολίδια ή υπεκφυγές. Διά γυμνού οφθαλμού, λέμε για κάτι που είναι οφθαλμοφανές, κάτι που το βλέπεις και με γυμνό μάτι. Εκτός κι αν υπάρχουν καταστάσεις, όπου όλοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά κανείς δεν τολμά να την παραδεχτεί δημόσια. Και τότε περιμένουμε να αναφωνήσει κάποιος «ο βασιλιάς είναι γυμνός!», για να αποκαλυφθεί η σαθρότητα και η αδυναμία ισχυρού προσώπου ή θεσμού, που αρνούμαστε να δούμε και να αντιμετωπίσουμε.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το