Άρθρα

Ίντερνετ: Ένα μέσο στην υπηρεσία του ανθρώπου ή διαχειριστής της ύπαρξής του;

Της Θεοδώρας Γεωργατζή*

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το ίντερνετ έχει αλλάξει το προφίλ της ανθρωπότητας.
Πρόκειται για ένα μέσο επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών που άλλαξε την έννοια της απόστασης, του χρόνου, της γνώσης, της εμπορικότητας και της κοινωνικότητας. Η σύγχρονη πραγματικότητα χωρίζεται σε προ διαδικτύου και μετά διαδίκτυο εποχή. Τα οφέλη είναι προφανή, αυταπόδεικτα και καλοδεχούμενα.
Τι γίνεται, όμως, όταν η χρήση ξεπερνά τα όρια της πραγματικής ανάγκης του ανθρώπου και μετατοπίζεται στο φάσμα της εξάρτησης; Τι γίνεται, όταν η επαφή με το κινητό τηλέφωνο και τον υπολογιστή μας καταλαμβάνει το εμβαδόν της ύπαρξής μας; Τι γίνεται, όταν ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και βουλιάζει στις μαύρες τρύπες του διαδικτύου;
Δυστυχώς, φαινόμενα δυσλειτουργικής χρήσης παρατηρούνται ήδη από τη νηπιακή ηλικία. Παιδιά προσχολικής ηλικίας περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας τους με ένα tablet, παίζοντας παιχνίδια αμφιβόλου πολλές φορές παιδαγωγικού περιεχομένου. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξή τους σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο βλάπτεται. Το φυσικό παιχνίδι, που επιτρέπει στο παιδί να αθληθεί, να αλληλεπιδράσει, να επικοινωνήσει, να χαρεί και να κοινωνικοποιηθεί με άλλα παιδιά υποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από τη μοναχική και παθητική σχέση με ένα ηλεκτρονικό μέσο. Ο ύπνος, η διάρκειά του και η ποιότητά του πλήττονται, επίσης, από υπερβολική έκθεση σε οθόνες.
Φαινόμενα παχυσαρκίας, ακόμα και ψυχοπαθολογίας μπορεί να σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την καταχρηστική έκθεση σε οθόνες σε αυτήν την ηλικία. Ας λάβουμε, λοιπόν, σοβαρά υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (2019), σύμφωνα με τις οποίες βρέφη 0 – 12 μηνών δεν πρέπει να εκτίθενται καθόλου σε οθόνες, ενώ νήπια 2 έως 5 ετών δεν πρέπει να υπερβαίνουν τη μία ώρα έκθεσης σε οθόνες.

Καταχρηστική σχέση με το διαδίκτυο μπορεί να υπάρξει και κατά τη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας και της προεφηβείας (6 – 13 ετών). Σε αυτήν την ηλικιακή φάση κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη των παιδιών παίζει το σχολείο. Το ίντερνετ θα πρέπει να λειτουργεί επικουρικά σε εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό επίπεδο. Αλόγιστη χρήση μπορεί, αντίθετα, να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό από το ημερήσιο πρόγραμμα των παιδιών, χαμηλή επίδοση στο σχολείο, διαταραχές στη διάθεση και χαμηλή ή δυσλειτουργική κοινωνικότητα.
Στην εφηβεία, την περίοδο της αναζήτησης ταυτότητας και του καταιγισμού των ορμονικών μεταβολών, η άμετρη έκθεση στο διαδίκτυο μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Οι έφηβοι παρασύρονται από τη δυναμική των social media και αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τις εικόνες του κινητού τους. Τάσεις και επιρροές που τους επιβάλλονται διαδικτυακά διαμορφώνουν την έννοια του αποδεκτού, που γίνεται συνώνυμο με το «Like». Influencers παίρνουν τον ρόλο των καθοδηγητών και οι έφηβοι αυτόματα και μηχανικά κουρδίζονται στον ρόλο των ακολούθων.
Ακραία παιχνίδια με έντονες προκλήσεις δοκιμάζουν τα όριά τους, οδηγώντας τους σε παραβατικές συμπεριφορές, ακόμα και αυτοκαταστροφικές. Η ανακάλυψη της σεξουαλικότητας, επίσης, μέσα από ανταλλαγή πληροφορίας με άγνωστους ή γνωστούς «φίλους» των social media εγκλωβίζει πολλές φορές νεαρά κορίτσια και αγόρια σε ένα μονοπάτι εργαλειοποίησης του σεξ ως μέσου αποδοχής και στρεβλής «ενηλικίωσης».

Δυστυχώς, δυσλειτουργική και πολλές φορές εξαρτητική συμπεριφορά στη χρήση του διαδικτύου παρατηρείται και στους ενήλικες, παρά το γεγονός πως στην πλειονότητά τους μεγάλωσαν ως παιδιά και έφηβοι στην προ διαδικτύου εποχή. Η πιο απλή έκφανση στρέβλωσης είναι η υπέρμετρη έκθεση της κοινωνικής ζωής στα social media, με διαρκείς αναρτήσεις φωτογραφιών, με επίπλαστα χαμόγελα και χαρούμενες στάσεις, για να προβληθεί ένα είδος τεχνητής ευτυχίας και να συλλεχθούν «Likes». Ο υπέρμετρος καταναλωτισμός μέσα από διαρκείς διαδικτυακές αγορές άχρηστων πραγμάτων είναι ακόμα μία ένδειξη άβουλης στάσης μπροστά στην οθόνη. Η επιλογή εικονικού συντρόφου, χωρίς το φίλτρο της φυσικής επικοινωνίας, είναι, επίσης, μία παγίδα του διαδικτύου, όταν του επιτρέψεις να καταλάβει χώρο και στην προσωπική σου ζωή. Το σχετίζεσθαι έχει μετατοπιστεί δραματικά από το φυσικό στο εικονικό επίπεδο. Τέλος, ηλεκτρονικές υποσχέσεις για εύκολη απόδοση χρημάτων βρίσκουν εύφορο έδαφος σε ενήλικες με ήδη υπάρχουσα εξαρτητική συμπεριφορά σχετική με τζόγο.
Ποια είναι, λοιπόν, τα σημάδια που σε όλες τις ηλικίες συνιστούν ενδείξεις εξάρτησης από το διαδίκτυο;
Όταν παρατηρείται συνεχής ενασχόληση και αδυναμία αποσύνδεσης από το διαδίκτυο, αποεπένδυση από λοιπές δραστηριότητες και υποχρεώσεις, συνεχής ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού ως αυτοσκοπός, συμπεριφορά στερητική τις ώρες της μη σύνδεσης στο διαδίκτυο (π.χ. θυμός, ψυχοκινητική διέγερση, αδυναμία συγκέντρωσης) και συχνή ένταση με τους οικείους, εξαιτίας της υπέρμετρης χρήσης του διαδικτύου, τότε ο άνθρωπος χάνει την αυτοκυριαρχία του και το διαδίκτυο γίνεται διαχειριστής της ζωής του. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι επιτακτική η έγκαιρη βοήθεια από ειδικούς ψυχικής υγείας.
Πριν η κακή συνήθεια επιδεινωθεί σε εξάρτηση και χρειαστεί την επιστημονική βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας, ας προσπαθήσουν οι γονείς – που έχουν την ευθύνη των παιδιών τους – και οι ενήλικες – που έχουν την ευθύνη του εαυτού τους – να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με το ίντερνετ. Να εκτιμάμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, τη διευκόλυνση που προσφέρει στη ζωή μας αυτός ο ωκεανός γνώσης και πληροφορίας και την απλοποίηση χρονοβόρων διαδικασιών στην επαγγελματική και ιδιωτική μας ζωή. Να χαιρόμαστε τη δυνατότητα μακρόθεν οπτικοακουστικής επαφής με τους αγαπημένους μας και τους συνεργάτες μας. Προσοχή, όμως… Όρια στο πόσο διαθέτουμε τον εαυτό μας στο διαδίκτυο. Τα παιδιά να έχουν όρια πρόσβασης, διάρκειας και περιεχομένου, και οι μεγάλοι να αντιστέκονται στην απόλυτη παράδοσή τους στο μέσο αυτό. Ας αποεπενδύσουμε χρόνο και προσοχή από το εικονικό και ας επανεπενδύσουμε στο φυσικό.
Επένδυση, λοιπόν, στη λεκτική και σωματική επικοινωνία, στο παιχνίδι, σε χειρωνακτικές εργασίες, στην άθληση, στη φύση και στη δια ζώσης επαφή με τους ανθρώπους μας. Εν τέλει, θα επενδύσουμε στην ελευθερία του εαυτού μας, χρησιμοποιώντας το ίντερνετ στις υπηρεσίες μας.
* Η Θεοδώρα Γεωργατζή είναι ψυχολόγος MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το