Ελλάδα

Υπεύθυνη και η τράπεζα για τυχόν υπέρογκο δανεισμό του νοικοκυριού

trapeza

Τις πταίει για τον υπέρογκο δανεισμό και για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά στην Ελλάδα;

Φταίνε μόνο οι οφειλέτες, που με βάση τις οικονομικές δυνατότητές τους θέλησαν πριν από το 2010 να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή αγοράζοντας ένα σπίτι ή υπήρχε και «συμμέτοχος» σε αυτή τη διαδικασία;

Η απόφαση του Ειρηνοδικείου της Πάτρας (υπ’ αριθμόν 587/2015) «είδε» και άλλους… δράστες πίσω από αυτήν την κατάσταση που έχει οδηγήσει στην απελπισία αλλά και στα δικαστήρια χιλιάδες νοικοκυριά που τρέχουν να σώσουν την πρώτη τους κατοικία. Δεν είναι άλλος από τις τράπεζες που, όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, συνέτειναν στον υπερδανεισμό των νοικοκυριών, δημιουργώντας την ασφαλή πεποίθηση στους δανειολήπτες ότι μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Και τώρα τους κατηγορούν ότι είχαν δόλο, γιατί γνώριζαν ότι δεν θα μπορούν να πληρώνουν τις δόσεις τους, αλλά παρ’ όλα αυτά ζήτησαν τη χορήγηση δανείου…

Η δικαστική απόφαση, που για πρώτη φορά βάζει στο κάδρο και τις τράπεζες για τη συμμετοχή στους στον ελληνικό υπερδανεισμό, εξεδόθη πριν από λίγους μήνες, με αφορμή αίτηση ενός ζευγαριού καθηγητών από την Πάτρα για υπαγωγή τους στον νόμο των υπερχρεωμένων νοικοκυριών με σκοπό τη διάσωση της πρώτης κατοικίας τους και τη ρύθμιση των χρεών τους.

Το ζευγάρι πήρε δάνειο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση για την αγορά ενός σπιτιού, 98 τ.μ., ενώ στη συνέχεια πήρε και καταναλωτικά δάνεια, αφού οι μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων έπεφταν βροχή…

370.000 ευρώ το χρέος
Αποτέλεσμα, το ύψος του δανεισμού τους να φθάσει στις 370.000 ευρώ, ποσό στο οποίο δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να ανταποκριθούν. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το οποίο τελικά υπήγαγε τους αιτούντες στον νόμο Κατσέλη «κουρεύοντας» μέρος του δανείου αλλά και ρυθμίζοντας ευνοϊκά το υπόλοιπο των δόσεών τους, η αδυναμία τους στη μη καταβολή των δόσεων οφείλεται στον μεγάλο αριθμό δανείων που είχαν λάβει και στο ύψος των δόσεων που καλούνταν να καταβάλλουν, στα υψηλά επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται τα καταναλωτικά δάνεια σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των αποδοχών τους.

«Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, που είχε ως συνέπεια την καθήλωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των συνεχώς αυξανόμενων δανειακών τους υποχρεώσεων εξαιτίας της επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπηρημερίας».

Ομως το δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παρακάτω, «απαντώντας» στις 4 πιστώτριες τράπεζες και στον ισχυρισμό τους ότι το ζευγάρι των καθηγητών περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών των οφειλών τους από δόλο. Γνώριζαν, υποστήριξαν στο δικαστήριο οι εκπρόσωποι των τραπεζών, ότι δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν τις δόσεις τους, αλλά παρ’ όλα αυτά προέβησαν σε αλόγιστο δανεισμό.

«Η ένσταση όμως αυτή στερείται βασιμότητας», απαντά το δικαστήριο, «καθόσον σύμφωνα με τον νόμο, δεν θεωρείται ότι ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν έχει ήδη πάρει το δάνειο.

Η πεποίθηση του οφειλέτη
Για να αποδειχθεί δόλια συμπεριφορά του οφειλέτη τέτοια που να μη δικαιολογεί την ένταξή του στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου, θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση του οικονομικού του ανοίγματος, των εισοδημάτων του και της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει, δηλαδή της αδυναμίας πληρωμών, την οποία να επιδιώκει ή να προβλέπει και να αποδέχεται. Απαιτείται δηλαδή για τη συνδρομή δολιότητας πλήρης πεποίθηση του οφειλέτη αλλά παράλληλα και συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που συνετέλεσαν στη δημιουργία της.

Ετσι δεν είναι δόλιος ο οφειλέτης που από αμέλεια, ακόμη και βαριά ή συνειδητή αμέλεια, προέβλεψε ή δεν απέτρεψε την αδυναμία του προς πληρωμή των χρεών του, επειδή πίστευε ή ήλπιζε ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επέλθει, αποβλέποντας σε ευνοϊκή ρύθμιση των τραπεζών ή βελτίωση των συνθηκών της ζωής του και των εισοδημάτων του».

Στο πολυσέλιδο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης σημειώνεται μάλιστα ότι για μακρό χρονικό διάστημα οι αιτούντες αποπλήρωναν το χρέος τους, αφού τα οικονομικά τους τους το επέτρεπαν και ήταν καθ’ όλα συνεπείς. Και συνεχίζει:

«Αλλά ακόμη και εάν ήθελε να γίνει δεκτό ότι οι αιτούντες προέβησαν σε υπερβολικό δανεισμό δυσανάλογο της οικονομικής τους δυνατότητας και πάλι δεν μπορεί να θεμελιωθεί δόλια συμπεριφορά τους, τέτοια που να μη δικαιολογεί την ένταξή τους στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου.

Η εμπλοκή
Και αυτό γιατί στον δανεισμό τους συνέβαλαν αποφασιστικά και οι τράπεζες, οι οποίες παρότι γνώριζαν την οικονομική τους κατάσταση από τα οικονομικά στοιχεία που τους έθεσαν υπόψη -και πάντως ήταν ευχερής ο έλεγχός τους- τα οποία μπορούσαν να ζητήσουν αρνούμενες τη χορήγηση των δανείων, όχι μόνο δεν τους απέτρεψαν, αλλά αντίθετα, υπό το κλίμα της πιστωτικής ευφορίας της εποχής, με ευκολία χορήγησαν τα παραπάνω ποσά, προκαλώντας τους την πεποίθηση και την αισιοδοξία ότι θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτησή τους και έτσι τους ενέπλεξαν σε υπερβολικό δανεισμό και σε εξάρτησή τους από αυτόν, συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Υπό τα δεδομένα αυτά, μόνο ενσυνείδητη αμέλεια μπορεί να αποδοθεί στους αιτούντες, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετή για τη μη ένταξή τους στις ρυθμίσεις του νόμου».

Πηγή www.ethnos.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το