Άρθρα

Η Ιστορία του Σ.

GIA LOYKAKO

Του Ανδρέα Λουκάκου

Πρόσφατα γνωρισα τον Σ. Ο Σ. είχε ένα όνειρο. Να ζήσει τη ζωή του κανονικά, να πάει κάπου που θα έβρισκε ευκαιρίες. Ο Σ. ζούσε στη Γουινέα. Προσπάθησε τρεις φορές να βγάλει βίζα για τη Γαλλία και τρεις φορές απέτυχε. Μέσω γνωστού του, που δούλευε ο πατέρας του στο τουρκικό προξενείο στη Σενεγάλη, έβγαλε βίζα για την Τουρκία. Πλήρωσε 1500 ευρώ για τα εισιτήρια, επειδή ήταν υποχρεωμένος να κλείσει εισιτήρια με επιστροφή. Ήλπιζε ότι όταν έφτανε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Σαρλ Ντε Γκολ για το τράνζιτ, θα έφευγε και θα ζούσε το όνειρό του στη Γαλλία.

Όταν πήγε να μπει στο αεροπλάνο, του πήραν το διαβατήριο και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο στο Παρίσι, δύο αστυνομικοί τον συνόδευσαν μέχρι το αεροπλάνο που θα τον πήγαινε στην Τουρκία. Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, με 50 ευρώ στην τσέπη, βρήκε ένα δωμάτιο για το βράδυ, που του κόστισε τη μισή του (κυριολεκτικά) περιουσία. Έκανε κρύο, -2 βαθμούς, ανυπόφορο κρύο για κάποιον που έφευγε για πρώτη φορά από μια χώρα σαν τη Γουινέα. Την επόμενη μέρα, όταν ξύπνησε, το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να ψάξει για Αφρικανούς. Μια αλληλουχία συναντήσεων τον οδήγησε σε ένα σπίτι με 40 Αφρικανούς που ο καθένας τους είχε δώσει 3000 ευρώ σε ένα Σενεγαλέζο που τους είχε υποσχεθεί πως θα τους μεταφέρει στην Ελλάδα και μέσω τρίτων τους έλεγε κάθε μέρα πως αύριο θα ταξιδέψουν, ενώ αυτός είχε εξαφανιστεί. Ο Σ. δεν έδωσε τα χρήματα, εξάλλου δεν τα είχε. Γνώρισε έναν Τούρκο. Του βρήκε άλλους είκοσι και αυτός τους μετέφερε με φορτηγάκι σε ένα σημείο κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, απ’ όπου υπήρχε τρόπος να πηδήξουν το φράχτη και να βρεθούν στη γη της επαγγελίας. Ο Σ. δεν πλήρωσε, αρκούσε που είχε βρει τους είκοσι συνταξιδιώτες του. Όταν πέρασαν το φράχτη, βρέθηκαν σε ένα δάσος. Άρχισαν να περπατάνε. Τρία παιδιά μαζί τους, 3, 5 και 8 χρονών. Μακρια πολύ έβλεπαν κάποια φώτα. Νόμιζαν ότι ήταν η Αθήνα, το μόνο που είχαν ακούσει για την Ελλάδα. Έφτασαν περπατώντας κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Άλλαξαν κατεύθυνση. Μετά από 8 μέρες περπάτημα, χωρίς φαΐ, πίνοντας νερό μέχρι και από τα αυλάκια στην άκρη του δρόμου, έφτασαν εξαντλημένοι στην Κομοτηνή. Ένας από αυτούς, με χτυπημένο το πόδι σε σημείο που χρειάστηκε αργότερα να του το αφαιρέσουν. Στα πρόθυρα κατάρρευσης πλέον, μόλις είδαν αστυνομικούς παραδόθηκαν. Με βίαιο τρόπο συνελλήφθησαν.

Μεταφέρθηκαν σε μια αποθήκη στην Κομοτηνή και πέρασαν μαζί με περίπου άλλους 80 λαθρομετανάστες τρεις μήνες εκεί, σε αυτή την αποθήκη με ελάχιστο φως, χωρίς ιατρική περίθαλψη και χωρίς να γνωρίζουν πότε θα μπορούσαν να φύγουν. Μετά από τρεις μήνες τους άφησαν ελεύθερους, δίνοντας τους μια μηνιαία άδεια παραμονής. Ο Σ. βρήκε τρόπο και ήρθε στην Αθήνα. Ήταν το 2001. Βρήκε δουλειά. Υπήρχαν δουλειές. Στον Πειραιά έβαφε πλοία, σε οικοδομές, σε παζάρια. Το όνειρό του για μια καλύτερη ζωή γινόταν σιγά σιγά πραγματικότητα. Μια μέρα, σε ένα παζάρι στα Πατήσια τον συνέλαβαν για παράνομο εμπόριο. Πήγε στην Ασφάλεια. Έμεινε λίγο καιρό και αφέθηκε ελεύθερος. Αμέσως μετά διαγνώστηκε με σακχαρώδη διαβήτη. Άρχισε να δουλεύει πάλι αλλά ο διαβήτης αν δεν είσαι ασφαλισμένος είναι ακριβή αρρώστια. Πλέον δούλευε για να αγοράζει τα φάρμακά του. Γνώρισε τη γυναίκα του. Έκαναν μια κόρη. Η κρίση είχε αρχίσει να βαθαίνει. Ο Σ. πλέον άρχισε να μη βρίσκει δουλειά. Άρχισε να μην παίρνει τα φάρμακά του, ούτε καν να κάνει τις απαραίτητες μετρήσεις. Δύο χρόνια δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα. Δύο χρόνια δεν παίρνει τα φάρμακά του και δεν κάνει τις μετρήσεις που πρέπει. Είναι σπίτι και κρατάει την κόρη του όσο η γυναίκα του κρατάει παιδιά άλλων, σε δύο διαφορετικά σπίτια. Μια μέρα, του επιτέθηκαν δέκα άτομα με συνοδεία σκύλου. Ένα χτύπημα στο κεφάλι, ένα στο πρόσωπο, πολλά στο σώμα και δαγκωνιές από το σκύλο.

Ο Σ. θέλει να φύγει. Θέλει να πάει στη Γαλλία. Γιατί τα όνειρα παραμένουν όνειρα ακόμα και όταν ζεις ένα εφιάλτη. Όμως τρόπος να φύγει δεν υπάρχει. Είναι παράνομος και παράνομος θα μείνει. Προχτές του πήγαμε ένα μηχάνημα, μαζί με όλα τα απαραίτητα, για να κάνει τις μετρήσεις για το διαβήτη. Το κόστος ήταν 60 ευρώ. Όταν του το δώσαμε βούρκωσε και το κοιτούσε όπως ένα παιδί κοιτάει το πιο απίστευτο δώρο που του έχουν κάνει ποτέ. Είπε μόνο ευχαριστώ, τίποτα άλλο. Για ένα μήνα θα μπορεί να κάνει μετρήσεις. Τίποτα άλλο. Η ιστορία του Σ. είναι μια πολύ συνηθισμένη ιστορία. Μια τέτοια ιστορία βρίσκεται δίπλα μας κάθε μέρα. Στο δρόμο όταν περπατάμε, στο τρένο, στη στάση του λεωφορείου. Η ιστορία του Σ. δεν είναι η εξαίρεση, είναι ο κανόνας. Ο Σ. είναι πολύ γλυκός άνθρωπος. Η κόρη του πολύ άτακτη και πολύ όμορφη. Και χαρούμενη. Ο Σ. βρίσκει το κουράγιο και βγάζει από τη ζωή της όλη τη μιζέρια. Ο Σ. γεννήθηκε στη Γουινέα. Περνώντας δύο απογεύματα μαζί του, αυτή ήταν η μόνη πραγματική διαφορά που εντόπισα να έχει από εμένα.

Από το www.toportal.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το